Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Γλωσσολογία και μετάφραση: αλληλοπεριφρόνηση ή αλληλοπεριχώρηση;

Περικλής Α. Ντάλτας

Γλωσσολογία και μετάφραση:  αλληλοπεριφρόνηση ή αλληλοπεριχώρηση;[1]

Παίρνω αφορμή για το παρόν σημείωμα από πρόσφατο κείμενο περί μεταφράσεως του κ. Κ. Κουτσουρέλη (Φρέαρ 1, σ. 77, και 2, σ. 207).  Το κείμενο αυτό, το πρώτο μέρος του οποίου επιγράφεται «Περιαυτολογίες, θεωρίες, κηρύγματα» (στο εξής ΠΘΚ),  είναι μεν απολαυστικό από ρητορική άποψη αλλά οι νουθεσίες που απευθύνει προς μάχιμους μεταφραστές και φοιτητές μεταφραστικής χρειάζονται νηφάλιο έλεγχο.

Κατά το ΠΘΚ, η μετάφραση είναι τέχνη, όχι επιστήμη, συνεπώς ο μεταφραστής είναι τεχνίτης, homo faber, όχι επιστήμων.  Για να ασκήσει δε την τέχνη του, αναγκαία και ικανά εφόδια είναι η γλωσσομάθεια και η προσωπική καλλιέργεια – άλλη βοήθεια ας μην περιμένει:  ούτε από τις υψιπετείς θεωρίες των γλωσσολόγων, ούτε από τις εκ βαθέων εξομολογήσεις παλαίμαχων μεταφραστών, ούτε από τις καλοπροαίρετες διακηρύξεις πολιτικών και γραφειοκρατών ότι η μετάφραση προωθεί την αμοιβαία κατανόηση των λαών.

Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στο πρώτο από τα τρία απορριπτέα του ΠΘΚ, τη γλωσσολογία, δηλαδή, για να αντιτείνω ότι ο μεταφραστής, και μάλιστα ο πρωτόπειρος, μόνο να κερδίσει έχει από την εξοικείωσή του με την γλωσσολογική οπτική του αντικειμένου του.  Ας δούμε γιατί.

(α)   Η μετάφραση είναι πράγματι τέχνη, και ως τοιαύτη απαιτεί τόσο έμφυτο χάρισμα όσο και μακρά θητεία – πράγματα, δηλαδή, που χρειάζονται οι θεράποντες κάθε είδους τέχνης:  τραγουδιστές, χορευτές, γλύπτες και ζωγράφοι, δάσκαλοι και κηπουροί.  Όλοι αυτοί εντάσσονται στην παράδοση του χώρου του ο καθένας, αντλούν από τη συσσωρευμένη πείρα του σιναφιού και εξοικειώνονται ταχύτατα με την τεχνική πλευρά της δουλειάς τους προκειμένου να μη χρειαστεί να επανεφεύρουν τον τροχό.  Ως εκ τούτου, δεν νοείται, για παράδειγμα, σοβαρός κηπουρός που αδιαφορεί για την εδαφική σύσταση του χωραφιού του και απλώς επαφίεται στο τυχερό του άστρο για να εξασφαλίσει συγκομιδή. 

Να όμως που το ΠΘΚ διδάσκει ότι, αν θέλουμε να γίνουμε καλοί μεταφραστές, πρέπει (μεταξύ άλλων: βλ. (β) κατωτέρω) να διαβάζουμε λογοτεχνία και να απαγγέλλουμε πότε-πότε μια-δυο σελίδες Πλάτωνα, αντί να χάνουμε την ώρα μας με τις στριφνές θεωρίες των γλωσσολόγων.  Με άλλα λόγια, απ’ όλα τα προϊόντα του ανθρώπινου πνεύματος μπορούμε να γευτούμε, γλωσσολογικές θεωρίες όμως δεν επιτρέπεται να γευτούμε.  Αλλά οι θεωρίες αυτές αποτελούν προϊόν του μόχθου ερευνητών ανά την υφήλιο που δεν αρκούνται σε νεφελώδεις, και επομένως ανέξοδους και αδιέξοδους, χρησμούς για τη γλώσσα αλλά προτιμούν να αφιερώνουν τη ζωή τους στη μελέτη της με όργανο την επιστημονική μεθοδολογία.  Αυτό δε το αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας, η γλώσσα, - τονίζεται άλλωστε και στο ΠΘΚ – είναι επίσης το υλικό (με) το οποίο δουλεύει ο μεταφραστής·  υλικό απείρως πιο περίπλοκο και ατίθασο από την πέτρα του γλύπτη, τα χρώματα του ζωγράφου ή τα φυτά και το έδαφος του κηπουρού.  Θεωρώ, λοιπόν, απαράδεκτο να αρκείται ένας μεταφραστής στο όποιο προσωπικό του χάρισμα και την όση καλλιέργειά του και να αδιαφορεί για τη φύση του υλικού του όπως αυτή μας αποκαλύπτεται βαθμηδόν από την γλωσσολογία. (Θα εμπιστευόμαστε το παιδί μας σε γιατρό που σνομπάρει την Ανατομία;)

(β)  Ας δούμε τώρα μερικά ειδικότερα εφόδια του καλού μεταφραστή, τα οποία (ορθώς) εγκρίνει το ΠΘΚ.  Παράλληλα με την εξοικείωσή του με τα κομβικά κείμενα του πολιτισμού μας πρέπει να βελτιώσει τη γλωσσομάθεια και τις δεξιότητές του ως αναγνώστη και συντάκτη κειμένων.  Επ’ αυτών, ουδείς, φυσικά, ψόγος, με την εξής όμως κρίσιμη επισήμανση:  τόσο η κατάκτηση γλωσσομάθειας υψηλού επιπέδου όσο και η βελτίωση της ικανότητας του μεταφραστή αφ΄ ενός να διαβάζει κείμενα προς μετάφρασιν χωρίς να του ξεφεύγει το παραμικρό, αφ΄ ετέρου να συντάσσει ο ίδιος τεχνικώς άρτια μεταφράσματα, δεν θα προκύψουν εκ του μηδενός αλλά προϋποθέτουν την ύπαρξη κατάλληλων δασκάλων και διδακτικών μέσων.  Επόμενο δε είναι το ότι η συναφής προς τα ανωτέρω ζητούμενα διδακτική μεθοδολογία διαμορφώνεται  τα τελευταία εξήντα χρόνια αντλώντας στοιχεία από τη γλωσσολογική διερεύνηση των μηχανισμών ανάγνωσης, γραφής και εκμάθησης (ξένων) γλωσσών.

Των κατά ΠΘΚ μεταφραστικών προαπαιτούμενων, προηγείται, όπως προαναφέραμε, ένα βασικότερο προσόν του καλού μεταφραστή:  να έχει έφεση στη μετάφραση.  Ο λόγος προς τούτο θα φανεί αν δούμε το μεταφράζειν σε σχέση με τη συνολική γλωσσική δραστηριότητα της κοινωνίας.

Πρώτα-πρώτα, έμφυτο χάρισμα επιδεικνύουμε όλοι κατά την κατάκτηση της μητρικής μας γλώσσας:  τη μαθαίνουμε παιδάκια ακόμη, και μόνο αν εγκύψουμε στις περιγραφές των γλωσσολόγων θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την απίστευτη συμπλοκότητα των γλωσσικών δομών που διαμορφώνονται μέσα στα μυαλουδάκια των παιδιών, και μάλιστα χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους μεγάλους και χωρίς τα ίδια να καταβάλλουν εμφανή προσπάθεια.  Προφανώς, ωστόσο, εάν κατέχουμε μόνο τη μητρική μας γλώσσα, η μετάφραση εκ των πραγμάτων δεν μας αφορά - αν και όλοι μπορούμε να παραφράζουμε τα λεγόμενα, δικά μας ή άλλων, ικανότητα που μπορεί να εξελιχθεί σε μεταφραστική στην περίπτωση των γλωσσομαθών.

Πράγματι, μερικοί από εμάς (τους κατοίκους των ουσιαστικά μονόγλωσσων Δυτικών κοινωνιών - σε άλλες κοινωνίες η πολυγλωσσία είναι συνηθισμένο φαινόμενο), μετά από πολυετή και επίμονη μελέτη, μπορεί να καταστούμε εγκρατείς μιας ή και, σπανιότερα, περισσότερων ξένων γλωσσών, καθώς και του πολιτιστικού πλαισίου των.  Ωστόσο, η γλωσσομάθειά μας αυτή μπορεί να μας επιτρέπει να βοηθήσουμε έναν τουρίστα να συνεννοηθεί με τον σερβιτόρο που παίρνει την παραγγελία του στο εστιατόριο, σε απλές δηλαδή επικοινωνιακές καταστάσεις, αλλά δεν μας εξασφαλίζει τα εύσημα του ταλαντούχου μεταφραστή.  Προς τούτο, θα πρέπει να έχουμε το έμφυτο χάρισμα να μεταπηδούμε με την επιδεξιότητα ακροβάτη ανάμεσα στο γλωσσοπολιτιστικό σύστημα ενός (απαιτητικού) κειμένου προς μετάφρασιν και σε εκείνο προς το οποίο μεταφράζουμε.  Συμβαίνει δηλαδή με τη μετάφραση ό,τι και με το τραγούδι ή τον χορό:  όλοι τραγουδάμε ή χορεύουμε κατά τις δυνατότητές μας αλλά το τάλαντο του Παβαρότι ή του Νουρέγεφ υπερβαίνει τα κοινά μέτρα, και η απόσταση μεγαλώνει χάρη στην καθημερινή άσκηση των καλλιτεχνών.  

Στην καλλιέργεια αυτής ακριβώς της ασυνήθιστης δεξιότητας του μεταφράζειν (απαιτητικά κείμενα και όχι κουβέντες της καθημερινότητας) έρχεται να συμβάλει η θεωρητική γνώση που προσφέρει στον μεταφραστή η σύγχρονη γλωσσολογία:  κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με δύστροπη διατύπωση, μπορεί να επιστρατεύει, εκτός από τη γλωσσική του διαίσθηση (για τη «δεκτικότητά του στις αλλαγές της θερμοκρασίας των λέξεων» μιλάει ωραιότατα ο κ. Κουτσουρέλης), τη θεωρητική του κατάρτιση, χάρη στην οποία διακρίνει υπό την επιφάνεια του κειμένου το σύμπλεγμα των κρίσιμων γλωσσικών δομών, τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και τα σημεία αγκίστρωσης του κειμένου στην περιρρέουσα πραγματικότητα.

Συνοψίζω την έως τώρα επιχειρηματολογία μου:  Ο μεταφραστής ασκεί την τέχνη του στα όρια της συνήθους γλωσσικής δραστηριότητας της κοινότητας, στην ευδοκίμηση της οποίας συμβάλλει με τις μεταφράσεις του.  Θεωρώ εύλογο λοιπόν ότι ένας τέτοιος ακρίτας θα επιδιώξει να εξασφαλίσει τα καλύτερα δυνατά μέσα για την κατά το δυνατόν διευκόλυνση του δυσχερούς έργου του.  Ακόμη και αν όντως διαθέτει την έμφυτη δωρεά του μεταφράζειν, πώς μπορεί να στερήσει από τον εαυτό του τη δυνατότητα που του εξασφαλίζει ο μόχθος της γλωσσολογικής κοινότητας να κινείται με σχετική άνεση και σίγουρο βήμα μέσα στο δομικό πλέγμα των κειμένων που μεταφράζει;  Κι αν ένας έμπειρος μεταφραστής επιλέγει για τον εαυτό του να αγνοεί τα οφέλη της γλωσσολογικής κατάρτισης, πώς μπορεί να συμβουλεύει τους φοιτητές της μετάφρασης, που ακόμη αναζητούν ψηλαφιστά τον δρόμο τους, να πράξουν το ίδιο;

Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να συνηγορήσω υπέρ του ΠΘΚ ως προς το εξής.  Η γλωσσολογία είναι ανεπτυγμένη και πολυσχιδής επιστήμη, για τούτο και ο επίδοξος μεταφραστής χρειάζεται έμπειρο οδηγό για να μη πελαγοδρομεί.  Απαιτείται λοιπόν να είναι ο γλωσσολογικός τομέας των μεταφραστικών σπουδών προσαρμοσμένος στις ανάγκες του μεταφραστή, και ευχής έργο αν οι διδάσκοντες γλωσσολόγοι είναι οι ίδιοι επαρκείς  μεταφραστές – πράγμα διόλου αυτονόητο στα καθ’ ημάς.

Όσα υποστηρίζω ανωτέρω δεν σημαίνουν ότι η σχέση γλωσσολογίας και μεταφραστικής είναι μονής κατεύθυνσης, ότι δηλαδή η δεύτερη ετεροφωτίζεται χάρη στη γενναιοδωρία της πρώτης.  Αντ’ αυτού, ισχύει σχέση αμοιβαιότητας, και ο γλωσσολόγος έχει πολλά να ωφεληθεί αν εγκύψει στη μεταφραστική διεργασία, ακριβώς επειδή αυτή τελείται στο μεταίχμιο μεταξύ δύο γλωσσών και των αντίστοιχων νοητικών τους συστημάτων όπως αυτά δομούνται (και αλληλεπιδρούν) στον νου του μεταφραστή.  Ιδιαίτερα δε αποκαλυπτική των δυνάμεων που ελαύνουν τη γένεση και τη μεταβολή των γλωσσών αποβαίνει η γλωσσολογική ανάλυση των αστοχιών που (είναι φυσικό να) απαντούν στα πρωτόλεια των σπουδαστών μεταφραστικής.  Πράγματι, ο μεταφραστής συντάσσει το μετάφρασμά του παραμένοντας υπό την επίδραση των δομικών διατάξεων του πρωτότυπου κειμένου.  Αποτέλεσμα είναι, στην περίπτωση του πρωτάρη, να προδίδει η μετάφρασή του τα χαρακτηριστικά υβριδικών γλωσσικών σχηματισμών:  ανάμειξη δομικών στοιχείων από τις δύο γλώσσες και ανάδειξη καινοφανών, που υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν να εξελιχθούν προς την κατεύθυνση μιας νέας γλώσσας.

Τέλος, έκπληξη προκαλεί το κατσάδιασμα που επιφυλάσσει το ΠΘΚ σε όσους μεταφραστές τολμούν να μιλήσουν για την τέχνη τους.  «Συναισθηματική εξομολόγηση», «μακάρια εσωστρέφεια», «αυτοέκθεση» και «περιαυτολογία», είναι μερικά μόνο από τα παραπτώματα για τα οποία εγκαλούνται.  Αλλά το πρόβλημα με τον μέσο μεταφραστή είναι το ακριβώς αντίθετο:  ότι κρύπτεται, δηλαδή, κι ότι υπηρετεί το πρωτότυπο κείμενο χωρίς να κρατάει τίποτε, αν όχι για τον εαυτό του, τουλάχιστον για το σινάφι του, για να παραδώσει κάτι από την πείρα του στους νεότερους.  Όπως προανέφερα, σε κάθε τέχνη ισχύει ο παμπάλαιος θεσμός της μαθητείας:  ο άπειρος μαθαίνει από τον έμπειρο, και είναι ευχής έργο όταν ο μαθητής ξεπερνάει τον δάσκαλο.  Επομένως, βάσει ποιάς λογικής, στην περίπτωση των μεταφραστών και μόνο, είναι ένδειξη ελαφρότητας η έγνοια τους να μεταλαμπαδεύσουν πείρα ζωής στους μεταγενέστερους;  Θεωρώ, αντίθετα, εύλογο και χρήσιμο, αντί να απαξιώνουμε όσους πασχίζουν να συλλάβουν τα φευγαλέα μυστικά της μεταφραστικής τέχνης, να εφοδιάσουμε τους νεότερους τουλάχιστον μεταφραστές με τη γλωσσολογική σκευή που θα τους επιτρέψει να αρθρώσουν λόγο επιστημονικό, δηλαδή εξωστρεφή και μετακενώσιμο, για να περιγράψουν την καθημερινή τους αναμέτρηση με τα γλωσσικά θεριά.

Σημείωση:  Ο αναγνώστης που θα ήθελε λεπτομερέστερη τεκμηρίωση των ανωτέρω θέσεών μου μπορεί να ανατρέξει στο ιδιοφυές πόνημα του Douglas R. Hofstadter Le Ton Beau de Marot: In Praise of the Music of Language (Basic Books. New York. 1997).  Εκεί καταδεικνύεται ότι όσο εξοικειώνεται ο μεταφραστής με το πολυδιάστατο δομικό σύμπαν ενός κειμένου τόσο γοητευτικότερα τα εναλλακτικά μεταφράσματα που, χάριν παιδιάς αλλά και ασίγαστης επιστημονικής περιέργειας, (ανακαλύπτει ότι είναι ικανός να) επινοεί. 

 



[1] Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Φρέαρ 5, 2014.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου