Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ C.-J.N. BAILEY

Πρακτικά 11ου Συνεδρίου για την Περιγραφή της Ελληνικής Γλώσσας, 26-28 Απριλίου 1990.  Τομέας Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

 

 

Περικλής Α. Ντάλτας

 

 

 

Η ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ C.-J.N. BAILEY

 

 

 

Abstract

Developmental theory claims that, although language is characterized by a considerable amount of, often chaotic, variation, the underlying relations are constant and so organized that language can be stored in the human brain.  Below, an atempt is made at a critical presentation of the organizational principles of these relations, namely, naturalness, implicationality, temporality and markedness.

 

 

1.  Η κοινωνιογλωσσολογική έρευνα των τελευταίων δεκαετιών έχει καταδείξει ότι κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ζωή έναν τεράστιο αριθμό εναλλακτικών γλωσσικών στοιχείων ανάλογα με τα βιογραφικά χαρακτηριστικά του καθώς και με την επικοινωνιακή περίσταση στην οποία βρίσκεται, αναγνωρίζει δε έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό τέτοιων στοιχείων·  επίσης, ότι η ποικιλότητα αυτή ανασυντάσσεται συνεχώς επί του διαχρονικού άξονα.

Κατά τον C.-J.N. Bailey (1981:42· 1987:270-2), το φαινόμενο της γλωσσικής ποικιλότητας έχει μεν τύχει αναγνώρισης ή ακόμη και συστηματικής μελέτης, δεν αντιμετωπίζεται όμως ακόμη κατά τρόπο επαρκώς επιστημονικό.  Ο λόγος για τον οποίο θεωρεί τις διάφορες τάσεις της σύγχρονης γλωσσολογίας ανεπαρκώς επιστημονικές είναι ότι δεν μπορούν να εξηγήσουν τις αιτίες και τον τρόπο με τον οποίο οι δομές μιας γλώσσας έχουν εξελιχθεί στη σημερινή τους μορφή αλλά ούτε και να προβλέψουν την κατεύθυνση που θα λάβει η εξέλιξή τους στο μέλλον.  Κατά τη γνώμη του, το βασικό ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει μία επιστημονική γλωσσολογία είναι το εξής (1987:281):  "Πόσες ελάχιστες (μινιλεκτικές) γραμματικές απαιτούνται για τη σύνθεση της γλώσσας ενός συγκεκριμένου ανθρώπου;  Και πώς συνταιριάζονται σε ενιαίο σύστημα μέσα στο κεφάλι αυτού του ανθρώπου ώστε να μπορεί να τις εκμάθει;"  Αν παραφράζαμε το ερώτημα έτσι ώστε να είναι πιο ουδέτερο θεωρητικά1, θα λέγαμε:  Πώς τα βγάζει πέρα το ανθρώπινο μυαλό με τη χαώδη ποικιλότητα που παρουσιάζει μία φυσική γλώσσα τόσο στον συγχρονικό όσο και στον διαχρονικό άξονα;  Πώς μπορεί να μάθει κανείς ένα σύστημα που βρίσκεται σε συνεχή ροή;  Πώς επικοινωνεί κανείς με ανθρώπους τους οποίους για πρώτη φορά συναντά;

Η αναπτυξιακή γλωσσική θεωρία, την οποία εισηγήθηκε ο Bailey στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και συνεχώς εκλεπτύνει έκτοτε μαζί με τους ομοϊδεάτες του, προσφέρει την εξής απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα:  Η ποικιλότητα μιας φυσικής γλώσσας μπορεί να είναι χαώδης, αλλά οι σχέσεις που τη διέπουν είναι σταθερές·  φαίνεται δε ότι παρουσιάζουν οργάνωση τέτοια ώστε να καθίσταται εύκολη η αποθήκευσή τους στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Αναλυτικότερα, η θεωρία αναγνωρίζει τέσσερις θεμελιώδεις αρχές του γλωσσικού φαινομένου:  τη φυσικότητα, τη συνεπαγωγικότητα, τη χρονικότητα και τη χαρακτηριστικότητα.  Στη συνέχεια αυτής της μελέτης, θα εξετάσουμε τις τέσσερις αυτές αρχές με όση λεπτομέρεια μας επιτρέπει ο χώρος στη διάθεσή μας.

 

2.  Και πρώτη η φυσικότητα.  Ως παράμετρος οργάνωσης της μεταβλητότητας μιας φυσικής γλώσσας, η φυσικότητα έχει δυναμικό και συσχετιστικό χαρακτήρα:  λιγότερο φυσικά στοιχεία τείνουν να μεταβάλλονται σε περισσότερο φυσικά ή να αντικαθίστανται από τέτοια.  Η φυσική αυτή διεργασία θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την εντροπία στη θερμοδυναμική:  τόσο στη φύση όσο και στη γλώσσα, ένα σύστημα που δεν ισορροπεί τείνει προς την ισορροπία, προς την ηρεμία, αρκεί να μη επέμβουν εξωτερικοί παράγοντες (1982:153).

Στη γλώσσα, οι εξωγενείς αυτοί παράγοντες έχουν κοινωνικο-επικοινωνιακό χαρακτήρα και προκαλούν παρά φύσιν (abnatural) ανακατατάξεις στο σύστημα.  Τέτοιου είδους φαινόμενα προκαλούνται από την επαφή διαφορετικών γλωσσών ή υποσυστημάτων της ίδιας γλώσσας, όταν δηλαδή ομιλητές διαφορετικών γλωσσικών ποικιλιών αναγκάζονται να συμβιώσουν.  Στο έτσι διαταραγμένο σύστημα, τίθεται σε λειτουργία η φυσική, νευροβιολογική διεργασία, η οποία επιφέρει διαδοχικές κατά φύσιν (connatural) μεταβολές με στόχο την αποκατάσταση της ισορροπίας.

Η φυσικότητα πηγάζει από την κατασκευή του εγκεφάλου μας και των άλλων οργάνων που συμμετέχουν στην παραγωγή ομιλίας.  'Ετσι, στο επίπεδο της φωνητικής/φωνολογίας - φωνητολογικό το ονομάζει ο Bailey, ο οποίος και εδώ μελετά την αναπτυξιακή διάσταση των σχετικών φαινομένων και επομένως απορρίπτει ως στατική την έννοια του φωνήματος (1981:57) - βάση της φυσικότητας αποτελεί η φυσιολογία των φωνητικών οργάνων.  Για παράδειγμα, το πρόσθιο μέρος της γλώσσας είναι πιο ευκίνητο από το οπίσθιο, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε πολύ εύκολα.  Επί πλέον, οι εντολές από τον εγκέφαλο φαίνεται ότι έρχονται σε δέσμες που αντιστοιχούν σε μία συλλαβή η κάθε μία.  Επομένως, σε μία συλλαβή του τύπου σύμφωνο + φωνήεν + σύμφωνο, είναι φυσικότερο να προφέρεται ο αφέτης, δηλαδή το προφωνηεντικό σύμφωνο, με την άκρη της γλώσσας ως αρθρωτή, και το μεταφωνηεντικό σύμφωνο με το οπίσθιο μέρος της γλώσσας, το οποίο, ως περισσότερο βραδυκίνητο, έχει στη διάθεσή του περισσότερο χρόνο για να λάβει την απαιτούμενη θέση.  'Ετσι, είναι πολύ πιο εύκολο να προφέρουμε πολλές φορές τον συνδυασμό τικ τακ χωρίς να μπερδευτεί η γλώσσα μας, παρά τον συνδυασμό κιτ κατ.

Πράγματι, οι γλωσσοδέτες βασίζονται στη παράβαση της αρχής της φυσικότητας.  Οι ίδιοι λόγοι εξηγούν και την τάση των μικρών κινεζόπουλων να προφέρουν /tuk/, 'κόκαλο', αντί για το ορθό /kut/, και των αγγλόφωνων παιδιών να προφέρουν /likle/ αντί για το ορθό /litl/, 'little'.  Η ίδια φυσικότερη προφορά της λέξης αυτής έχει υιοθετηθεί και από διάφορες κρεολές γλώσσες που αντλούν από την αγγλική.  Αλλά και όταν "μπερδεύεται" η γλώσσα μας, συχνά ακολουθεί φυσικότερους δρόμους στην προφορά διαφόρων λέξεων - διότι βεβαίως μία γλώσσα περιέχει φαινόμενα ποικίλου βαθμού φυσικότητας (Bailey 1981:48-9·  Falold 1990:259).

Επειδή η φυσικότητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και σε άλλες γλωσσολογικές θεωρίες, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι κατά την αναπτυξιακή θεωρία του Bailey η φυσικότητα δεν πρέπει να συγχέεται με τη συμπλοκότητα διαφόρων φαινομένων ούτε με τη συχνότητα εμφάνισής τους.  Για παράδειγμα, ο φθόγγος [s] είναι από τους δυσκολότερους ως προς την προφορά, σε πολλές όμως γλώσσες του κόσμου αποτελεί φυσικότερο σύμφωνο από άλλα απλούστερα (1982:152)·  όσο για τη συχνότητα ως βάση της φυσικότητας, ο Bailey μας υπενθυμίζει ότι αυτοί που εισάγουν μία μόδα είναι ελάχιστοι σε σχέση με το πλήθος που δεν έχει ακόμη, αλλά που πρόκειται, να υιοθετήσει αυτή τη μόδα:  σημασία δεν έχουν οι σχετικοί αριθμοί αλλά η δυναμική των πραγμάτων (1981:151).

Φυσικό επακόλουθο των ανωτέρω είναι ότι η αναπτυξιακή θεωρία δέχεται την ύπαρξη καθολικών γλωσσικών στοιχείων, όπως αυτά μορφώνονται από τη συσχετιστική αρχή της φυσικότητας της γλώσσας και όχι με άλλη δομή, είτε στατιστική, όπως προτείνει ο Greenberg, είτε στατική, δηλαδή μη συσχετιστική, μη δυναμική, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της γενετικής θεωρίας του Chomsky.

Εάν προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε τις ανωτέρω θέσεις του Bailey, θα πρέπει, νομίζω, να ομολογήσουμε ότι η αναζήτηση της φυσικότητας στη γλώσσα και των φυσικών καθολικών χαρακτηριστικών είναι θεμιτός στόχος, όταν μάλιστα όργανο της αναζήτησης αυτής είναι η παρατήρηση.  Επίσης, η συσχετιστική βάση την οποία προϋποθέτει ο Bailey για τη φυσικότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο ως προς τον αποκλειστικό χαρακτήρα τον οποίο της προσδίδει:  λογικά, κριτήριο φυσικότητας θα μπορούσε να είναι και άλλο, όχι δηλαδή, ή όχι μόνο, το τί αλλάζει σε τί, αλλά και το τί είναι τί, ή κάποιο άλλο κριτήριο.  Ο Bailey, βεβαίως, τεκμηριώνει την επιλογή του με εκτενή επιχειρηματολογία, την οποία δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε εδώ, είναι όμως φανερό ότι ο συσχετιστικός χαρακτήρας που αναγνωρίζει στη γλώσσα είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο πραγματοποιεί τις επί μέρους παρατηρήσεις του.  Φυσικό αποτέλεσμα είναι να ανακαλύπτει πάλι και πάλι συσχετισμούς που πείθουν για την ορθότητα της θεωρίας, αλλά να μη μπορεί να επισημάνει άλλες εκφάνσεις του φαινομένου της γλώσσας, τις οποίες δεν συλλαμβάνει το πρίσμα της συσχετιστικότητας.  Θα πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι η αναζήτηση της φυσικότητας και των καθολικών χαρακτηριστικών προϋποθέτει την αποδοχή μιας συγκεκριμένης γλώσσας ως σαφώς περιγεγραμμένου αντικειμένου, ως συστήματος μέσα στο οποίο ορισμένα στοιχεία συσχετίζονται κατά τρόπο περισσότερο φυσικό από άλλα.  Η θεώρηση όμως αυτή περί γλώσσας είναι σαφέστατα εξιδανικευτική των πραγμάτων αφού οι έννοιες "αγγλική γλώσσα" ή "ελληνική γλώσσα" έχουν απελπιστικά ασαφή περιγράμματα (Hudson 1980·  LePage & Tabouret-Keller 1985).  Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό αργότερα.

Ακριβώς αυτή την άποψη περί γλώσσας μοιράζεται η αναπτυξιακή θεωρία με τη γενετική του Chomsky, με τη διαφορά ότι η πρώτη βλέπει τη γλώσσα ως γίγνεσθαι ενώ η δεύτερη ως στατικό αντικείμενο.  Με τον μεταλλακτισμό του Labov, εξάλλου, ο Bailey συμφωνεί στο ότι η ποικιλότητα όχι απλώς υπάρχει αλλά και πρέπει να είναι αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας, ενώ όμως ο Bailey διαχωρίζει το κοινωνικά κανονικό από το φυσικό μέρος της ποικιλότητας και μελετά μόνο το δεύτερο, ο Labov αγνοεί το δεύτερο και μελετά τη στατιστική δομή του πρώτου.

Ο λόγος για τον οποίο ο Bailey αδιαφορεί για τη στατιστική δομή των γλωσσικών φαινομένων είναι επειδή ουδείς είναι σε θέση να δώσει ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα (1982:155):  "Πώς αποθηκεύονται τα στατιστικά φαινόμενα στον εγκέφαλο;"  'Ενας άλλος λόγος είναι, όπως είπαμε, ότι κάθε νέα μόδα έχει στην αρχή να επιδείξει μερικούς μόνο προσήλυτους, των οποίων όμως ο αριθμός αυξάνει συνεχώς.  Επομένως, αυτό που έχει σημασία είναι ποιό φαινόμενο παρουσιάζει αυξητικές τάσεις και ποιό όχι, ή όχι στον ίδιο βαθμό.  Παρ' όλα αυτά, πολλές μελέτες έχουν καταδείξει, χωρίς πάντως να εξηγούν το φαινόμενο2, ότι οι ομιλητές μιας γλώσσας έχουν αναμφισβήτητη αίσθηση του στατιστικού χαρακτήρα που παρουσιάζει η υφική αποδεκτότητα διαφόρων γλωσσικών στοιχείων εν χρήσει.  Για παράδειγμα (Ντάλτας 1985), ο αριθμός των υποκοριστικών που χρησιμοποιούνται σε διάφορες συζητήσεις ποικίλλει ανάλογα με τον βαθμό επισημότητας της περίστασης, και οι συμμετέχοντες συντονίζουν τη συχνότητα της παραγωγής τους προς τις, συχνά ανεπαίσθητες, διαφορές ως προς τον βαθμό επισημότητας, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν τις ατομικές τους διαφορές ο ένας από τον άλλο.  Όσο για την αυξητική ή τη φθίνουσα πορεία των διαφόρων φαινομένων, ο μόνος τρόπος να τη συλλάβουμε είναι συχνά μέσω της επαγωγικής διόπτρας, είτε ενεργούμε ως μελετητές είτε, το σπουδαιότερο, ως μέλη της κοινωνίας τα οποία αποφασίζουν καθημερινά αν θα συσχηματιστούν προς μία ορισμένη γλωσσική ή άλλη τάση, και σε ποιόν βαθμό3.  Πάντως, παρά τη θεωρητική στάση που παίρνει ο Bailey κατά της στατιστικής, αναγνωρίζει ότι στην πράξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή για την επισήμανση κατά φύσιν διεργασιών (1981:61).

Η έννοια της φυσικότητας συχνά κάθε άλλο παρά εύχρηστο εργαλείο αποτελεί.  Εξ ού και η απογοήτευση την οποία εκφράζει ο Stolz (1990:163) σε πρόσφατη παρουσίαση του Dressler (1987), διότι η (μορφολογική) φυσικότητα ορίζεται εκεί ex negativo και η επιχειρηματολογία των ερευνητών που συνεισφέρουν στον τόμο βασίζεται σε παραδείγματα συχνότητας, γλωσσικής οικονομίας ή στατιστικών ενδείξεων, κατά σαφέστατη παράβαση των θεμελιωδέστερων θέσεων της φυσικής μορφολογίας.  Βλέπε επίσης τις εξ ίσου αλυσιτελείς, από την άποψη της θεωρητικής καθαρότητας, προσπάθειες του Muhlhausler (1984:94) να ορίσει την έννοια της φυσικότητας βάσει του κόστους κατανόησης και παραγωγής.  Βεβαίως, όπως είπαμε, ο Bailey δεν αρνείται τη χρησιμότητα της στατιστικής ως ανακαλυπτικής διεργασίας, αυτό όμως που τον ενδιαφέρει είναι η συνεπαγωγικότητα των επισημαινομένων διατάξεων.  Εάν όμως η στατιστική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επισήμανση τόσο παρά φύσιν όσο και κατά φύσιν φαινομένων, τότε ο ερευνητής ξεκινάει την προσπάθειά του στη βάση του "βλέπουμε και κάνουμε", δηλαδή με την ελπίδα ότι, αν τύχει να συναντήσει ένα φυσικό φαινόμενο, θα το αναγνωρίσει, χωρίς όμως να έχει σαφή ιδέα για το τί ακριβώς ψάχνει να βρει.

Πρέπει τέλος να τονιστεί ότι η θεωρία περιορίζεται στη φωνητική/φωνολογία και, την τελευταία δεκαετία κυρίως, στη μορφολογία (Mayerthaler, Dressler, κ.ά.) χωρίς βεβαίως να λείπουν συγγενείς προτάσεις για την οργάνωση του συντακτικού (Ross) και του σημασιολογικού μέρους της γλώσσας (G. Lakoff και άλλοι εργαζόμενοι στο πλαίσιο της γνωστικής γλωσσολογίας).  Λόγω, επίσης, του εμπειρικού χαρακτήρα της θεωρίας (αναδίφηση στα δεδομένα φυσικών γλωσσών και όχι ομφαλοσκόπηση σε μία γλώσσα μόνο), ο Bailey αναγκάζεται να κάνει έκκληση στους γλωσσολόγους να στρέψουν τις προσπάθειές τους προς την επισήμανση αναπτυξιακών φαινομένων.  Αναγκάζεται επίσης να ομολογεί πάλι και πάλι, προς τιμήν του βεβαίως, ότι δεν γνωρίζει τις αιτίες ορισμένων γλωσσικών φαινομένων.  Προς το παρόν λοιπόν, ο όγκος των προσφερομένων λύσεων είναι μικρός και ανισομερώς κατανεμημένος στα διάφορα επίπεδα της γλώσσας.  Μετά από είκοσι χρόνια συνεχούς ανάπτυξης της θεωρίας, είμαστε επομένως αναγκασμένοι να συμπεράνουμε ότι μοιάζει αυτή με κλειδί που μας υποχρεώνει να ψάξουμε να βρούμε τις πόρτες τις οποίες είναι σε θέση να ανοίξει και οι οποίες φαίνεται επί πλέον να είναι ασύγκριτα λιγότερες από αυτές που απαιτούν άλλο, άγνωστο προς το παρόν, κλειδί.

 

3.  Η δεύτερη αρχή την οποία αναγνωρίζει ο Bailey στη γλώσσα είναι η συνεπαγωγικότητα:  οι ενδογλωσσικά προκαλούμενες, κατά φύσιν, μεταβολές δεν πραγματοποιούνται κατά τρόπο χαώδη αλλά διαδίδονται με μορφή κυμάτων.  Εάν λοιπόν ένα στοιχείο ψ αντικαθιστά ένα παλαιότερο στοιχείο χ στα περιβάλλοντα Α-, Β-, Γ-, Δ- του κατωτέρω πίνακα, η αντικατάσταση αυτή δεν θα συμβεί σε όλα τα περιβάλλοντα ταυτόχρονα, αλλά θα ακολουθήσει μία ορισμένη σειρά:  πρώτα στο Α-, μετά στο Β-, κ.ο.κ.  Αυτό σημαίνει ότι εάν στην ιδιόλεκτο ενός μέλους της κοινότητας η οποία διαθέτει τον κανόνα παρατηρήσουμε ότι το ψ έχει αντικαταστήσει το χ στο περιβάλλον Β-, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η αντικατάσταση αυτή έχει πραγματοποιηθεί και στο περιβάλλον Α-, αλλά τέτοια πρόβλεψη δεν μπορούμε να κάνουμε για τα περιβάλλοντα Γ- και Δ-:  θα πρέπει να διαπιστώσουμε μέσω της παρατήρησης εάν η μεταβολή έχει μεταδοθεί και στο Γ- και, στη συνέχεια, στο Δ-.  Εάν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της θεωρίας, θα πούμε ότι η παρουσία του ψ στο περιβάλλον Β- συνεπάγεται και την παρουσία του στο Α-, η παρουσία του στο Γ- συνεπάγεται την παρουσία του στο Β- και στο Α-, κ.ο.κ., αλλά η εξαγωγή συνεπαγωγικών συμπερασμάτων προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν ισχύει4.

 

 

 

 

Περιβάλλοντα

Λέκτοι

Δ --

Γ --

B --

A --

Λ1

χ

χ

χ

χ

Λ2

χ

χ

χ

ψ

Λ3

χ

χ

ψ

ψ

Λ4

χ

ψ

ψ

ψ

Λ5

ψ

ψ

ψ

ψ

 

Πίνακας:   Συνεπαγωγική αντικατάσταση ενός γλωσσικού στοιχείου, χ,

                        από ένα άλλο, ψ, σε τέσσερα γλωσσικά περιβάλλοντα.

 

Ο κανόνας μεταβλητότητας, λοιπόν, που μεταγράφει το χ σε ψ, λόγω της συνεπαγωγικής διάρθρωσης των περιβαλλόντων Α-, Β-, Γ-, και Δ-, ορίζει πέντε λέκτους ή προϊόντα.  Το γεγονός αυτό είναι καθαρά γλωσσικό και ως τέτοιο ενδιαφέρει τον γλωσσολόγο.  Από εκεί και πέρα, πώς ακριβώς θα κατανεμηθούν αυτές οι λέκτοι στην κοινωνία, πώς θα συσχετιστούν με κοινωνικούς παράγοντες όπως το ύφος, ή κοινωνική τάξη, η ηλικία, το φύλο ή η γεωγραφική προέλευση του ομιλητή, δεν έχει σημασία για τη γλωσσολογία:  είναι απλώς θέμα "κοινωνικής λειτουργίας".

Οι λέκτοι που ορίζονται από τους διαφόρους κανόνες μεταβλητότητας συνιστούν ισολεκτικές δέσμες, δηλαδή γλωσσικές ποικιλίες με συνεπαγωγική διάταξη.  Κατά τον Bailey, μία φυσική γλώσσα δεν είναι παρά ένα πολυλεκτικό σύνολο από συνεπαγωγικά διατεταγμένες γραμματικές.  Η συνεπαγωγικότητα της γλωσσικής οργάνωσης, όπως ήδη αναφέραμε, φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στις αποθηκευτικές ικανότητες του εγκεφάλου, και αυτό ακριβώς, τονίζει ο Bailey, εξηγεί πώς μπορεί ο άνθρωπος να μάθει μία φυσική γλώσσα παρ' όλη την ποικιλότητα που παρουσιάζει αυτή.

Ας σημειωθεί ακόμη ότι, σύμφωνα με το αναπτυξιακό γλωσσικό υπόδειγμα, είναι θεωρητικά αναγκαίο η διάδοση μιας μεταβολής να είναι γραμμική και μονής κατευθύνσεως.  Με άλλα λόγια, implicans και implicandum σχετίζονται κατά τρόπο ασύμμετρο.  Η άποψη αυτή, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της αρχής της συνεπαγωγικότητας, μπορεί να είναι θεωρητικά απαραίτητη στο πλαίσιο του αναπτυξιακού υποδείγματος και μπορεί να έχουν επισημανθεί πολλές περιπτώσεις που την επιβεβαιώνουν.  Το αντίθετο φαινόμενο, όμως, των απροσδόκητων μεταβολών προς όλες τις ενδογλωσσικές κατευθύνσεις είναι τόσο διαδεδομένο ώστε είναι αδύνατο να αγνοηθεί5.  Κατά τον κρεολιστή Robert LePage, η εκάστοτε κατεύθυνση προς την οποία τρέπεται το γλωσσικό σύστημα οφείλεται στις διαπραγματεύσεις που διεξάγουν τα μέλη μιας κοινωνίας μεταξύ τους και τις επιλογές στις οποίες καταλήγουν προκειμένου να σηματοδοτήσουν την ταύτισή τους με τη μία ή την άλλη ομάδα ή την απόσχισή τους από μία τρίτη (LePage & Tabouret-Keller 1985).  Αυτό που περιγράφει ο LePage, λοιπόν, είναι ένα πολυδιάστατο κοινωνιογλωσσικό σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε και όπου οι μεταβολές έχουν ως πηγή τους το άτομο, το μέλος της κοινωνίας, το οποίο διαπραγματεύεται συνεχώς τη θέση του και επεκτείνει ή μεταβάλλει κανόνες για να καθορίσει συμβολικά την ταυτότητά του σε σχέση προς διάφορες περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικές έννοιες που έχει συνθέσει για διάφορα κοινωνικά υποδείγματα.  Και βέβαια, ο Bailey θα απαντούσε ότι όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα αλλά εμπίπτουν στο κοινωνικά κανονικό, όχι στο γλωσσικά φυσικό.  Αλλά και ο LePage θα μπορούσε να αντιτείνει ότι εάν η γραμματική μιας γλώσσας είναι προϊόν διαπραγμάτευσης και ταυτιστικών ενεργημάτων, τότε δεν έχουμε ακόμη κατορθώσει να επινοήσουμε θεωρία κατάλληλη να χειριστεί αυτού του είδους τη γραμματική.  Και ότι αυτό ισχύει και για την αναπτυξιακή γλωσσική θεωρία (op.cit.:205).

Πράγματι, και ειδικότερα για την έννοια της ισολέκτου, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η πρότασή της αποτελεί λογικό άλμα.  Διότι ενώ είναι δυνατό να καταδειχθεί η συνεπαγωγική/χρονική σχέση ανάμεσα στα επί μέρους προϊόντα, δηλαδη τις λέκτους, ενός κανόνα, δεν υπάρχει ενδογλωσσικός τρόπος να συσχετισθούν οι λέκτοι αυτού του κανόνα προς τις λέκτους άλλων κανόνων:  για να αποφασισθεί ότι η λέκτος α ενός κανόνα "πάει" (για να θυμηθούμε το κριτήριο του Bickerton για την ανάλυση της ποικιλότητας) με τη λέκτο ε ενός άλλου, τη λέκτο ζ ενός τρίτου, κ.ο.κ., θα πρέπει να καταφύγουμε σε εξωγλωσσικά κριτήρια, δηλαδή να ελέγξουμε, και μάλιστα σε στατιστική βάση, την κατανομή των λέκτων αυτών στην παραγωγή συγκεκριμένων ομιλητών.  Διότι θεωρητικά μεν ίσως υπάρχει κατά φύσιν σχέση ανάμεσα σε ένα συγκεκριμένο στάδιο στην εξέλιξη της προφοράς ενός φθόγγου και σε κάποιο από τα στάδια ανάπτυξης ενός μορφολογικού, συντακτικού ή σημασιολογικού φαινομένου, η σχέση όμως αυτή σπάνια είναι προσιτή στον ερευνητή σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης της αναπτυξιακής θεωρίας.

Η απλή συνεμφάνιση δύο λέκτων από διαφορετικούς κανόνες στην ομιλία ενός ανθρώπου με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι οι λέκτοι αυτοί συνδέονται κατά φύσιν στο πλαίσιο της αυτής ισολέκτου:  εάν ήταν έτσι, τότε μόνο κατά φύσιν σχέσεις θα περιλαμβάνονταν σε μία ισόλεκτο, ενώ η θεωρία προβλέπει την αρμονική συνύπαρξή τους με παρά φύσιν διεργασίες.  Εάν, όμως, δεν μπορούν να ορισθούν ισόλεκτοι κατά φυσικό τρόπο, ούτε να διαταχθούν συνεπαγωγικά (βλ. σημ. 5), τότε είναι σαφές ότι καταπίπτει ολόκληρο το συνεπαγωγικό οικοδόμημα.  Το πρόβλημα αυτό έχει επισημάνει εν μέρει ο εισηγητής των συνεπαγωγικών κλιμάκων D. DeCamp.  Εν τούτοις, ο Bailey (1987:279) επιμένει ότι το πρόβλημα είναι ανύπαρκτο, χωρίς όμως, εξ όσων γνωρίζω, να παρουσιάζει (πειστικά) επιχειρήματα προς τούτο, άλλα από τη σύμφωνη γνώμη του Bickerton.

Aς σημειωθεί, τέλος, ότι ο Bailey αναγνωρίζει, μαζί με πολλούς άλλους γλωσσολόγους, ότι όλες οι γλώσσες παρουσιάζουν διαρροές (1987:288, σημ.12) αλλά δεν εξηγεί πώς εντάσσεται αυτό το χαρακτηριστικό των γλωσσών στο αναπτυξιακό του γλωσσικό υπόδειγμα, πώς δηλαδή είναι δυνατό μία συνεπαγωγική κλίμακα να έχει σκαλοπάτια εκτός σειράς χωρίς να υπάρχει παρά φύσιν αιτία προς τούτο, παρά μόνο στατιστική έκφανση της εξαίρεσης αυτής (βλ. και σημ. 5).  Είναι βεβαίως προφανής ο κίνδυνος, οποιαδήποτε μεταβολή δεν έχει την προβλεπόμενη συνεπαγωγική μορφή να αποδίδεται σε παρά φύσιν επεμβάσεις, πράγμα που θα υποβίβαζε την έννοια των παρά φύσιν μεταβολών σε δοχείο απορριμμάτων του αυτού τύπου με τα δεύτερα μέλη των παλαιότερων αντιθέσεων γλώσσα-ομιλία και γλωσσική ικανότητα-τέλεση.  Εδώ μόνο η εντιμότητα και η οξυδέρκεια του ερευνητή (παράλληλα βέβαια με την κριτική των συναδέλφων του γλωσσολόγων) αποτελεί εξασφάλιση, και ο Bailey, όπως ήδη αναφέραμε, δεν διστάζει να επισημαίνει γλωσσικά φαινόμενα τα οποία δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει.  Για παράδειγμα, το άρθρο του του 1985 βρίθει από τέτοιες επισημάνσεις.

 

4.  Η τρίτη αρχή που διέπει τη διαμόρφωση της γλώσσας είναι η χρονικότητα.  Οι διαφορές από ένα περιβάλλον ενός κανόνα σε άλλο περιβάλλον, από ένα στοιχείο σε άλλο στοιχείο που αντικαθιστά το πρώτο, από μία ισόλεκτο σε άλλη ισόλεκτο, δεν είναι στατικές διαφορές, αλλά δυναμικές, είναι δηλαδή διαφορές εν χρόνω.  Η χρονικότητα διέπει όλη τη γραμματική, εφόσον η γραμματική δεν είναι παρά τα κύματα τα οποία αποτελούνται από τις διάφορες ισολέκτους και τα οποία βρίσκονται σε συνεχή κίνηση εν χρόνω.  "Οι φθόγγοι (μιας γλώσσας), οι κατηγορίες (της γραμματικής) και οι συντακτικές δομές αναπτύσσονται συνεπαγωγικώς, και αυτές οι συνεπαγωγικές αναπτυξιακές σχέσεις δημιουργούνται από χρονικές διαφορές." (1987:270).  Ο χρονικός παράγοντας μπορεί να έχει τόσο καθαρά λογική, βιονευρολογική έννοια, όσο και κοινωνικο-επικοινωνιακή·  πάντοτε όμως διαμορφώνεται η έννοια αυτή με βάση τη διαδοχή και όχι με βάση το ρολόι (1987:283,287).

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μία από τις βασικότερες διακρίσεις της γλωσσολογίας του 20ού αιώνα, η διάκριση μεταξύ συγχρονικής και διαχρονικής μελέτης της γλώσσας, καθίσταται άκυρη στο πλαίσιο της αναπτυξιακής θεωρίας.  "Αυτό που συμβαίνει τώρα", λέει χαρακτηριστικά ο Bailey (1982:157), "αποτελεί εξίσου μέρος της ιστορίας όσο και αυτό που συνέβη στο παρελθόν."

Μία άλλη σεβάσμια διάκριση που καταργείται, ή μάλλον αναδιαρθρώνεται βάσει της αρχής της χρονικότητας στο πλαίσιο της αναπτυξιακής θεωρίας, είναι η διάκριση μεταξύ γλωσσικής ικανότητας και γλωσσικής τέλεσης:  ο χρόνος, ο οποίος αποτελεί παραδοσιακά μέρος του περιεχομένου της τέλεσης, μαζί με άλλους εξωγλωσσικούς παράγοντες όπως η κοινωνική τάξη ή το φύλο, μεταφέρεται τώρα στη γλωσσική ικανότητα, και αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη θεωρία του Chomsky και αυτή του Bailey.  Με αντίστοιχο τρόπο ρυθμίζεται και η διαφορά μεταξύ Bailey και Labov:  από όλους τους παράγοντες που λαμβάνει υπόψιν του ο Labov, ο Bailey κρατά μόνο τον χρόνο και απορρίπτει τους υπόλοιπους.  Και αντί για την παλαιά διάκριση ικανότητας-τέλεσης, έχουμε τώρα κατά φύσιν και παρά φύσιν ανάπτυξη.

Η αρχή της χρονικότητας είναι συναρπαστική στην απλότητά της.  Ο οξυδερκής γλωσσολόγος όμως δεν μπορεί να στρέψει τα νώτα στο κραυγαλέο γεγονός ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στην ταχύτητα με την οποία μεταβάλλονται διάφορα στοιχεία της γλώσσας.  Κανόνες επιταχύνουν, επιβραδύνουν, παγώνουν ή και αντιστρέφουν την ανάπτυξή τους.  Με άλλη ταχύτητα τρέχει ο χρόνος στην επιφάνεια της γλώσσας και με άλλη στο βάθος, και είναι χαρακτηριστική η αναγκαστική προσκόλληση των κοινωνιογλωσσολόγων αλλά και των θιασωτών της αναπτυξιακής θεωρίας στην επιφάνεια της γλώσσας, στη φωνητική/φωνολογία ή τη μορφολογία, και η αδυναμία τους να καταδυθούν σε μεγαλύτερο δομικό βάθος.  Και εδώ ουσιαστικά υπερτερεί ο Chomsky, εφόσον με βαθυσκάφος τη διαίσθηση μπορεί να ανεβοκατεβαίνει από την επιφάνεια στο δομικό βάθος της γλώσσας - αφού βέβαια φρόντισε πρώτα να την καταστήσει κλειστό, ελεγχόμενο και 'ασφαλές' σύστημα.  Ενώ οι κοινωνιογλωσσολόγοι, που έχουν να παλαίψουν συνεχώς με τέρατα όπως ο χρόνος, η στοχαστικότητα των ανθρώπινων ενεργειών ή κοινωνική διαστρωμάτωση, μόλις κατορθώνουν να παραμείνουν σε πλεύση.  Επίσης, είναι γνωστό το ακανθώδες της έννοιας του χρόνου από φιλοσοφική άποψη (Parret 1985).  Στο πλαίσιο της αναπτυξιακής θεωρίας, όμως, το πρόβλημα εξορκίζεται:  η χρονικότητα ορίζεται, όπως είπαμε, ως συνεπαγωγική διαδοχικότητα.  'Ετσι όμως, ο χρόνος, όπως διαμορφώνεται η έννοια αυτή με βάση το ρολόι ή το ημερολόγιο, ούτε απαραίτητος είναι για τη θεωρία αλλά ούτε και αποκλείεται από αυτήν.  Αποτέλεσμα είναι άλλοι κανόνες να παρουσιάζουν σαφή χρονική κατανομή και άλλοι να είναι άχρονοι, χωρίς αυτή η διαφορά να είναι "ορατή" από τη θεωρία.  Παρ' όλα αυτά, ο Bailey αποδίδει τεράστια σημασία στη χρονικότητα.  Μάλιστα, τελειώνει ένα άρθρο του (1981:63) σε τόνο προφητικό/ηρωϊκό, θα λέγαμε, ως εξής: 

 

"Η άχρονη γλωσσολογία δεν θα αποδειχθεί άχρονη·  η έγχρονη γλωσσολογία είναι άχρονη! 

Eppur si muove!"

 

5.  H τέταρτη αρχή γλωσσικής οργάνωσης είναι κατά τον Bailey η χαρακτηριστικότητα.  Η συνεπαγωγική κινητικότητα που παρουσιάζουν τα διάφορα γλωσσικά στοιχεία εν χρόνω έχει άμεση σχέση με τον βαθμό χαρακτηρισμού τους, αν δηλαδή είναι χαρακτηρισμένα, υπερχαρακτηρισμένα ή αχαρακτήριστα.  Η χαρακτηριστικότητα δεν είναι δυαδική ή τριαδική κατηγορία στο πλαίσιο της αναπτυξιακής θεωρίας αλλά αποτελεί συσχετιστικό συνεχές:  ένα στοιχείο είναι περισσότερο ή λιγότερο χαρακτηρισμένο από ένα άλλο.  'Ετσι, για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως, το ψ αντικαθιστά το χ στα διαδοχικά περιβάλλοντα του ανωτέρω πίνακα, όχι κατά σειρά η οποία επιβάλλεται ad hoc για την εξυπηρέτηση της αρχής της συνεπαγωγικότητας, αλλά επειδή το περιβάλλον Α- είναι πιο χαρακτηρισμένο από το Β-, το Β- από το Γ-, και το Γ- από το Δ-.  Με άλλα λόγια, η αρχή της χαρακτηριστικότητας συμπληρώνει και δίνει περιεχόμενο στην αρχή της φυσικότητας:  είναι φυσικό μία μεταβολή να αρχίζει στο πιο χαρακτηρισμένο, δηλαδή στο προσφορότερο ή ωριμότερο για αλλαγή περιβάλλον·  και είναι φυσικό η πραγματοποίηση της μεταβολής σε ένα περιβάλλον μιας λέκτου να συνεπάγεται και την προηγούμενη πραγματοποίησή της σε όλα τα πιο χαρακτηρισμένα από αυτό περιβάλλοντα, καθώς και τη μη εισέτι πραγματοποίησή της σε όλα τα λιγότερο χαρακτηρισμένα περιβάλλοντα.

Η διάδοση μιας μεταβολής σε μία σειρά περιβαλλόντων έχει ως αποτέλεσμα τον αποχαρακτηρισμό των περιβαλλόντων και την ισορροπία του συστήματος:  για την εισαγωγή του νέου στοιχείου στη σειρά των περιβαλλόντων, κάποιο από αυτά πρέπει να είναι αρκετά χαρακτηρισμένο για να ασκήσει αρκετή έλξη στο στοιχείο αυτό και να θέσει τη μεταβολή σε κίνηση·  στη συνέχεια, το δεύτερο σε φορτίο χαρακτηρισμού περιβάλλον μπορεί να τραβήξει προς το μέρος του το ήδη "κινούμενο" νέο στοιχείο, και ούτω καθεξής, μέχρι να φθάσει το νέο στοιχείο και στο τελευταίο σε χαρακτηρισμό περιβάλλον, το οποίο λόγω της αδράνειας, αν επιτρέπεται η μεταφορική αυτή διατύπωση, μπορεί και αυτό να ελκύσει προς το μέρος του το ήδη κινούμενο νέο στοιχείο, παρ' όλο που η δύναμή του είναι μικρή6.  Όταν όμως φθάσει η μεταβολή και στο λιγότερο χαρακτηρισμένο περιβάλλον, τότε τα περιβάλλοντα έχουν εξισωθεί, εφόσον έχουν όλα δεχθεί τώρα το νέο στοιχείο.  Με άλλα λόγια, και η αρχή της χαρακτηριστικότητας έχει συσχετιστικό χαρακτήρα:  μία σειρά περιβαλλόντων διαφέρουν ως προς τον βαθμό χαρακτηρισμού όχι απολύτως αλλά σε σχέση προς την κίνηση ενός συγκεκριμένου στοιχείου.

Από τα ανωτέρω, θα έβγαζε κανείς το συμπέρασμα ότι μία γλώσσα θα πρέπει αργά ή γρήγορα να ηρεμήσει, δηλαδή να παύσει να μεταβάλλεται, και να χάσει κάθε άλλου είδους ποικιλότητα:  "Οι χαρακτηρισμένες τιμές," λέει ο Bailey (1982:153), "είναι δυναμικές με τάση προς τη μεταβολή·  οι αχαρακτήριστες τιμές είναι εντροπικές καταστάσεις ηρεμίας."  Κάποια στιγμή, όλες οι μεταβολές που βρίσκονται σε εξέλιξη θα φθάσουν και στα λιγότερο χαρακτηρισμένα περιβάλλοντά τους και θα επέλθει ακινησία.  Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, για τους εξής δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος είναι ενδογλωσσικός.  Ο αποχαρακτηρισμός σε ένα υψηλότερο δομικό επίπεδο μπορεί να προκαλέσει τον αναχαρακτηρισμό σε χαμηλότερο επίπεδο.  Μερικά παραδείγματα που παραθέτει ο Bailey (1982:154) έχουν σχέση με τον αποχαρακτηρισμό που συντελείται κατά την πορεία μιας γλώσσας από την παρά φύσιν αναλυτικότητα στην κατά φύσιν συνθετικότητα (θα επανέλθουμε σε αυτή τη διάκριση):  "...η κατά φύσιν σύνθεση καταλήγει σε αφύσικες δέσμες φωνητολογικών χαρακτηριστικών" - πρόκειται για συσχετιστική έννοια της αναπτυξιακής φωνολογίας, η οποία διακρίνεται σαφώς από τις φωνολογίες που στηρίζονται στο στατικό φώνημα (1981:57) - "(όπως στις ινδιάνικες γλώσσες των βορειοδυτικών περιοχών της Βορείου Αμερικής, καθώς και στη νοτιοαφρικανική γλώσσα Κοϊσάν), σε σύνθετα και αφύσικα συγγενολόγια, και σε σύνθετες και αφύσικες κλιτικές και παραγωγικές μορφολογίες (συγκρίνατε την πληθώρα γενών και ταξινεμητών σε μερικές γλώσσες και τις ολοφραστικές αναπτύξεις που απαντούν σε μερικές αμερινδικές γλώσσες)".  Φαίνεται, λοιπόν, ότι για καθαρά ενδογλωσσικούς, κατά φύσιν, λόγους, ο αποχαρακτηρισμός ενός μέρους του συστήματος ενδέχεται να προκαλεί τον αναχαρακτηρισμό κάποιου άλλου μέρους σε κατώτερο δομικό επίπεδο, και η διεργασία αρχίζει από την αρχή.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο μία γλώσσα ουδέποτε αποχαρακτηρίζεται πλήρως είναι οι έξωθεν παρά φύσιν κοινωνικο-επικοινωνιακές επεμβάσεις που συμβαίνουν όταν η γλώσσα αυτή έλθει σε επαφή με μία άλλη γλώσσα.  'Ετσι, λέει ο Bailey (1982:154), "όταν η γερμανική δανείστηκε το γλωττιδικό R από τη γαλλική (το οποίο είναι φυσικός φθόγγος σε μία γλώσσα με έρρινα φωνήεντα όπως είναι η γαλλική), αυτό οδήγησε στην ανατροπή της φυσικής διάταξης σύμφωνα με την οποία το γλωττιδικό R συνεπάγεται έρρινα φωνήεντα".  Από τη στιγμή που η παρά φύσιν αυτή κατάσταση έχει ανακύψει στη γλώσσα, τίθεται σε λειτουργία η κατά φύσιν διαδικασία αποχαρακτηρισμού, η οποία ή θα αποκαταστήσει το implicandum, το στοιχείο το οποίο συνεπάγεται η παρουσία του γλωττιδικού R, δηλαδή τα έρρινα φωνήεντα, ή θα μεταβάλει ή θα εξαφανίσει το ίδιο το R, ανάλογα με το ποια λύση θα προκαλέσει τη μικρότερη αναταραχή."  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προβλέπει ο Bailey, το R θα χαθεί, τουλάχιστον από μερικά περιβάλλοντα.

Από τα ανωτέρω καθίσταται φανερό ότι οι παρά φύσιν μεταβολές δεν είναι αδιάφορες για την αναπτυξιακή θεωρία, εφόσον εισάγουν στο σύστημα πηγές χαρακτηρισμού.  Τη στάση αυτή προς τους εξωγλωσσικούς παράγοντες ενδογλωσσικών μεταβολών θα τηρούσε και η λειτουργική θεωρία του Martinet, ο Bailey (1982:154) όμως προχωρεί πάρα πέρα και εκφράζει την πεποίθηση ότι η φυσικότητα της γλώσσας εξαρτάται τόσο από κατά φύσιν όσο και παρά φύσιν εξελίξεις:  "Η φυσικότητα απαιτεί την ισορροπία της παρά φύσιν ανάλυσης με την κατά φύσιν σύνθεση" και "οι παρά φύσιν μεταβολές μπορούν επίσης να συνεισφέρουν στην αποκατάσταση μιας φυσικής διάταξης".  'Ετσι, για να επιστρέψουμε στις αμερινδικές γλώσσες, τις αφύσικες διατάξεις που έχουν αναφυεί σε αυτές από την κατά φύσιν διεργασία αποχαρακτηρισμού τους τις "γιατρεύουν" οι παρά φύσιν μεταβολές τις οποίες προκαλούν οι επαφές με άλλες γλώσσες και ο εκκρεολισμός (1982:154).  Βλέπουμε εδώ λοιπόν ότι η σημασία που αποδίδεται στις παρά φύσιν μεταβολές είναι τεράστια.  Ο συσχετισμός όμως αυτών των μεταβολών με καθαρά κοινωνικούς παράγοντες όπως είναι η τάξη ή το φύλο διατηρείται αποφασιστικά εκτός των ενδιαφερόντων της αναπτυξιακής θεωρίας.

Παρά την εξαιρετικά περιληπτική παρουσίαση της θεωρίας της χαρακτηριστικότητας του Bailey που επιχειρείται εδώ, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να τονίσουμε την σπουδαιότητα που έχει αυτή για μία γενική θεωρία περί γλώσσας.  Ο ίδιος ο Bailey (1982:152) θεωρεί "πρωτόγονες" παλαιότερες μορφές της θεωρίας όπως αυτές έχουν διατυπωθεί από τη Σχολή της Πράγας και, πιο πρόσφατα, από τους Chomsky και Halle.  Θα πρέπει να τονιστεί ότι η βάση της θεωρίας είναι εμπειρική και όχι νοησιαρχική, δηλαδή έχει σχέση με το τί μεταβάλλεται σε τί σε συγκεκριμένες γλώσσες του κόσμου, και δεν εξαρτάται από τη συμπλοκότητα που φαίνεται να παρουσιάζουν ορισμένα φαινόμενα στα μάτια του μελετητή·  είναι συσχετιστική και όχι απόλυτη, και απαιτεί γλωσσολογική δουλειά στην πρώτη γραμμή και όχι στα μετόπισθεν.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η χαρακτηριστικότητα είναι φυσική ιδιότητα μιας γλώσσας για τον Bailey, και ούτε θα μπορούσε να είναι αλλιώς.  Αλλά, όπως ήδη τονίσαμε ενωρίτερα όταν παρουσιάζαμε την αρχή της φυσικότητας, έχουμε εδώ ένα μεθοδολογικό παράδοξο:  η διεργασία αποχαρακτηρισμού-αναχαρακτηρισμού σε μία γλώσσα έχει ως στόχο τη διατήρηση της φυσικότητας της γλώσσας αυτής.  Η επαφή της γλώσσας αυτής όμως με άλλες γλώσσες, οι οποίες έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι έχουν φροντίσει, μέσω της ίδιας διεργασίας, να διατηρήσουν τη φυσικότητά τους σε επαρκή βαθμό, εισάγει στην πρώτη γλώσσα νέα στοιχεία που αποτελούν πηγές χαρακτηρισμού, δηλαδή μικρότερης φυσικότητας.  Το ερώτημα είναι, πώς γίνεται από τον συνδυασμό δύο φυσικοτήτων να προκύπτει αφυσικότητα;  Και πώς μπορούμε να μιλάμε για φυσικότητα με καθολικές φιλοδοξίες όταν η κάθε γλώσσα έχει κάνει, ώς ένα βαθμό τουλάχιστον, τις δικές της επιλογές φυσικότητας;  Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολο να απαντηθούν, και μάλιστα όχι όταν γνωρίζουμε μεν από την παρατήρηση τις "φυσικές" επιλογές των διαφόρων γλωσσών αλλά αγνοούμε γιατί έγιναν αυτές και όχι άλλες, εξίσου φυσικές, ή, πολύ συχνά, γιατί είναι φυσικές·  ούτε όταν οι διάφορες γλώσσες θεωρούνται σαφώς περιγεγραμμένα αντικείμενα:  διότι, παρά τη συνεπαγωγική δυναμικότητα που η αναπτυξιακή θεωρία αναγνωρίζει στις γλώσσες, βλέπει την κάθε μία ως κλειστό σύστημα μέσα στο οποίο υπάρχει συνεχής κίνηση λόγω της λειτουργίας της χαρακτηριστικότητας.  Η φυσικότητα όμως της μιας γλώσσας δεν είναι ίδια με τη φυσικότητα της άλλης, και για τον λόγο αυτό, όταν έχουμε διαρροές από τη μία γλώσσα στην άλλη έχουμε και λιγότερη φυσικότητα7.  Είναι σαν να μειώνεται η φυσικότητα σε ένα δοχείο νερό επειδή υπήρξε διαρροή σε αυτό από ένα διπλανό δοχείο που επίσης περιέχει νερό8.

Παρ' όλα αυτά, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η σχέση των επί μέρους γλωσσών προς το ευρύτερο φαινόμενο της γλώσσας παραμένει αδιευκρίνιστη, και προς το παρόν οι διάφορες γλωσσολογικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένης της αναπτυξιακής, κάνουν απλώς "ό,τι μπορούν" - και αυτή η δραστηριότητα βέβαια δεν περιορίζεται στη γλωσσολογία.  Αν θέλαμε όμως να αξιολογήσουμε την αρχή της χαρακτηριστικότητας, θα λέγαμε, νομίζω, ότι ως όργανο μελέτης της γλώσσας είναι πολύτιμο, αλλά ότι η αξία του είναι σχετική και υπό κρίσιν.

 

 

6.  Συμπερασματικά, στον χώρο της κοινωνιογλωσσολογίας υπάρχουν αυτή τη στιγμή δύο θεωρίες, οι οποίες φιλοδοξούν να είναι γενικές θεωρίες περί γλώσσας:  η αναπτυξιακή θεωρία του Bailey, και η λειτουργική του Halliday.  Ο Labov φαίνεται ότι έχει εγκαταλείψει την ιδέα της σύνθεσης μιας ολοκληρωμένης θεωρίας και, ακόμη περισσότερο, μιας θεωρίας που αποτελεί συμπλήρωμα της γενετικής-μετασχηματιστικής θεωρίας.  Ο LePage, όπως ήδη αναφέραμε, δεν πιστεύει καν ότι είναι δυνατή αυτή τη στιγμή μια γενική θεωρία περί γλώσσας η οποία θα χαρακτηρίζει τη γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου εν κοινωνία.  Βέβαια, η ερευνητική δραστηριότητα στον ευρύτερο χώρο της κοινωνιογλωσσολογίας είναι θυελλώδης, δεν είναι τυχαίο όμως ότι η δραστηριότητα αυτή έχει περισσότερο τον χαρακτήρα της συλλογής στοιχείων παρά της κατασκευής γενικών θεωριών με την τσόμσκεια έννοια, δηλαδή γραμματικών.  Ούτε είναι τυχαίο ότι η δραστηριότητα αυτή περιορίζεται συνήθως στην επιφάνεια της γλώσσας, πράγμα που πρέπει να σημαίνει ότι η κοινωνιογλωσσολογία αδυνατεί αυτή τη στιγμή να προχωρήσει σε μεγαλύτερο δομικό βάθος.  Από αυτή την άποψη, οφείλουμε να ακούσουμε με προσοχή την πρόταση του Bailey για μία γενική θεωρία για τη γλώσσα ως γενικό φαινόμενο.  Μία θεωρία όμως είναι επιτυχημένη εάν, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, φαίνεται να λύνει το σύνολο σχεδόν των προβλημάτων που έχουν εντοπιστεί κατά τον χρόνο της εμφάνισής της (αργότερα θα φανούν οι αναπόφευκτες πρώτες εξαιρέσεις, και γρήγορα θα πολλαπλασιαστούν, ενώ η ίδια η θεωρία θα δημιουργήσει προβλήματα που δεν θα υπήρχαν χωρίς αυτή).  Στην περίπτωση της αναπτυξιακής θεωρίας όμως, δεν βλέπουμε αυτή τη μαζική επίλυση προβλημάτων, και μάλλον διαπιστώνουμε ότι οι αναπτυξιακοί ψάχνουν να βρουν προβλήματα που να μπορεί να τα λύσει η θεωρία τους, χωρίς να μας λένε, παρά μόνο σε περιπτωσιολογική βάση, πόσα και ποιά είναι αυτά που δεν μπορεί να λύσει.  Μία επιστημολογικά αξιόπιστη θεωρία όμως θα έκανε ακριβώς το αντίθετο:  αντί να ψάχνει για μερικά ακόμη από τα προβλήματα που λύνονται, θα προσπαθούσε να επισημάνει εκείνα που δεν λύνονται με όργανο μία συγκεκριμένη θεωρία·  και στη συνέχεια, ή θα μετέβαλλε ή θα αντικαθιστούσε τη θεωρία αυτή ώστε να λύσει και τα νέα προβλήματα.  Και η προσπάθεια θα ξεκινούσε από την αρχή.  Κάτι τέτοιο όμως, μπορεί μεν να είναι στις προθέσεις των αναπτυξιακών γλωσσολόγων, δεν φαίνεται όμως να είναι στις δυνατότητές τους αυτή τη στιγμή.  Και αυτό ακριβώς αποτελεί και το μέτρο της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας αυτής θεωρίας.

'Ενας λόγος για την αδυναμία αυτή είναι ενδεχομένως το ότι η θεωρία είναι ταυτόχρονα πιο αφηρημένη, νοησιαρχική, από του Chomsky και πιο συγκεκριμένη, εμπειριοκρατική, από του Labov, όπως τονίζει ο Bailey (1981:46).  Με τον τρόπο αυτό όμως, οι αναπτυξιακοί αναγκάζονται να διεξαγάγουν διμέτωπο αγώνα με τα αυτά, μη διαφοροποιημένα κατά περίπτωση, όπλα:  με την επαγωγική συλλογή στοιχείων από τις φυσικές γλώσσες του κόσμου προσπαθούν να αντικρούσουν τόσο τη στατικότητα του τσόμσκειου γενετικού υποδείγματος, πράγμα λογικό, όσο και τη στατιστικά θεμελιωμένη μεθοδολογία του Labov.  Αλλά η στατιστική δεν είναι παρά εξελιγμένη μορφή της (έστω και "βουτηγμένης στη θεωρία", όπως τονίζει ο Popper (1976:90)) οιονεί επαγωγικής μεθόδου, την οποία χρησιμοποιούν, όχι μόνο οι άνθρωποι με τον κοινό νου, αλλά και όλα τα έμβια όντα στον αγώνα τους για την επιβίωση.  Με άλλα λόγια, για τη στήριξη της αναπτυξιακής θεωρίας χρησιμοποιείται μία απλούστερη, λιγότερο εξελιγμένη, μορφή μιας μεθόδου επίλυσης προβλημάτων για να αποδειχθεί ότι μία εξελιγμένη μορφή της αυτής μεθόδου δεν έχει καν  θέση στη θεωρία9.

'Ενας άλλος, ίσως σπουδαιότερος, λόγος για την αδυναμία που παρουσιάζει η αναπτυξιακή θεωρία είναι ότι δεν έχουμε ίσως καν αρχίσει να φανταζόμαστε πόσο πέρα από τις θεωρητικές μας ξόβεργες βρίσκεται το φαινόμενο της γλώσσας.

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1.  Δεν δέχονται, βέβαια, όλοι οι γλωσσολόγοι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι σε θέση να αποθηκεύει σειρά ολόκληρη από επί μέρους γραμματικές (Fasold 1990:264·  Bailey 1987:281)

2. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της στατιστικής επιστήμης, και γενικότερα της επαγωγικής μεθόδου, είναι ότι μετατρέπει, χωρίς πάντως να αίρει, την άγνοιά μας σε δύναμη:  παρ' όλο που συνεχίζουμε να αγνοούμε τις αιτίες των φαινομένων, είμαστε σε θέση να επεμβαίνουμε σε αυτά.  Για παράδειγμα, προγραμματίζουμε το μέλλον, προβλέπουμε τη συμπεριφορά των υλικών, εμπιστευόμαστε τους συνεργάτες μας, κλπ.  Η ειρωνεία είναι ότι και ο Bailey επαγωγικά προσπαθεί να τεκμηριώσει την αντιστατιστική του θεωρία, και αυτή η αντίφαση είναι ίσως η βόμβα στα θεμέλια της θεωρίας αυτής - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει θεωρία χωρίς εγγενείς αντιφάσεις.

3.  Εάν εμείς στις κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να ενεργούν ομοιόμορφα χωρίς προσυνεννόηση, τότε τί να πουν οι ερευνητές των φυσικών επιστημών όταν ανακαλύπτουν παρόμοια συμπεριφορά στα φαινόμενα των δικών τους χώρων;

4.  Για την εξέλιξη και τις αδυναμίες της κλίμακας συνεπαγωγής ως υποδείγματος ανάλυσης, βλ. Daltas (1979:413-24) και, κυρίως, Pavone (1980).

5.  O ίδιος ο Bailey (1987:282) ομολογεί ότι "μία ορισμένη ισόλεκτος μπορεί να βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο του κεκλιμένου επιπέδου από κάποια άλλη ως προς ένα φαινόμενο, και ταυτόχρονα σε χαμηλότερο σημείο του κεκλιμένου επιπέδου από την άλλη ισόλεκτο σε σχέση προς κάποιο άλλο φαινόμενο".

6.  Για να μιλήσουμε πάλι με παραβολές, κατά παρόμοιο τρόπο επιτυγχάνουμε την επιθυμητή ταχύτητα στο αυτοκίνητό μας, βάζοντας πρώτα την πρώτη ταχύτητα, κατόπιν τη δεύτερη, κ.ο.κ., και ουδέποτε το αντίθετο.  Το θέμα πάντως της χαρακτηριστικότητας είναι πολύ πιο περίπλοκο, και ο επιμελής αναγνώστης παραπέμπεται στις πηγές.

7.  Κατά τον Bailey (1982:53), ο δανεισμός είναι απαραίτητος για την επιβίωση μιας φυσικής γλώσσας, προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή επιτυχώς τις συνεχώς μεταβαλλόμενες επικοινωνιακές ανάγκες της κοινωνίας των ομιλητών της.  Υπάρχουν όμως (op.cit. ·  Muhlhausler 1990), σαφείς ενδείξεις από τον χώρο της μελέτης των γλωσσών εν επαφή ότι, πέρα από ένα σημείο, ο χαρακτήρας του δανεισμού μπορεί να μεταβληθεί από ποσοτικός σε ποιοτικό, δηλαδή να επιφέρει "καταστροφικά" ραγδαίες μεταβολές σε μία γλώσσα και να τη μεταβάλει σε άλλη γλώσσα.

8.  Για να είμαστε ακριβείς, ο Bailey θεωρεί τις γλώσσες ανοικτά συστήματα.  Παρ' όλα αυτά, στην πράξη τους αναγνωρίζει όρια, όπως προκύπτει από την πρότασή του ότι έξωθεν στοιχεία μπορούν να εισχωρήσουν, δηλαδή να περάσουν τα όριά τους, και να τις αναστατώσουν.

9.  Ο Pavone (1980) υποστηρίζει πειστικά ότι οι γλωσσολόγοι που εργάζονται με συνεπαγωγικές κλίμακες θα αποκόμιζαν μεγάλο κέρδος αν εξοικειώνονταν με τη χρήση εξελιγμένων στατιστικών εργαλείων.

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

BAILEY, C.-J.N. 1981. Theory, description and differences among linguists (or, what keeps linguistics from becoming a science). Language & Communication 1.

BAILEY, C.-J.N. 1982. The garden path that historical linguistics went astray on.  Language & Communication 2.2.

BAILEY, C.-J.N. 1985. Toward principles governing the progress and patterning of phonetological development. Στο C.-J.N. Bailey & R. Harris (eds.) 1985.

BAILEY, C.-J.N. 1987. Variation theory and so-called ΅sociolinguistic grammarsΆ. Language & Communication 7.4.

BAILEY, C.-J.N. & HARRIS, R. (eds.) 1985. Developmental Mechanisms of Language. Pergamon Press. Oxford.

DRESSLER, W.U. (ed.) 1987. Leitmotifs in natural morphology. Amsterdam: Benjamins.

FASOLD, R.W. 1990. The Sociolinguistics of Language. Blackwell. Oxford.

HUDSON, R.A. 1980.  Sociolinguistics. Cambridge University Press. Cambridge.

LEPAGE, R.B. & TABOURET-KELLER, A. 1985. Acts of Identity. Cambridge University Press. Cambridge.

MUHLHAUSLER, P. 1986. Pidgin and Creole Linguistics. Blackwell. Oxford.

DALTAS, P. 1979. The Inflectional Morphology of the Verb in Modern Greek Koine: A Variationist Approach. Ph.D. Thesis. The University of Leeds.

DALTAS, P. 1985. Some patterns of variability in the use of diminutive and augmentative suffixes in spoken Modern Greek Koine. Glossologia 4.

PARRET, H. 1985. Time, space and actors: the pragmatics of development. Στο C.-J.N. Bailey & R. Harris (eds.) 1985.

PAVONE, J. 1980. Implicational Scales and English Dialectology. Unpublished Ph.D. Dissertation. Indiana University.

POPPER, K.R. 1976. Unended Quest: An Intellectual Autobiography. Fontana/Collins. Glasgow.

STOLZ, T. 1990. Review of W.U. Dressler (ed.) 1987. Leitmotifs in Natural Morphology. Benjamins. Amsterdam. Linguistics 28.1.


Τὸ ἀνωτέρω ἄρθρο εἶναι ἐπίσης προσβάσιμο στὸν σύνδεσμο:

https://drive.google.com/file/d/1oNjhusDEJcfgOVJ36b7r8q1E81dv5bV8/view?usp=sharing

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου