Περικλής Ντάλτας
Εθνική συνείδηση και γλώσσα[1]
Εισαγωγή
Σύμφωνα με τη νεοτερική διανόηση, το ελληνικό έθνος είναι «κατασκευή» του κράτους που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα – παλαιότερα, υπήρχαν απλώς ελληνόφωνοι πληθυσμοί, με τοπική μάλλον παρά εθνική συνείδηση. Αναμφίβολα, διάφορα κράτη επιδιώκουν την εθνική και γλωσσική ομοιογένεια εντός των συνόρων τους. Ο ισχυρισμός όμως ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (το οποίο πτωχεύει σήμερα για τέταρτη φορά από την ίδρυσή του) μπόρεσε να συλλάβει εκ του μηδενός τις πολυεπίπεδες και φευγαλέες έννοιες ελληνικό έθνος και εθνική γλώσσα και να τις εμφυσήσει στους πολίτες του κατά ενιαίο τρόπο και μέσα σε ελάχιστο χρόνο απαιτεί μεγάλη δόση ευπιστίας.
Ενίοτε βέβαια, διευκρινίζεται αρμοδίως (Α. Λιάκος, Το Βήμα, 6/3/2005) ότι τους νεοτερικούς δεν ενδιαφέρει η «εθνορομαντική» αντίληψη περί έθνους (επομένως ίσως και να μη την απορρίπτουν εντελώς) όσο η διεργασία ενσωμάτωσης στο αυτό έθνος των κατοίκων ενός κράτους. Ωστόσο, η ιδεολογική παντιέρα της «κατασκευής» ούτε την ψύχραιμη μελέτη των πραγμάτων προάγει ούτε στους χειμαζόμενους Νεοέλληνες προσφέρει άλλο από σύγχυση. Διότι, όταν λέμε ότι κατασκευάζουμε, φερ’ ειπείν, ένα σπίτι, εννοούμε ότι παίρνουμε πέτρες, ξύλα και λάσπη και τα συνταιριάζουμε σε ανώτερο επίπεδο. Αλλά πώς να δεχτούμε ότι τα «παλαιότερα πολιτισμικά σχήματα, όπως ο Ελληνισμός, η Ορθοδοξία και η παράδοση της Αυτοκρατορίας», είναι απλώς σκόρπια υλικά, με τα οποία το κράτος υλοποίησε την «επινόησή» του, το νεοελληνικό έθνος; Μήπως χαθήκαμε στη χαλαρή χρήση των ίδιων μας των μεταφορών;
Στο άρθρο αυτό, θα αποφύγουμε τις εκ των άνω, καθολικής τάχα ισχύος, απαντήσεις. Αντίθετα, θα επιχειρήσουμε να διδαχτούμε από την κοινή σε όλους εμπειρία της σταδιακής ένταξής μας σε ένα προϋπάρχον κοινωνιογλωσσικό σύμπαν. Ελπίζουμε έτσι να διερευνήσουμε γόνιμα εάν στη φυσική διεργασία διαμόρφωσης (εθνικής) ταυτότητας και γλώσσας μπορεί να υποκατασταθεί η κρατική βούληση.
Ο στοχασμός περί έθνους και γλώσσας απαιτεί άκρα επιφυλακτικότητα: είναι σαν να βαδίζει κανείς «εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν», κατά τη ρήση του Alexander Pope. Ένας λόγος για αυτό είναι τα πάθη που συχνά ξεσηκώνουν οι έννοιες αυτές. Πράγματι, η διολίσθηση από την εθνική υπερηφάνεια στην εθνικιστική υστερία επανέρχεται με καταθλιπτική συχνότητα στην ιστορία των λαών. Αλλά και οι γλωσσικές διαφορές ανάμεσα σε γείτονες εύκολα κλιμακώνονται σε κριτήριο για το ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Μαρτυρία παλαιότατη διασώζουν οι βιβλικοί Κριταί, (12, 5-6). Οι Γαλααδίτες, αφού νίκησαν τους Εφραϊμίτες, έπιασαν τα περάσματα του ποταμού Ιορδάνη από όπου θα επέστρεφαν οι ηττημένοι στον τόπο τους. Όταν πλησίαζε κάποιος, του ζητούσαν να πει τη λέξη Σχίββωλεθ, της οποίας τον αρκτικό φθόγγο πρόφεραν διαφορετικά οι δύο λαοί. Σαράντα δύο χιλιάδες Εφραϊμίτες απέτυχαν να μιμηθούν πειστικά το γαλααδικό, «παχύ» συριστικό, και θανατώθηκαν. Στις ημέρες μας, την ουσιαστική σχέση εθνικού κράτους και επίσημης γλώσσας έκλεισε ο Max Weinreich στη ρήση «Μια γλώσσα είναι διάλεκτος με στρατό και ναυτικό».
Άλλος λόγος για την ανάγκη επιφυλακτικότητας κατά τη συνεξέταση έθνους και γλώσσας είναι η «νεφελώδης» δομή και των δυο τους. Κατά τον ορισμό του Κ. Σοφιανού (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος), έθνος είναι « σύνολο προσώπων τα οποία διακρίνονται, και θέλουν να διακρίνονται, ως σύνολο από άλλα σύνολα, υπερσύνολα και υποσύνολα προσώπων βάσει αμφιλεγόμενων κριτηρίων (φυλετικών, γλωσσικών, ιστορικών, λαογραφικών, πολιτιστικών, πολιτικών, εδαφικών) των οποίων η εναλλακτική κατά περίσταση εφαρμογή καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ενός σαφούς ορισμού κοινής αποδοχής». Αν, όπως υποστηρίζει ο Karl Popper, υπάρχουν συστήματα οργανωμένα λίγο-πολύ σαν ρολόγια, δηλαδή αιτιοκρατικά, και συστήματα που δομούνται μάλλον κατά το πρότυπο των νεφών, δηλαδή με χαμηλό βαθμό προβλεψιμότητας, τότε μόνο σύγχυση προκαλείται όταν επιχειρούμε να προσεγγίσουμε τα δεύτερα με τους όρους των πρώτων.
Ας δούμε λοιπόν τί μπορούμε να διδαχτούμε από την κοινή σε όλους μας εμπειρία κοινωνικοποίησης.
Άτομο και συλλογικότητες
Ερχόμαστε στον κόσμο ως άτομα μεν αλλά με τις εγγενείς προδιαγραφές να καταστούμε μέλη της κοινωνίας στην οποία βρεθήκαμε. Ευθύς εξ αρχής, αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον, κι όσο μας επηρεάζει αυτό άλλο τόσο το αναδιαμορφώνουμε εμείς – το νεογέννητο βρέφος αλλάζει εκ βάθρων τον τρόπο ζωής των γονέων.
Καθώς μεγαλώνει το παιδί, διαμορφώνει αντίληψη εαυτού ως μέλους της οικογένειάς του, κατόπιν της παρέας του, αργότερα του σχολείου, κ.ο.κ. Οι διαδοχικά ευρύτερες αυτές συλλογικότητες συμμεταβάλλονται με τις εκάστοτε συνθήκες, διαθέτουν δε κεντρικά μέλη με αποφασιστική αρμοδιότητα, ενώ άλλα αναλαμβάνουν λιγότερο σημαντικούς ρόλους. Μερικές συλλογικότητες καλούν τον νέο (εκκλησία, κόμματα) κι άλλες του επιβάλλουν (βασική εκπαίδευση, στρατιωτική θητεία) να γίνει μέλος τους, ενώ άλλες του αρνούνται την είσοδο (κλειστά επαγγέλματα, λέσχες VIP), ή ίσως (π.χ. παρέες, πόλοι αστυφιλίας) απαιτούν να υιοθετήσει τους δικούς τους συμπεριφορικούς κώδικες, γλωσσικό ιδίωμα και σύστημα αξιών. Η ευδοκίμησή του στις διάφορες συλλογικότητες εξαρτάται και από την ικανότητά του να επισημάνει τους κώδικες που εκφράζουν το οικείο σύστημα αξιών, και να τους υιοθετήσει πειστικά. Στη διάρκεια του βίου του, το άτομο εξοικειώνεται με υποσύνολο μόνο των συλλογικοτήτων και των οικείων κωδίκων της ευρύτερης κοινωνίας.
Μπορεί όμως η ανωτέρω διεργασία να οδηγεί στη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και γλώσσας; Η κατάκτηση των υποσυλλογικοτήτων της ευρύτερης κοινωνίας πραγματοποιείται δια της προσωπικής και συχνής επαφής του ανθρώπου με τα μέλη τους, ή έστω με αρκούντως αντιπροσωπευτικά μέλη, που του χρησιμεύουν ως πρότυπα. Αλλά με το έθνος πώς έρχεται κανείς σε επαφή; Και βάσει τίνος προτύπου ρυθμίζει τη γλωσσική του σκευή προκειμένου να καταστεί μέλος αυτού του υπερσυνόλου;
Προσωπικά δίκτυα επικοινωνίας
Εδώ θα χρειαστεί να προσφύγουμε στην έννοια των προσωπικών δικτύων επικοινωνίας. Καθένας μας συγκροτεί επικοινωνιακό δίκτυο με τον εαυτό του ως κέντρο, το οποίο περιβάλλει με τις επαφές του, τα άτομα δηλαδή με τα οποία σχετίζεται. Ανάμεσα στο κέντρο και τις επαφές διαμορφώνονται ποικίλοι δεσμοί (οικογενειακοί, φιλικοί, επαγγελματικοί) και συχνότητα επικοινωνίας.
Τα επικοινωνιακά δίκτυα, πρώτον, εξελίσσονται αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον, και απλώνονται ή συστέλλονται στον κοινωνικό χωροχρόνο. Παράδειγμα, η πρόσφατη άνθιση της επικοινωνίας στο διαδίκτυο, η οποία ευνοεί τη συγκρότηση ευρύτατων συλλογικοτήτων και την ανάληψη στοχευμένης δράσης.
Δεύτερον, τα δίκτυα αποτελούν ανοικτά
συστήματα, αφού κάθε επαφή του αρχικού κέντρου είναι ταυτόχρονα κέντρο του
δικού της δικτύου. Ως εκ τούτου, η επικοινωνιακή
ροή διαδίδεται από δίκτυο σε δίκτυο καλύπτοντας τεράστιους γεωγραφικούς και
κοινωνικούς χώρους, το δε αρχικό κέντρο αλληλεπιδρά με πολύ ευρύτερο κόσμο από
αυτόν που γνωρίζει προσωπικά.
Η ανωτέρω ανάλυση υποδεικνύει μεν τη διεργασία μέσω της οποίας ένας νέος μπορεί να αναχθεί στη συλλογικότητα του έθνους και να επιχειρήσει την ένταξή του σε αυτή, αλλά δεν καταδεικνύει το έθνος και τη γλώσσα του ως αναγκαίες οντότητες: οι υποσυλλογικότητες (οικογένεια, παρέα, επαγγελματικό συνάφι, κ.ά.) και οι κώδικές τους μας είναι οικείες πραγματικότητες, αλλά τα υπερκείμενα ζητούμενα τού έθνους και της γλώσσας του πώς τεκμηριώνονται;
Εξ όνυχος τον λέοντα
Το ανθρώπινο πνεύμα αναγνωρίζει φαινόμενα που, όπως το έθνος και η γλώσσα, χαρακτηρίζονται από εμμεσότητα και γενικότητα, και δεν δυσκολεύεται να ενταχθεί σε αυτά με τον τρόπο που ήδη περιγράψαμε: σε αλληλεπίδραση με αυτά. Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα - μια και έχουμε αποκλείσει την εκ των άνω επιβολή ερμηνειών.
Τέλη της δεκαετίας του 1970, η σύζυγός μου κι εγώ διασχίζουμε τις Βρυξέλλες με αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς Ελλάδα. Περιμένουμε στο φανάρι να ανάψει πράσινο. Ένας νεαρός διασχίζει τον δρόμο μπροστά μας, όταν η ματιά του πέφτει στην πινακίδα του αυτοκινήτου. Το πρόσωπό του φωτίζεται, πλησιάζει το παράθυρο, και με λαχτάρα στη φωνή λέει, «Έλληνες είσαστε, βρε παιδιά;» Απαντούμε καταφατικά, και μας πληροφορεί ότι είναι φοιτητής. Τον ρωτάμε πώς τα περνάει. Στρέφει τα μάτια προς την πρωινή ομίχλη που κρέμεται από πάνω μας, και λέει, «Ε, καταλαβαίνετε!»
Οι ανωτέρω συνομιλητές
προσέρχονται στην περίσταση έχοντας ήδη συγκλίνει, από τελείως διαφορετικές
προσωπικές διαδρομές, στην υπερσυλλογικότητα του ελληνικού έθνους και της γλώσσας
του. Στα δευτερόλεπτα που διαθέτουν,
ανταλλάσσουν λίγα λόγια που, όντας έμφορτα αυτονόητων υπονοημάτων και κοινών
εμπειριών, δίνουν στη δοσοληψία τον τόνο και τον λόγο ύπαρξής της: εκ πρώτης όψεως, ο πρώτος ομιλητής ρωτάει να μάθει
αν είμαστε Έλληνες, ουσιαστικά όμως μας καλεί να εμβαπτιστούμε μαζί του για
λίγο στο ελληνικό σύμπαν εμπειριών και αξιών καταμεσής του ξένου τόπου. Για τούτο και δεν μας δηλώνει ρητά ότι του
λείπει η ηλιοφάνεια του γενέθλιου τόπου αλλά θεωρεί αρκετή την απλή νύξη.
Αλλά με τις ενσυνείδητες ενέργειές τους, οι συνομιλητές δεν είχαν έως τότε επιτύχει παρά να ενταχθούν στις δικές τους υποσυλλογικότητες ο καθένας. Οπότε, πώς έφτασαν να είναι κατά τη συνάντηση μέτοχοι της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και κάτοχοι της κοινώς αποδεκτής γλώσσας;
Προφανώς, οι επαφές τους μέσα στις διάφορες συλλογικότητες ήσαν και αυτές ήδη μέλη του ελληνικού έθνους και γηγενώς ελληνόφωνοι, και μαζί με τις καθέκαστα πληροφορίες και υπονοήματα που τους μεταλαμπάδευσαν, τους μύησαν επίσης στη συλλογική ελληνική εθνική συνείδηση: το μεγαλύτερο γειτονόπουλο, ο γυμναστής, ο παλαιότερος συνάδελφος, δεν αντλούσαν την ταυτότητά τους μονοσήμαντα από τις αντίστοιχες υποσυλλογικότητες (παιδική συντροφιά, αθλητικός σύλλογος, επάγγελμα) αλλά διέθεταν ήδη πολύπλευρη ταυτότητα (π.χ. Έλληνας Ορθόδοξος αθλητής μαθηματικός, κ.λπ.) και ήσαν ως εκ τούτου σε θέση να τους εισαγάγουν, συνειδητά ή ασυναίσθητα, και σε υπερκείμενες συλλογικότητες όπως είναι το έθνος.
Άλλα παραδείγματα Ελληνικότητας. Κερκυραία γιαγιά επιμένει να μας χαρίσει γλάστρα με τεράστιο βασιλικό, θάμνο σωστό, που παινέσαμε περνώντας από την αυλή της. Ζαγορίτισσα μας προσφέρει ολόκληρη μυζήθρα, όταν θαυμάσαμε τον σωρό τα τυριά που μόλις είχε πήξει. Κρητικός ιδιοκτήτης τουριστικού γραφείου μας αφήνει στο πόστο του και βγαίνει σε αναζήτηση μηχανικού για να επιδιορθώσει τη βλάβη του αυτοκινήτου μας. Ζεύγος Άγγλων ποδηλατών έχουν ακινητοποιηθεί λόγω βλάβης σε εξοχικό δρόμο της Κέρκυρας. Ένα φορτηγάκι σταματάει και ο οδηγός μεταφέρει ποδήλατα και τουρίστες στο σπίτι του. Εκεί, η οικογένεια φιλεύει τους ξένους, μέχρι να πάει κάποιος το ποδήλατο στο μηχανουργείο και να το γυρίσει επισκευασμένο.
Είναι βέβαιο ότι οι αναγνώστες μπορούν να προσκομίσουν άφθονα παραδείγματα Ελληνικότητας από τη δική τους εμπειρία, και πολλά από αυτά θα αφορούν τη σκοτεινή πλευρά της εθνικής μας ταυτότητας – κατά τον Στέλιο Ράμφο, πάσχουμε οι Νεοέλληνες από θηριώδη παρορμητικότητα και αναιμική λογική· και ο Χρήστος Γιανναράς, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, χρόνια τώρα στοιχειοθετεί τις αιτίες του εθνικού μας κατσιάσματος.
Συμπέρασμα
Από τα ανωτέρω, ελπίζω να συνάγεται ότι δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε αν το ελληνικό έθνος και η ελληνική γλώσσα είναι σήμερα «τα ίδια» όπως στο παρελθόν. Και βέβαια δεν είναι τα ίδια, αφού η σημερινή τους μορφή προέκυψε από αναρίθμητες ατομικές και συλλογικές επιλογές σε αλληλεπίδραση με τις εκάστοτε συνθήκες. Η αίσθηση όμως ενότητας και συνέχειας με το παρελθόν, ασχέτως λοιπών χαρακτηριστικών μας, θετικών ή τοξικών, είναι αναμφισβήτητη, ή μάλλον η αμφισβήτησή της αποτελεί ματαιοπονία. Κατά τον Wittgenstein, είναι αδύνατο να ξέρουμε επακριβώς τι εννοεί κάποιος όταν λέει «Πονάω» ή «Χαίρομαι», για τούτο και απλώς δεχόμαστε σιωπηρά ότι συγκλίνουμε στη χρήση αυτών των φράσεων: επειδή έχω και εγώ πονέσει ή χαρεί, δέχομαι ότι χρησιμοποιείς τις φράσεις αυτές για τη δήλωση ανάλογων βιωμάτων. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς τι εννοεί ένας Έλληνας (του σήμερα, του 1821, του 1453, κ.ο.κ. ) όταν λέει «Είμαι Έλληνας». Μπορούμε απλώς να συμφωνήσουμε στη συμβατική σημασία της φράσης, πράγμα που ανήκει σε τελείως άλλο επίπεδο από το βιωματικό.
Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, ίσως πατάμε σε σταθερότερο έδαφος, αφού έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στα σωζόμενα γραπτά μνημεία, να συγκρίνουμε διάφορες φάσεις της εξέλιξής της από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας. Παρά τους κλυδωνισμούς που βίωσαν οι ομιλητές των διαφόρων φάσεων, διατήρησαν αναλλοίωτα μέσα στον λόγο τους θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής. Ένα φυλλομέτρημα της σχολικής γραμματικής της Αρχαίας Ελληνικής, δείχνει, για παράδειγμα, ότι στον τονισμό παραμένει ακλόνητος ο νόμος της τρισυλλαβίας (ο τόνος μιας λέξης δεν μπορεί να ανέλθει πάνω από την τρίτη συλλαβή από το τέλος)· ότι το σύστημα των πτώσεων (εκτός από τη δοτική) ισχύει ακόμη· ότι τα γένη παραμένουν τρία, και τα επίθετα συνεχίζουν να συμφωνούν με το ουσιαστικό τους κατά γένος, αριθμό και πτώση· ότι οι (κυριότερες) κλίσεις παραμένουν η Πρώτη (ταμίας, βουλευτής, φρουρά, τιμή), η Δευτέρα (άνθρωπος, οδός, φυτό(ν)), και η Τρίτη, οι πολυάριθμες υποδιαιρέσεις της οποίας τείνουν προς απορρόφηση από τις άλλες κλίσεις (φύλαξ > φύλακας, Ελληνίς > Ελληνίδα, γέρων > γέρος)· ότι τα περισσότερα ρήματα συνεχίζουν να ακολουθούν τα κλιτικά υποδείγματα των λύ(ν)ω, αγαπώ και δημιουργώ· και ότι, τέλος, το λεξιλόγιο παραμένει το αυτό σε εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό: επιγραφή από την Πύλο ηλικίας 3.500 ετών περιέχει τις λέξεις θρανίο, ελεφάντινος, άνθρωπος, ίππος, πολύποδας, και φοίνικας.
Συνοψίζοντας, όπως τα απλούστερα των έμβιων όντων, έτσι και ο άνθρωπος και οι συλλογικότητές του, συμπεριλαμβανομένου του έθνους, αλληλεπιδρούν συνεχώς με το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, αλλάζουν για να επιβιώσουν και επεμβαίνουν στο περιβάλλον για να το τιθασεύσουν. Η διεργασία αυτή άλλοτε εξελίσσεται ομαλά, άλλοτε περνάει από ρήξεις, και ενίοτε αποτυγχάνει. Επειδή βασικό όργανο του κοινωνικού ανθρώπου και των συλλογικοτήτων του είναι η γλώσσα, το αέναο δούναι-λαβείν με τον κόσμο αντικατοπτρίζεται σε αυτήν: η γλώσσα μεταβάλλεται χάριν της επιβίωσης της κοινότητας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την εξασφαλίζει ες αεί.
Ως εκ τούτου, η έμφαση των νεοτερικών στις αλλαγές που οι συνθήκες επιφέρουν στις ανθρώπινες συλλογικότητες είναι ευπρόσδεκτη. Ο περαιτέρω όμως ισχυρισμός, ρητός ή υπονοούμενος, ότι ο ελληνόφωνος των αρχών του 19ου αιώνα προσέρχεται στο ιστορικό προσκήνιο εν είδει άγραφου χάρτη πάνω στον οποίο το νεοσύστατο κράτος εγγράφει ό,τι επιθυμεί, δεν είναι πειστικός. Βεβαίως, το κράτος επιζητεί να κινητοποιεί τους πολίτες υπέρ της εκάστοτε πολιτικής του. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αναλαμβάνεται σε πολιτιστικό, ιδιαίτερα γλωσσικό, κενό: άγνωστος αριθμός επιδράσεων άγνωστης ισχύος, παλαιών και νέων, ασκούνται ήδη στους πολίτες και στις συλλογικότητές τους, και η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων θα συγκλίνει προς απρόβλεπτη ουσιαστικά κατεύθυνση.
Μένει η αίσθηση ελληνικής ταυτότητας του καθενός μας - η οποία δεν έχει ανάγκη την έγκριση των διανοούμενων διότι προηγείται αυτής και εκείνων - καθώς και ο οικείος κόσμος της γλώσσας μας. Αυτά αρκούν για να ξέρουμε από πού κρατάμε και να αναζητήσουμε διέξοδο από την παρούσα ζοφερή συγκυρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου