ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η παρούσα μελέτη έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Πράγματι, το προς ανάλυση
κοινωνιογλωσσικό υλικό αντλείται από συνεντεύξεις χαμηλού βαθμού δόμησης (βλ.
1.3. κατωτέρω), αντικειμενικός σκοπός των οποίων είναι η εξασφάλιση κατά το
δυνατόν αβίαστης ομιλίας εκ μέρους των πληροφορητών και όχι η καταγραφή
συγκεκριμένου αριθμού πραγματώσεων συγκεκριμένων γλωσσικών τύπων ανά
πληροφορητή· επί πλέον, λόγω και του σχετικά μικρού αριθμού των μελών της υπό
μελέτη τσιγγάνικης κοινότητας, δεν κατεβλήθη προσπάθεια να εξασφαλιστεί
στατιστικά τυχαίο δείγμα πληροφορητών, αφού αυτή η προσέγγιση ταιριάζει στη
μελέτη μεγάλων πληθυσμών, αλλά οι πληροφορητές επελέγησαν με στόχο να
συνιστούν νενομισμένο δείγμα, ήτοι να εκπροσωπούν τις κατά την κρίση του ερευνητή
(κρίση που διαμορφώθηκε μετά από προκαταρκτική εθνογραφική έρευνα) κυριότερες
ομάδες της κοινότητας. Επί τη βάσει των πορισμάτων της παρούσας αναγνωριστικής
μελέτης, θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη φάση, να επιδιωχθεί η εις βάθος εθνογραφική
περιγραφή της τσιγγάνικης κοινότητας όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε πανελλήνιο
επίπεδο προκειμένου να επισημανθούν, ανάμεσα σε άλλες παραμέτρους, οι κρίσιμες
υπο-ομάδες τις οποίες αναγνωρίζει η ίδια η κοινότητα.
Eπίσης, η μελέτη είναι κοινωνιογλωσσολογική. Aυτό σημαίνει ότι
αντικειμενικός σκοπός είναι ταυτόχρονα, αφ’ ενός, η περιγραφή του γλωσσικού
συστήματος που βρίσκεται στη διάθεση της υπό εξέταση κοινότητας, αφ’ ετέρου, οι
κοινωνικές αξίες με τις οποίες φορτίζει η κοινότητα τον γλωσσικό της κώδικα κατά την
καθημερινή χρήση. O σκοπός αυτός υπόκειται στους εξής περιορισμούς: λόγω,
πρώτον, του αναγνωριστικού χαρακτήρα της μελέτης, και δεύτερον, του παιδαγωγικού
στόχου του ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος, ο οποίος είναι η βελτίωση της
εκπαίδευσης που παρέχεται από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στους
Τσιγγανόπαιδες, δεν εξετάζονται και οι δύο κώδικες, ελληνικός και ρόμανι
(τσιγγάνικος), του γλωσσικού ρεπερτορίου της δίγλωσσης αυτής κοινότητας αλλά μόνο
ο ελληνικός. Eπίσης, η μελέτη της διαπροσωπικής λειτουργικότητας του γλωσσικού
κώδικα περιορίζεται στο πλαίσιο της (έστω και σε μεγάλο βαθμό αδόμητης)
συνέντευξης και δεν επεκτείνεται στο σύνολο των συνήθων επαφών που
πραγματοποιούν τα μέλη της κοινότητας στην καθημερινή τους ζωή. Σε επόμενο,
όμως, στάδιο της έρευνας, είναι απαραίτητο να μελετηθεί το συνολικό
κοινωνιογλωσσικό ρεπερτόριο της κοινότητας και η χρήση του κατά τις
χαρακτηριστικότερες φυσικές διαπροσωπικές επαφές των μελών της.
Συναφής με τα ανωτέρω είναι η ποιοτική μάλλον παρά ποσοτική χροιά της
επεξεργασίας των δεδομένων. Πράγματι, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της
μελέτης, καθώς και του γεγονότος ότι η υπό εξέταση, ολιγάριθμη όπως είπαμε,
κοινότητα είναι μία μόνο από τις πολλές κοινότητες Τσιγγάνων που βρίσκονται
διάσπαρτες στον ελλαδικό χώρο, προέχει σε αυτό το στάδιο η εκ μέρους του ερευνητή
ποιοτική, ήτοι διαισθητική, αξιολόγηση των εμπειρικών δεδομένων της έρευνας μάλλον
παρά η αναγωγή τους σε στατιστικά εκπεφρασμένες τάσεις, αφού δεν θα ήταν βέβαιο
ότι αυτές ισχύουν για όλες τις τσιγγάνικες κοινότητες της Ελλάδας. Ωστόσο, εκτός της
ποιοτικής υιοθετείται και η ποσοτική προσέγγιση κάθε φορά που τα δεδομένα
προσφέρονται για ποσοτική επεξεργασία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην
περίπτωση του ‘ευφωνικού’ λεγόμενου φωνήεντος που μπορεί να αναπτύσσεται μετά
το τελικό -ν των ρηματικών τύπων (παίζουν(ε), παίζαν(ε), ερχόμουν(α), ερχόσουν(α),
ερχό(ν)ταν(ε): βλ. 3.2.1. κατωτέρω).
Τέλος, η μελέτη έχει συγχρονικό χαρακτήρα, αφού στηρίζεται στο γλωσσικό
υλικό συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα μερικών εβδομάδων (και όχι
ετών ή δεκαετιών). Ωστόσο, ένας από τους σκοπούς της έρευνας ήταν να συλλάβει τα
χαρακτηριστικά της ομιλίας των Τσιγγανοπαίδων όχι μόνο στη συγχρονική τους
διάσταση αλλά και στη δυναμική, ήτοι διαχρονική ή στενότερα ηλικιακή, τοιαύτη: δεν
ενδιαφέρει μόνο τι ελληνικά γνωρίζει ένα μέσο πεντάχρονο Τσιγγανόπουλο αλλά και
πώς αναμένεται να εξελιχθούν τα ελληνικά του στο πέρασμα του χρόνου.
Ένας τρόπος για να επιδιώξει ο ερευνητής τον ανωτέρω στόχο θα ήταν να
μαγνητοφωνήσει τον λόγο των ίδιων πληροφορητών επί, φέρ’ ειπείν, μία ώρα κάθε
πέντε ή δέκα χρόνια σε διάστημα μερικών δεκαετιών, και στη συνέχεια, συγκρίνοντας
τα γλωσσικά δεδομένα που θα έχει συλλέξει σε διαφορετικό πραγματικό χρόνο, να
επιχειρήσει να επισημάνει τις τυχόν ηλικιακές και διαχρονικές μεταβολές στη ζωή,
αντίστοιχα, των ατόμων και της κοινότητας. Είναι προφανές ότι η θεωρητική βάση
αυτής της ερευνητικής προσέγγισης είναι ατομοκεντρική μάλλον παρά κοινωνική (αλλά
βλ. κατωτέρω).
Η προσέγγιση αυτή είναι ίσως θεωρητικά θεμιτή, πρακτικά όμως είναι
ασύμφορη ή και ανεφάρμοστη στην καθαρή της μορφή. Πράγματι, η μακροχρόνια
έρευνα μπορεί να διεξαχθεί μόνο από ίδρυμα και όχι από μεμονωμένα άτομα ώστε ό,τι
δεν προφθάσει να ολοκληρώσει ο συγκεκριμένος ερευνητής να μπορούν να το
συνεχίσουν οι εν επιστήμη διάδοχοί του μέσα στο αυτό (ελπίζεται) μεθοδολογικό
πλαίσιο. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν – και στις επιστήμες του ανθρώπου σπάνια
υπάρχουν οι πόροι για μακροπρόθεσμη ομαδική έρευνα – τότε απομένει στον ερευνητή
πραγματικού χρόνου να συγκρίνει τα δεδομένα που συνέλεξε σε μία χρονική περίοδο
με τα δεδομένα παλαιότερων μελετών άλλων μελετητών και, σχεδόν αναπόφευκτα,
διαφορετικών θεωρητικών και μεθοδολογικών προδιαγραφών. Αυτή η προσέγγιση
είναι συνήθης στην παραδοσιακή διαλεκτολογία, αλλά και ο καινοτόμος Labov (1972a)
αυτή υιοθέτησε στη μελέτη του της (κοινωνιο)γλωσσικής κατάστασης του νησιού
Martha’s Vineyard καθώς και σε εκείνη της Πόλης της Νέας Υόρκης: εάν υπάρχει
παλαιότερη μελέτη θα ήταν αδιανόητο να μη ληφθεί υπ’ όψιν από τον νεότερο
μελετητή. Ωστόσο, η διαφορετική μεθοδολογία μελετών που αφίστανται χρονικά
μεταξύ τους αποδίδει, εν μέρει τουλάχιστον, δεδομένα διαφορετικής ποιότητας, με
προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη συγκρισιμότητα των συμπερασμάτων τέτοιων
ανόμοιων μελετών.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πραγματοποιείται από τον ίδιο μελετητή στο
αυτό θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, η έρευνα των διαχρονικών ή ηλικιακών
γλωσσικών μεταβολών στη βάση διαδοχικών πλαισίων πραγματικού χρόνου
προσκρούει στην περαιτέρω δυσκολία ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να εξασφαλιστεί η
συνεργασία των ίδιων πληροφορητών κάθε μερικά χρόνια: οι άνθρωποι έχουν τις δικές
τους προτεραιότητες, μεταναστεύουν, ή πεθαίνουν. Για τούτο και στην πράξη ο
ερευνητής αναγκάζεται να συγκρίνει γλωσσικά δεδομένα που προέρχονται από
διαφορετικά άτομα με παρόμοιο κοινωνικό προφίλ. Αυτό όμως αλλοιώνει την
καθαρότητα των δεδομένων αφού εισάγει ενδεχομένως στην έρευνα απρόβλεπτους
παράγοντες ποικιλότητας: οι αστοί, οι γυναίκες, οι έφηβοι ή οι εργάτες της
προηγούμενης δεκαετίας δεν είναι απαραιτήτως όμοια κοινωνικά όντα με τους
σημερινούς ομόλογούς τους ή με αυτούς της επόμενης δεκαετίας.
Συνέπεια των ανωτέρω μεθοδολογικών δυσχερειών είναι ότι η έρευνα
πραγματικού χρόνου αφ’ ενός προσφέρεται περισσότερο για τον εντοπισμό
διαχρονικών μεταβολών του γλωσσικού συστήματος μιας κοινωνίας παρά για την
ανίχνευση της ηλικιακής ποικιλότητας στον λόγο συγκεκριμένων ατόμων καθώς
περνούν μεγαλώνοντας από την ιδιότητα μέλους της μιας ηλικιακής υπο-ομάδας σε
αυτήν της επόμενης· αφ’ ετέρου, ενώ η έρευνα αυτού του τύπου είναι θεωρητικά
ατομοκεντρική, στην πράξη καταλήγει να έχει κοινωνική βάση.
Για τους ανωτέρω λόγους προσφορότερη φαίνεται να είναι η μέθοδος
ανίχνευσης των διαχρονικών και ιδίως των ηλικιακών φαινομένων η οποία εδράζεται
στην έννοια του φαινομένου χρόνου (Labov 1972a:163): εάν ο ερευνητής φροντίσει να
υπάρχουν στο δείγμα του πληροφορητές διαφορετικής ηλικίας, είναι σε θέση να
συλλάβει τις τυχόν διαχρονικές και ηλικιακές γλωσσικές μεταβολές όπως αυτές
εγγράφονται στον φαινόμενο χρονικό άξονα, ο οποίος ορίζεται από τη συνύπαρξη
ατόμων που είναι μέλη της αυτής ευρύτερης ομιλιακής κοινότητας και ταυτόχρονα
διαφορετικών ηλικιακών υπο-ομάδων. Σε αντιδιαστολή προς την ερευνητική
προσέγγιση πραγματικού χρόνου, η έρευνα φαινομένου χρόνου, πρώτον, μπορεί να
απομονώσει, για κάθε πληροφορητή, εκείνα τα φαινόμενα ποικιλότητας που αφορούν
μόνο τον χρονικό ή ηλικιακό και κανέναν άλλον άξονα· και δεύτερον, εστιάζεται στην
κοινότητα ως οργανικό σύνολο ατόμων, με την έννοια ότι, ξεκινώντας από τα δεδομένα
της ατομικής γλωσσικής συμπεριφοράς σε κανονικές συνθήκες επικοινωνίας, ανάγεται
σε συνολικά πορίσματα που ισχύουν για όλη την κοινότητα. Τα πορίσματα αυτά δεν
αποτελούν προϊόν ομογενοποίησης της ατομικής και υπο-ομαδικής ποικιλότητας αλλά
διασώζουν τον συστηματικό χαρακτήρα του όλου (η κοινωνιογλωσσική ποικιλότητα
είναι, σε μεγάλο βαθμό, συστηματική και όχι χαοτική). Αποτέλεσμα είναι ότι
εξασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο υψηλός βαθμός αξιοπιστίας του δείγματος και των
πορισμάτων αφού, κατά τη συλλογή των στοιχείων, όλοι οι πληροφορητές είναι μέλη
κάποιων από τις διάφορες κοινωνικές υπο-ομάδες της αυτής κοινότητας, και επομένως
υπόκεινται στην επίδραση του αυτού ευρύτερου συστήματος αξιών καθώς και του
ειδικότερου αξιακού συστήματος της δικής του υπο-ομάδας ο καθένας. Σε αυτή τη
βάση, δεν είναι ακατόρθωτο να απομονώσει ο ερευνητής γλωσσικά φαινόμενα
διαχρονικής μεταβολής ή ηλικιακής ποικιλότητας τα οποία δεν αλλοιώνονται από την
επίδραση ανεξέλεγκτων παραμέτρων.
Στην παρούσα μελέτη, υιοθετούμε τη μεθοδολογική προσέγγιση του φαινομένου
χρόνου. Στη βάση αυτή, αν και, για τους λόγους παιδαγωγικής σκοπιμότητας που
προαναφέραμε, το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάζεται στα παιδιά και τους
(προ)εφήβους, έχουν περιληφθεί στο δείγμα των πληροφορητών και άτομα
μεγαλύτερων ηλικιών. Με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατόν να ‘προβλεφθεί’ η
μελλοντική γλωσσική συμπεριφορά των σημερινών παιδιών, με τη διττή έννοια ότι αφ’
ενός τα παιδιά μεγαλώνοντας αναμένεται να υιοθετήσουν σταδιακά τα (περισσότερα
από τα) γλωσσικά χαρακτηριστικά των σημερινών (προ)εφήβων, νέων, ενηλίκων, κ.λπ.,
αφ’ ετέρου μερικές από τις γλωσσικές καινοτομίες που εισάγουν οι νεότεροι ηλικιακά
(ή κάποια άλλη υπο-ομάδα) ενδέχεται να κυριαρχήσουν σταδιακά σε όλη την ομιλιακή
κοινότητα. Με άλλα λόγια, στον σχεδιασμό της έρευνας καταβάλλεται προσπάθεια να
διακρίνεται η ευθύγραμμη διαχρονική μεταβολή του συνολικού γλωσσικού συστήματος
από τη σπειροειδή ηλικιακή ποικιλότητα την οποία διατρέχει κάθε μέλος της
κοινότητας καθώς περνάει από τη μία ηλικιακή ομάδα στην επόμενη: η πρώτη
κατηγορία φαινομένων έχει σαφέστατα γλωσσικό και ελάχιστα ή καθόλου κοινωνικό
χαρακτήρα, ενώ ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τη δεύτερη κατηγορία.
Τὸ πλῆρες κείμενο στὸν σύνδεσμο:
https://drive.google.com/file/d/1fwJxMJxowSOGPcagx0ue9TVJn-AI5_Tb/view?usp=sharing
Ἐπίσης, στὸ: http://repository.edulll.gr/edulll/handle/10795/272
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου