Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Η έννοια της διφυΐας: Από τον Ferguson στον Fishman στον Fasold

 

Μετάφραση στὰ Ἑλληνικὰ τοῦ The concept of diglossia: From Ferguson to Fishman to Fasold.” I.Philippaki-Warburton, K.Nicolaidis & M.Sifianou. (eds.) Themes in Greek Linguistics. John Benjamins Publishing Company. 1994.  


Η έννοια της διφυΐας: 

Από τον Ferguson στον Fishman στον Fasold

 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ Α. ΝΤΑΛΤΑΣ

 

Παιδαγωγικό Ινστιτούτο  &  Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η έννοια της διφυΐας έχει υποστεί επανειλημμένες αναθεωρήσεις σε σχέση προς την αρχική σύλληψη του  1959, την οποία οφείλουμε στην οξυδέρκεια του Ferguson.  Στο άρθρο που ακολουθεί, επιχειρείται να καταδειχθεί ότι οι ανταγωνιστικές μορφοποιήσεις της έννοιας αυτής τις οποίες προτείνουν ο Fishman και, πιο πρόσφατα, ο Fasold δεν αποτελούν απλώς εκλεπτυσμένες εκδοχές της αρχικής έννοιας αλλά ουσιαστικά συνιστούν σχεδόν τελείως διαφορετικούς όρους.  Επί πλέον, η αρχική έννοια φαίνεται ότι διατηρεί αλώβητη τη χρησιμότητά της, υπό τον όρο ότι εντάσσεται στο μακροσκοπικό, και όχι στο μικροσκοπικό, επίπεδο ανάλυσης.

 

1.  Η φεργκυσονική έννοια της διφυΐας

Στο γόνιμο σε επιδράσεις άρθρο του τού 1959, ο Ferguson κατέστησε ορατό στους γλωσσολόγους ένα είδος κοινωνιογλωσσικού σχήματος το οποίο ήδη λειτουργούσε στην επιφάνεια της συνείδησης των απλών μελών των διφυϊκών κοινωνιών.  Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό τις σημαντικές συλλήψεις του Ferguson, οι οποίες εμπεριέχονται στον πασίγνωστο ορισμό του της διφυΐας (1972:244-5):

"Η διφυΐα είναι μία σχετικά σταθερή γλωσσική κατάσταση η οποία, εκτός από τις πρωτεύουσες διαλέκτους της γλώσσας (στις οποίες μπορεί να συγκαταλέγονται μια πρότυπη ή διάφορες περιφερειακές πρότυπες), περιλαμβάνει μια έντονα αποκλίνουσα και κωδικοποιημένη σε υψηλό βαθμό (συχνά δε και γραμματικά συνθετότερη) υπερκείμενη ποικιλία, η οποία αποτελεί όχημα μιας μεγάλης σε όγκο γραπτής λογοτεχνίας που χαίρει μεγάλης εκτίμησης και προέρχεται είτε από περασμένη εποχή είτε από άλλη ομιλιακή κοινότητα, και που μαθαίνεται κυρίως στο πλαίσιο της επίσημης εκπαίδευσης,  χρησιμοποιείται δε για τους περισσότερους γραπτούς και επίσημους προφορικούς σκοπούς, αλλά δεν χρησιμοποιείται σε κανένα τμήμα της κοινότητας για απλή συνομιλία." 

Η θεμελιώδης σύλληψη που εμπεριέχεται στον ορισμό του Ferguson είναι ότι η διφυΐα πρέπει να διακρίνεται τόσο από τον μικρόκοσμο της υφικής ποικιλότητας, η οποία ενυπάρχει στη συνήθη συνομιλία, όσο και από την μεγάλης κλίμακας αντίθεση ανάμεσα σε μία πρότυπη ποικιλία και στις σχετικές προς αυτή περιφερειακές (καθώς και κοινωνικές, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εμείς) ποικιλίες.  Το κριτήριο για την ανωτέρω διάκριση είναι διττό.  Αφενός, από τις δύο ποικιλίες, η (Α)νώτερη, αντίθετα από την Κατώτερη (Κ), δεν αποτελεί μητρική γλώσσα κανενός:  τη μαθαίνει κανείς αργότερα στη ζωή του και κυρίως στο πλαίσιο της επίσημης εκπαίδευσης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αφορά κυρίως τον γραπτό λόγο, και δεν χρησιμοποιείται για απλές συνομιλίες.  Αφετέρου, η διφυϊκή αντίθεση είναι εξαιρετικά ορατή, αφού αφορά ολόκληρες ποικιλίες, και μάλιστα έντονα αποκλίνουσες μεταξύ τους, σε αντίθεση προς τις αντιθέσεις που απαντούν στη διάσταση του ύφους, οι οποίες τείνουν να είναι μικρής κλίμακας, να αφορούν μικρό αριθμό γλωσσικών στοιχείων κάθε φορά και, στις ανεπίσημες περιστάσεις, να πραγματώνονται μέσα στην ανωνυμία (οι υφικές ποικιλίες, αντίθετα από τις διφυϊκές, δεν έχουν ονόματα) της υποσυνείδητης χρήσης.  Επιπλέον, στον ανωτέρω ορισμό υπολανθάνει η διάκριση ανάμεσα στη διφυΐα, που απαντά στους κόλπους μιας και της αυτής γλώσσας, και στη δι-/πολυ-γλωσσία, η οποία αφορά πολύ περισσότερο αποκλίνοντα μεταξύ τους γλωσσικά συστήματα από ό,τι η διφυΐα.

Η φεργκυσονική έννοια της διφυΐας υπήρξε αντικείμενο ενδελεχούς και εις βάθος εξέτασης, καθώς και εκτεταμένων τροποποιήσεων εκ μέρους της γλωσσολογικής κοινότητας από τις εξής δύο απόψεις.  Πρώτον, από την άποψη του επιπέδου γενικότητας στο οποίο διεξάγει ο Ferguson την ανάλυσή·  και δεύτερον, ως προς την έκταση που καταλαμβάνει η διφυΐα στο συνεχές το οποίο εκτείνεται ανάμεσα - και σε σχέση προς - τα δύο άκρα, αφενός της υφικής ποικιλότητας και, αφετέρου, του δι-/πολυ-διαλεκτισμού ή ακόμη και της δι-/πολυ-γλωσσίας.  Ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα το επίπεδο της γενικότητας πρώτα.

Σε μία ομάδα μελετών (π.χ. Daltas 1973· El-Hassan 1977· Kazazis 1976· Mitchell 1978), η έννοια της διφυΐας έτσι όπως τη σκιαγραφεί ο Ferguson, ελέγχεται ως ανεπαρκής:  η ανάλυση πραγματικής γλωσσικής παραγωγής δεν δικαιώνει πάντοτε τη νοικοκυρεμένη λειτουργική κατανομή και τυπική (μορφική) διαφοροποίηση την οποία μας επιτρέπει να αναμένουμε ο Ferguson.

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής ότι μέγα ποσοστό της σύγχυσης που περιβάλλει τη διφυϊκή έννοια διαλύεται εάν αναγνωρίσουμε ότι η πραγμάτευση της διφυΐας εκ μέρους του Ferguson διεξάγεται στο μακροεπίπεδο, και όχι στο μικροεπίπεδο, της κοινωνιογλωσσολογικής ανάλυσης×  ότι αφορά εκείνη την πλευρά της διφυΐας που δεν βρίσκεται απλώς στην επιφάνεια της συνείδησης του κάθε χρήστη της γλώσσας αλλά και σε πλήρη κοινωνική θέα, κατά τρόπο ώστε να είναι οι πάντες ενήμεροι της παρουσίας της υπό την ιδιότητά τους του μέλους της κοινότητας μάλλον παρά ως άτομα×  και ότι δεν αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι πραγματικοί άνθρωποι κάνουν χρήση της διφυϊκής αντίθεσης σε συνθήκες πραγματικής γλωσσικής παραγωγής.  Με άλλα λόγια, το φεργκυσονικό θεωρητικό παράδειγμα διαφωτίζει, αντί να αποπροσανατολίζει, εάν δεχτούμε ότι αφορά τη δημόσια πλευρά της διφυΐας και όχι την ιδιωτική, το "νομικό καθεστώς" και όχι τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται σε αυτό οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή - αν και το πρώτο επηρεάζει τον δεύτερο κατά σύνθετους, δυναμικούς τρόπους (Daltas 1979,1980).

Εν τούτοις, ο Ferguson δεν κάνει την ανωτέρω διάκριση και παρουσιάζει την έννοιά του σαν να μπορούσε να καλύψει αυτή εξίσου επαρκώς γλωσσικά γεγονότα τόσο στο μακροσκοπικό όσο και στο μικροσκοπικό επίπεδο ανάλυσης.  Αλλά ούτε και οι προαναφερόμενοι αμφισβητίες της εγκυρότητας της έννοιας της διφυΐας αναγνωρίζουν την ανωτέρω διάκριση.  Για παράδειγμα, ο El-Hassan (1977:117) επισημαίνει μεν, σχετικά με την αραβική, τον "επισφαλή χαρακτήρα της διχοτομίας Α/Κ", αλλά παρ' όλα αυτά σε διάφορα σημεία του άρθρου αναγνωρίζει, με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα, ότι διάφορα γλωσσικά στοιχεία ανήκουν στην καθομιλούμενη ή στην κλασική αραβική.  Παρόμοιες ανακολουθίες μπορούν να επισημανθούν στο Daltas (1973).  Ωστόσο, κύριο μέλημα του El-Hassan είναι να τονίσει ότι ο Ferguson (1959) δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της λόγιας ομιλούμενης αραβικής (ΛΟΑ) ως ανεξάρτητης βαθμίδας ανάμεσα στην καθομιλούμενη και την κλασική αραβική.  Αν και συχνά οι γενικεύσεις του Ferguson χαρακτηρίζονται από ασάφεια (πράγμα που, όπως ομολογεί ο ίδιος στο άρθρο του, οφείλεται στον προκαταρκτικό χαρακτήρα των επισημάνσεών του), γεγονός είναι ότι στον ορισμό του της διφυΐας αναγνωρίζει, όπως είδαμε ανωτέρω, τη δυνατότητα να υπάρχει μια (περιφερειακή) πρότυπη ποικιλία δίπλα στην Α και την Κ.  Επομένως, η ΛΟΑ  οικονομείται καλώς στο πλαίσιο του κατά Ferguson διφυϊκού παραδείγματος.

Άλλες μελέτες, για παράδειγμα Daltas (1979, 1980), αποτελούν προσπάθειες να ανιχνευθεί η διφυϊκή αντίθεση κατά την πραγμάτωσή της σε συνθήκες γλωσσικής τέλεσης.  Σε αυτές τις μελέτες, δεν αμφισβητείται η βασική εγκυρότητα της διφυϊκής έννοιας ως κοινωνικά εμφανούς φαινομένου.  Διατυπώνεται όμως η πρόταση ότι η Α και η Κ, τουλάχιστον στην περίπτωση της νεοελληνικής γλώσσας, θα ήταν χρήσιμο να αντιμετωπίζονται ως μακροσκοπικές εξιδανικεύσεις, οι οποίες εδράζονται στις επικράτειες, αντίστοιχα, της γραφής και των καθημερινών συζητήσεων και χαρακτηρίζονται από σαφώς καθορισμένη κοινωνική κατανομή×  εν τούτοις, στο μικροσκοπικό επίπεδο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αντίθετοι πόλοι κοινωνιογλωσσικής επιρροής που συσχετίζονται με αντιτιθέμενα επικοινωνιακά περιβάλλοντα και γλωσσικά στοιχεία σε ένα δυναμικό πεδίο συνεχούς μεταβολής.

Οι δύο προαναφερόμενες ομάδες μελετών έχουν να επιδείξουν και πρακτικότερη συνεισφορά στον επιστημονικό διάλογο για τη διφυΐα:  επισημαίνουν ορισμένες προφανείς ανακρίβειες που περιλαμβάνονται στον Ferguson (1959) και που αφορούν τη λειτουργική κατανομή της Καθαρεύουσας (Κθ) και της (Δ)ημοτικής, αντίστοιχα, της Α και της Κ ποικιλίας της ελληνικής.  Για παράδειγμα, ο Ferguson (1959) συντηρεί μια πολύ προγενέστερη κατάσταση πραγμάτων όταν ισχυρίζεται ότι η προσωπική επιστολογραφία διεξάγεται στην Κθ.  Το 1959, και κατά μείζονα λόγο όταν ασχολήθηκε με το θέμα ο Daltas (1973), η Δ είχε αντικαταστήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την Κθ στην ανωτέρω επικράτεια, εκτός ίσως από ορισμένες τυποποιημένες Κθ εκφράσεις έναρξης και περάτωσης μιας επιστολής  οι οποίες διατηρήθηκαν, διανθισμένες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με στοιχεία της Δ, στις επιστολογραφικές συνήθειες ορισμένων μελών της τρίτης κυρίως ηλικίας, ιδιαίτερα εκείνων με δευτεροβάθμια το πολύ παιδεία.  Βεβαίως, στο επίπεδο του ύφους, στοιχεία της Κθ συνεχίζουν και σήμερα να χρησιμοποιούνται αρκετά εκτενώς στην επιστολογραφία.  Παρόμοιες διαπιστώσεις μπορεί να κάνει κανείς και για άλλες επικράτειες της Κθ, οι οποίες όμως προσηλυτίστηκαν στην Δ περισσότερο πρόσφατα.

Πολύ ριζοσπαστικότερες είναι οι προτάσεις οι σχετικές με το εύρος της ενδιάμεσης περιοχής που καταλαμβάνει η διφυΐα στο φάσμα τα άκρα του οποίου ορίζουν αφενός η υφική ποικιλότητα και αφετέρου η αντίθεση ανάμεσα σε ποικιλίες, δηλαδή σε διαλέκτους ή και σε γλώσσες.  Η θέση του Ferguson, όπως προαναφέραμε, είναι όχι απλώς σαφής αλλά και θεμελιώδης για την έννοια της διφυΐας:  η διφυΐα καλύπτει τη μέση περιοχή ανάμεσα, αφενός στην υφική ποικιλότητα και τις θεματικές ποικιλίες, αφετέρου στην αντίθεση μεταξύ γλωσσικών ποικιλιών, και επομένως δεν πρέπει να ταυτίζεται με καμία από τις δύο×  αλλά ούτε και με ολόκληρο το φάσμα πρέπει να ταυτίζεται×  επί πλέον, η διφυΐα αποτελεί μονογλωσσικό φαινόμενο, και επομένως δεν πρέπει να συγχέεται με τη διγλωσσία.

 

2.  Η φισμανική έννοια της διφυΐας του 1967

Εν τούτοις, σε ένα βαρυσήμαντο άρθρο του τού 19671, ο Fishman εισηγείται τον μετριασμό της αυστηρότητας των φεργκυσονικών κριτηρίων διφυϊκότητας.  Η διφυΐα τώρα εξισώνεται με ολόκληρο το φάσμα από την υφική ποικιλότητα έως την πολυγλωσσία - αλλά με μια σημαντική προϋπόθεση:  οι γλωσσικές διακρίσεις, οσοδήποτε λεπτές ή μεγάλης κλίμακας και αν είναι, πρέπει να διαφοροποιούνται λειτουργικά στους κόλπους της ομιλιακής κοινότητας.  Θα επανέλθουμε σε λίγο στο κριτήριο της λειτουργικής διαφοροποίησης.  Προς το παρόν, ας εξετάσουμε τη εννοιολογική βάση της πρότασης του Fishman.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση της διφυϊκής έννοιας για να καλύψει τα πάντα, από την υφική ποικιλότητα έως την εναλλαγή διαλέκτων ή και γλωσσών, έχει ως αφετηρία την επόμενη, θεμελιωδέστερη πρόταση η οποία περιέχεται στο φισμανικό θεωρητικό υπόδειγμα:  η διφυΐα πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τη διγλωσσία.  Μόνο που, στην περίπτωση αυτή, η διγλωσσία θεωρείται αμιγώς ψυχολογικό φαινόμενο:  αφορά την ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί περισσότερες από μία γλωσσικές ποικιλίες.  Αντίθετα, η διφυΐα θεωρείται κοινωνική έννοια, και αναφέρεται στη λειτουργική κατανομή ενός αριθμού γλωσσικών ποικιλιών σε μια κοινότητα προκειμένου να εξυπηρετηθούν διαφορετικές επικοινωνιακές ανάγκες.  Η αναδιάρθρωση του περιεχομένου των δύο εννοιών που πραγματοποιεί ο Fishman είναι σημαντική:  συνήθως, και οι δύο έννοιες διαθέτουν τόσο κοινωνική όσο και ψυχολογική πλευρά, και διαφέρουν μόνο κατά το ότι η διφυΐα αφορά την αντίθεση ποικιλιών της αυτής γλώσσας, από τις οποίες η μία εδράζεται στον γραπτό λόγο και η άλλη στον προφορικό, ενώ η δι-/πολυ-γλωσσία αναφέρεται στην εναλλαγή δύο ή περισσότερων γλωσσών οιουδήποτε συγκριτικού κοινωνικού κύρους.  Στο Σχήμα 1, η διφυϊκή έννοια του Ferguson  περιλαμβάνεται στο εξής φάσμα:

 

ΚΩΔΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ

Κοινωνική πλευρά          Ψυχολογική πλευρά

Δι-/πολυ-γλωσσία

Δι-/πολυ-διαλεκτισμός

Διφυΐα

Θεματικές ποικιλίες

Ύφος

 Σχήμα 1:  Το κατά Ferguson (1959) φάσμα της κωδικής εναλλαγής

 

Αντίθετα, ο Fishman εξισώνει τη διφυΐα με το σύνολο της κοινωνικής πλευράς του φάσματος:

ΚΩΔΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ 

Κοινωνική πλευρά                                        Ψυχολογική πλευρά 

Διφυΐα                                                              Διγλωσσία 

(στην οποία περιλαμβάνονται:

Δι-/πολυ-γλωσσία

Δι-/πολυ-διαλεκτισμός

Κλασική διφυΐα

Θεματικές ποικιλίες

Ύφος)

    Σχήμα 2:  Το κατά Fishman (1972) φάσμα της κωδικής εναλλαγής 

Είναι προφανές ότι η φισμανική διφυΐα δεν αποτελεί απλώς επέκταση και εκλέπτυνση της αρχικής έννοιας, όπως ισχυρίζεται (1972:92), αλλά συνιστά σχεδόν τελείως διαφορετικό όρο.

Για τη διαμόρφωση της έννοιάς του, ο Fishman άντλησε από τον πλούτο της έως τότε έρευνας επί πραγματικών κοινωνιογλωσσικών περιστάσεων, και ενέπνευσε ακόμη περισσότερες, εξ ίσου πολύτιμες, μεταγενέστερες έρευνες.  Το κύριο όφελος από αυτού του είδους την εργασία ήταν ότι κατεδείχθη η κεντρική θέση που κατέχει η ποικιλότητα στο συνολικό γλωσσικό φαινόμενο, γεγονός που κάθε άλλο παρά προφανές ήταν στην επικράτεια της κυρίαρχης γλωσσολογίας μέχρι πριν από τριάντα χρόνια×  ή, αν ήταν προφανές, δεν του επιτρεπόταν να αναστατώνει τη νοικοκυρεμένη εμφάνιση της πλειονότητας των γλωσσολογικών προτάσεων της εποχής.  Ένα περισσότερο συγκεκριμένο όφελος από το φισμανικό είδος της έρευνας ήταν η τεκμηρίωση του γεγονότος ότι ομιλιακές κοινότητες σε όλο τον κόσμο λειτουργούν κοινωνιογλωσσικά επί ενός άξονα μεταβλητότητας που εκτείνεται από την ιδιωτική έως τη δημόσια σφαίρα.  Είναι επομένως κατανοητή, αν ληφθεί υπ' όψιν η χρονική στιγμή που διαμορφώθηκε, η πρόταση του φισμανικού θεωρητικού παραδείγματος ότι η υφική μεταβολή, η θεματική ποικιλότητα, η διφυΐα, ο δι-/πολυ-διαλεκτισμός, και η δι-/πολυ-γλωσσία αποτελούν αποχρώσεις σε ένα φάσμα μέσων, που είναι δυνατό (αλλά, σύμφωνα με τον ίδιο τον Fishman, όχι απαραίτητο:  βλ. κατωτέρω) να υπηρετούν τον ίδιο σκοπό:  τη λειτουργική διαφοροποίηση της ιδιωτικής από τη δημόσια επικράτεια.

Αλλά όσο δικαιολογημένη και αν ήταν στον καιρό της η ανωτέρω πρόταση του Fishman, για εμάς σήμερα (αναμφισβήτητα, επειδή μπορούμε να κρίνουμε εκ των υστέρων) είναι απλώς αυτονόητη, και επί πλέον φορτωμένη με αδικαιολόγητα υψηλό κόστος:  κοινωνιογλωσσικές καταστάσεις που έχουμε κάθε λόγο να τις θεωρούμε διακεκριμένες μεταξύ τους στοιβάζονται όλες μαζί μόνο και μόνο επειδή έχουν και ένα κοινό χαρακτηριστικό.

Φαίνεται επομένως ότι το φισμανικό υπόδειγμα αφέθηκε να υπερβεί τα εσκαμμένα, αφού σε αυτό τονίζεται ό,τι έχει η διφυΐα από κοινού με άλλα φαινόμενα που διατάσσονται στο ίδιο φάσμα, από την ποικιλότητα μικρής κλίμακας, δηλαδή την υφική, έως την μεγάλης κλίμακας εναλλαγή γλωσσών - μάλιστα προχώρησε τόσο πολύ ώστε προκάλεσε επαναβύθιση της διφυΐας στην αδιαφοροποίητη κοινωνιογλωσσική μάζα από την οποία είχε αναδυθεί μόλις πριν από οκτώ χρόνια χάρις στον Ferguson:  ας θυμηθούμε ότι η φισμανική διφυΐα εξισώνεται με το σύνολο του φάσματος της λειτουργικής μεταβλητότητας - στο οποίο βεβαίως περιλαμβάνεται η πολύ ειδικότερη φεργκυσονική έννοια.  Δεν είναι επομένως απορίας άξιο το γεγονός ότι η νέα διφυΐα, με το να "ποζάρει" δίπλα στην, ή και αντί για την, παλαιότερη αντίζηλό της, προκαλεί όλα αυτά τα χρόνια πολύ μεγαλύτερη σύγχυση από την τελευταία2.  Ας αναλύσουμε περαιτέρω τον ισχυρισμό αυτό.

Και πρώτα-πρώτα, στο πλαίσιο του φισμανικού παραδείγματος η αρχική (δυαδική: Α/Κ) έννοια της διφυΐας επεκτείνεται έως το πολυγλωσσικό άκρο του φάσματος ύφους-γλώσσας×  εν τούτοις, δεν δηλώνεται ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει, αλλά η νέα έννοια αποδίδεται στην αρχική φεργκυσονική σύλληψη:

 

"Μέσα στα λίγα χρόνια που πέρασαν από τότε που τον εισηγήθηκε ο Ferguson, ο όρος διφυΐα δεν έχει γίνει απλώς ευρύτατα αποδεκτός τόσο από κοινωνιογλωσσολόγους όσο και από κοινωνιολόγους της γλώσσας, άλλα έχει υποστεί περαιτέρω επέκταση και εκλέπτυνση.  Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε σε αναφορά προς μια κοινωνία η οποία αναγνωρίζει δύο ή περισσότερες γλώσσες ή ποικιλίες για ενδοκοινωνική επικοινωνία."  (Έμφαση στο πρωτότυπο, Fishman 1972:91-2) 

Επίσης, ο Fishman (1972:92) ισχυρίζεται ότι, προκειμένου να επεκτείνει την έννοια της διφυΐας προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς το υφικό άκρο του συνεχούς της λειτουργικής ποικιλότητας, αντλεί από τον Gumperz.  Εντούτοις, στις μελέτες του Gumperz τις οποίες αναφέρει ο Fishman (1972), όποτε γίνεται αναφορά στον Ferguson (1959), το περιεχόμενο της αρχικής φεργκυσονικής σύλληψης διατηρείται ανέπαφο και απλώς συσχετίζεται προς συγκρίσιμα φαινόμενα που διατάσσονται στο φάσμα της ποικιλότητας3.  Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, εξισώνοντας τη διφυΐα με την υφική ποικιλότητα, το φισμανικό παράδειγμα επισκοτίζει την τυπολογική διαφορά ανάμεσα στις διφυϊκές κοινότητες, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν υφική διαφοροποίηση εκτός από τη διφυϊκή αντίθεσή τους, και σε όλους τους άλλους τύπους κοινωνίας, η υφική διαφοροποίηση των οποίων δεν παρουσιάζει ουδεμία ομοιότητα προς τη φεργκυσονική διφυΐα (R.A.Hudson 1980:55·  A.Hudson 1992:618).

Το επόμενο ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι εάν, συνολικά, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι, σε σχέση με την φεργκυσονική αντίζηλό της, η φισμανική διφυΐα συνιστά πρόοδο για την κοινωνιογλωσσολογική θεωρία.

Όπως είπαμε ανωτέρω, ο Fishman διακρίνει ανάμεσα στη διφυΐα, φαινόμενο καθαρά κοινωνικό, και τη διγλωσσία, η οποία είναι καθαρά ψυχολογική.  Μια δεδομένη κοινωνία μπορεί να ανήκει σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες τις οποίες ορίζει η παρουσία ή η απουσία σε αυτές των δύο φαινομένων:  μπορεί κανείς να βρει διφυϊκές κοινωνίες με ή χωρίς διγλωσσία, και μη διφυϊκές κοινωνίες με ή χωρίς διγλωσσία. 

Δ ι φ υ ΐ α 

                        +                                              -

Δ

ι                 1. Διφυΐα και                                       3.  Διγλωσσία

γ      +            διγλωσσία                                            χωρίς διφυΐα

ω                   [+Δφ,+Δγ]                                            [+Δγ,-Δφ]

λ

σ

σ                2. Διφυΐα χωρίς                                   4. Ούτε διγλωσσία 

ί       -             διγλωσσία                                           ούτε διφυΐα

α                    [+Δφ,-Δγ]                                            [-Δγ,-Δφ] 

Σχήμα 3:  Τέσσερις κατηγορίες κοινωνιών που ορίζονται ως προς την παρουσία ή απουσία στους κόλπους τους της διφυΐας και της διγλωσσίας (βάσει του Fishman 1972:93) 

Οι τέσσερις κατηγορίες κοινωνιών που αναγνωρίζονται στο Σχήμα 3 δεν είναι εξ ίσου αναμενόμενο να απαντούν στον πραγματικό κόσμο, και αυτό ισχύει για μερικές πολύ περισσότερο από ό,τι για άλλες.

Και πρώτα-πρώτα, μια κοινωνία με διφυΐα και διγλωσσία, [+Δφ,+Δγ], δεν έχει μεγάλη πιθανότητα να είναι τίποτε άλλο από σπάνιο φαινόμενο ή εξιδανίκευση, και το ίδιο ισχύει για μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από διφυΐα χωρίς διγλωσσία, [+Δφ,-Δγ].  Μάλιστα, στην πραγματική ζωή, δεν είναι καν δυνατό να σύρουμε μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους δύο τύπους κοινωνιών, και ο μόνος ωφέλιμος τρόπος θεώρησής τους είναι ως αντίθετων άκρων ενός συνεχούς, το οποίο όχι απλώς δεν είναι στατικό, αλλά και βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη - αν και ενίοτε η ανάπτυξη είναι δυνατό να επιβραδύνεται, οπότε πλησιάζει τη στατική εξιδανίκευση που απεικονίζεται στην παράσταση του Fishman, ενώ σε άλλες περιπτώσεις επιταχύνεται, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες.

Ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα τα δύο προαναφερόμενα τεταρτημόρια.  Και πρώτα το τεταρτημόριο [+Δφ, -Δγ].  Μια κοινωνία με διφυΐα αλλά χωρίς διγλωσσία, [+Δφ,-Δγ], θα πρέπει να διαθέτει άρχουσα κοινωνική ομάδα, η οποία μιλάει ορισμένη γλώσσα και συνυπάρχει με πολυαριθμότερη μεν αλλά στερούμενη κοινωνικής ισχύος ομάδα που μιλάει άλλη γλώσσα.  Στην καθαρότερή της μορφή, μια τέτοια κατάσταση θα προέκυπτε εάν μια χώρα υφίστατο εισβολή και περιήρχετο στην κατοχή ενός εχθρικού και αλλόγλωσσου στρατού.  Αλλά σε τέτοια περίπτωση, και αν προσπαθούσαμε να εφαρμόσουμε τα κριτήρια κατάταξης του Fishman, θα ήταν θεωρητικά αμφίβολο εάν οι δύο ομάδες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συστατικές της αυτής ομιλιακής κοινότητας, και όχι ως δύο συνυπάρχουσες ομιλιακές κοινότητες χωρίς κοινή γλώσσα.

Προφανώς όμως, από την πρώτη ήδη ημέρα, θα πραγματοποιούνταν επαφές ανάμεσα στον κατακτητή και στους κατακτημένους - διαφορετικά, τί νόημα θα είχε η εισβολή!  Ακόμη προφανέστερα, αυτές οι επαφές θα σπίλωναν την καθαρότητα της κατάστασης διφυΐας χωρίς διγλωσσία, [+Δφ,-Δγ] διότι θα προκαλούσαν εξελικτικές διεργασίες προς την κατεύθυνση του άλλου άκρου του συνεχούς, δηλαδή των καταστάσεων διφυΐας με διγλωσσία, [+Δφ,+Δγ].  Πράγματι, ένας τρόπος να καθιερωθούν επαφές ανάμεσα στις δύο ομάδες, θα ήταν μέσω της χρησιμοποίησης διερμηνέων - δηλαδή μιας τρίτης ομάδας που αναγκαστικά θα ανήκε στον τύπο [+Δφ,+Δγ].  Επίσης, σε πλέον μακροπρόθεσμη βάση, μέλη των δύο ομάδων θα αναγκάζονταν να έλθουν σε άμεση επαφή μεταξύ τους, πράγμα το οποίο θα ενεθάρρυνε τους μεν να μάθουν στοιχεία της γλώσσας των δε ή και να αναπτύξουν ενδιάμεσους, μιγαδικούς τύπους επικοινωνίας, ανάλογα με την αλληλεπίδραση συγκλινουσών και αποκλινουσών δυνάμεων οι οποίες θα αναπτύσσονταν στο πλαίσιο μιας τέτοιας διπολικής κοινωνίας.  Το καθαρό αποτέλεσμα της δράσης των συγκλινουσών δυνάμεων θα είναι η περαιτέρω διολίσθηση της κατάστασης προς το άκρο [+Δφ,+Δγ] του συνεχούς.

Εάν εξετάσουμε λιγότερο ακραίες καταστάσεις, οι οποίες συνήθως εντάσσονται στο τεταρτημόριο [+Δφ,-Δγ] της φισμανικής διάταξης, θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε μετατοπιστεί ακόμη πλησιέστερα προς την περιοχή της διφυΐας με διγλωσσία.  Ο Fasold (1984:41) αναφέρει ως παράδειγμα μιας τέτοιας κατάστασης μια περίοδο στην ιστορία της τσαρικής Ρωσσίας κατά την οποία οι ευγενείς είχαν υιοθετήσει τη μόδα να μιλάνε γαλλικά, ενώ η πλειονότητα του λαού μιλούσε ρωσσικά.  Ωστόσο, θα ήταν μάλλον απίθανο, υπό ομαλάς συνθήκας, να είναι τα μέλη της τάξης των ευγενών ανίκανα, και όχι απλώς απρόθυμα, να μιλήσουν και/ή να κατανοήσουν τα ρωσσικά×  επομένως, η κατάσταση στην πραγματικότητα συνιστούσε κοινωνική διφυΐα, με ένα μέρος της κοινότητας να χαρακτηρίζεται από ψυχολογική διγλωσσία.

Πράγματι, η ανωτέρω κατάσταση προκύπτει κάθε φορά που ένα τμήμα μιας δεδομένης κοινωνίας αναπτύσσει διπλή ταυτότητα, ή απλώς όταν τα μέλη της υποχρεώνονται να χειρίζονται νοήματα στην καθημερινή τους ζωή τα οποία βρίσκονται εγκωδικευμένα σε διαφορετική γλώσσα από τη μητρική τους.  Για παράδειγμα, πολλά πρεσβύτερα μέλη παλαιών Κερκυραϊκών οικογενειών είναι επαρκείς ομιλητές δύο ή τριών από τις κυριότερες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, τις οποίες έμαθαν στην παιδική τους  ηλικία από αλλοδαπές τροφούς, ως τμήμα του δυτικοευρωπαϊκού προσανατολισμού της οικογένειάς τους και παράλληλα με την διαμόρφωση της ελληνικής τους ταυτότητας.  Επίσης, στα περισσότερο τεχνοκρατικά Τμήματα των ελληνικών πανεπιστημίων, η αγγλική χρησιμοποιείται εκτενώς, τουλάχιστον υπό μορφή συχνής ορολογικής παρεμβολής στην ελληνική.  Και ανάμεσα στους μεσοαστούς Έλληνες που σπούδασαν στο εξωτερικό υπάρχουν ορισμένοι που τείνουν να κοσμούν την ανεπίσημη ομιλία τους με στοιχεία της ξένης γλώσσας του ρεπερτορίου τους με στόχο τη συμβολική ταύτισή τους με τη χώρα των σπουδών τους.  Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θα μας ήταν αδύνατο να κρίνουμε αν η συγκεκριμένη κοινωνία είναι διφυϊκή και διγλωσσική, [+Δφ,+Δγ], ή διφυϊκή αλλά όχι διγλωσσική,  [+Δφ,-Δγ].  Θα ήταν λοιπόν πολύ ασφαλέστερο να επιστρέψουμε στην προηγούμενη, φεργκυσονική, σύλληψη της διφυϊκής έννοιας, σύμφωνα με την οποία στις συνηθισμένες διφυϊκές κοινωνικές καταστάσεις απαντά, σε ατομικό επίπεδο, διγλωσσία σε διάφορους βαθμούς. 

Από τα ανωτέρω, καθίσταται περαιτέρω σαφές ότι στο δεύτερο τεταρτημόριο της διφυΐας με διγλωσσία, [+Δφ,+Δγ], στο οποίο θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα βρούμε ένα συνεχές που σμίγει με το (τεχνητά διαχωρισμένο) γειτονικό τεταρτημόριο της διφυΐας χωρίς διγλωσσία, [+Δφ,-Δγ].  Πράγματι, ο Fishman αναφέρει την Παραγουάη ως τυπική περίπτωση διφυϊκής κοινωνίας με διγλωσσία, όπου η ισπανική βρίσκεται σε θέση ποικιλίας Α και η γκουαρανί, γηγενής αμερικανική γλώσσα, λειτουργεί ως Κ.  Εν τούτοις, είναι γνωστό (Rona 1966) ότι μόνο το κοινωνικά ανώτερο 40 τοις εκατό του πληθυσμού της Παραγουάης είναι δίγλωσσοι, ενώ οι υπόλοιποι ομιλητές περιορίζονται στην γκουαρανί.  Επίσης, στην Αϊτή, που είναι μια από τις τέσσερις κοινωνίες στις οποίες στηρίζει ο Ferguson τη διαμόρφωση της αρχικής έννοιας της διφυΐας, μόνο 12 τοις εκατό του πληθυσμού είναι δίγλωσσοι, δηλαδή είναι ομιλητές τόσο της γαλλικής όσο και της βασισμένης στη γαλλική αϊτινής κρεολής (Stewart 1963).  Αλλά και ο Abdulaziz Mkilifi (1978) αναφέρει ότι η διγλωσσία αγγλικής-σουαχίλι περιορίζεται μόνο στο 15 τοις εκατό των Τανζανών.

Ακόμη και σε μια εξόχως αντιπροσωπευτική διφυϊκή κοινότητα, όπως είναι αυτή των γερμανόφωνων ελβετικών καντονίων, όπου σχεδόν όλοι οι πολίτες από την ύστερη σχολική ηλικία και μετά είναι δίγλωσσοι στην ελβετική γερμανική και στην πρότυπη γερμανική, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η πρότυπη γερμανική κατακτάται κυρίως στο σχολείο, και σε συνθήκες που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές της διδασκαλίας/εκμάθησης μιας ξένης ή δεύτερης γλώσσας.  Αυτό σημαίνει ότι η πρότυπη γερμανική στην Ελβετία δεν είναι ίδια με την πρότυπη γερμανική στη Γερμανία:  η μεν είναι λειτουργικά, και επομένως υφικά, προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση των αναγκών του δημόσιου, μάλλον παρά του ιδιωτικού, βίου της κοινότητας, ενώ η δε είναι πλήρως ανεπτυγμένη λειτουργικά και υφικά×  με άλλα λόγια, η πρότυπη γερμανική διαθέτει Α και Κ στρώματα στη Γερμανία, ενώ η πρότυπη γερμανική των ελβετικών καντονίων περιορίζεται σε μία ποικιλία Α, η οποία, επί πλέον, έχει τις ρίζες της στον κόσμο της γραφής και της επίσημης εκπαίδευσης, και μάλιστα κατά τρόπο χαρακτηριστικό της διδασκαλίας/εκμάθησης των ξένων ή δεύτερων γλωσσών.

Οι ανωτέρω περιορισμοί στη φυσικότητα της πρότυπης γερμανικής όπως αυτή χρησιμοποιείται στα γερμανόφωνα ελβετικά καντόνια, είναι δυνατόν να επιδρούν ποικιλοτρόπως τόσο στην ενεργητική όσο και στην παθητική γλωσσική ικανότητα των ομιλητών, σε τρόπο ώστε μερικοί να είναι περισσότερο επιδέξιοι από άλλους.  Αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι ομιλητές είναι σαφέστερα δίγλωσσοι από άλλους. 

Αλλά και στην περίπτωση της νεοελληνικής, η κατάκτηση της Καθαρεύουσας (Κθ) καθυστερούσε αλλά και περιοριζόταν από το γεγονός ότι βασιζόταν στο σχολείο και στην έμφαση που κατ' ανάγκην αυτό δίνει στον γραπτό λόγο, μάλλον παρά στην οικογένεια και την ομάδα των ίσων (ομηλίκων), οι οποίες εξυπηρετούνται κυρίως από τον προφορικό λόγο.  Αποτέλεσμα ήταν ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό κατόρθωνε να αποκτά πλήρη ενεργητικό και παθητικό έλεγχο της γραπτής Κθ, και ακόμη λιγότεροι μπορούσαν να παραγάγουν συνεχή προφορικό λόγο σε ανεκτά συνεπή Κθ χωρίς τη βοήθεια σημειώσεων.  Το γεγονός ότι τόσο η Α (Κθ) όσο και η Κ (Δ) ήσαν ποικιλίες της ελληνικής δεν καθιστούσε την Κθ περισσότερο προσιτή στην πλειονότητα των ομιλητών, με αποτέλεσμα να μη αποτραπεί η απώλεια της θέσης της ως "επίσημης γλώσσας του κράτους" το 1975 (Daltas 1980).

Aπό τα ανωτέρω παραδείγματα ομιλιακών κοινοτήτων, μερικές πλησιάζουν περισσότερο στο ιδεώδες της [+Δφ,+Δγ], ενώ άλλες θα μπορούσαν εξ ίσου καλά να καταταγούν στην κατηγορία της [+Δφ,-Δγ].  Για μία φορά ακόμη, το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι η κοινωνική διφυΐα μπορεί να συνοδεύεται από ψυχολογική διγλωσσία ποικίλης έντασης και είδους ανάλογα με τον ομιλητή, και ποικίλα ποσοστά ομιλητών, ανάλογα με την ομιλιακή κοινότητα, είναι σε θέση να εναλλάσσουν στον λόγο τους τις ποικιλίες Α και Κ.  Είναι επομένως άσκοπο να επιχειρήσουμε να σύρουμε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις διφυϊκές κοινότητες με και χωρίς διγλωσσία, διότι ο διαχωρισμός αυτός θα ήταν όχι μόνο τεχνητός αλλά και επισκοτιστικός της πραγματικής φύσης των φαινομένων, τα οποία, εάν η ανωτέρω ανάλυση είναι ορθή, αποτελούν συνεχές και όχι δύο στατικά κουτιά με κοινή μεν διαχωριστική δε πλευρά.

Το επόμενο, τρίτο, τεταρτημόριο που θα εξετάσουμε είναι της διγλωσσίας χωρίς διφυΐα, [+Δγ,-Δφ].  Κατά τον Fishman, μια τέτοια κοινότητα θα απετελείτο κατά πλειονότητα από ομιλητές που θα χρησιμοποιούσαν οποιαδήποτε από τις δύο ποικιλίες για όλους σχεδόν τους τύπους περιστάσεων, και θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα "ρωγμών" στη διφυΐα.  Η διφυΐα αρχίζει να παρουσιάζει "ρωγμές" και "διαρροές" όταν η μία ποικιλία εξαπλώνεται στην επικράτεια της άλλης σε συνθήκες σταδιακής κατάρρευσης της μεταξύ τους λειτουργικής διαφοροποίησης.  Ωστόσο, η υποτιθέμενη "ελεύθερη εναλλαγή" που κατά τον Fishman χαρακτηρίζει αυτές τις  καταστάσεις επί του κοινωνικού επιπέδου, αποδεικνύεται πολύ περισσότερο δομημένη λειτουργικά, κατά δυναμικό βεβαίως τρόπο, εάν μελετήσει κανείς τις λεπτομέρειες της πραγματικής παραγωγής ομιλίας.

Στο πλαίσιο της έρευνας επί της διαπραγμάτευσης ταυτοτήτων κατά τη συνομιλία μέσω της κωδικής επιλογής, η Scotton (1983) υποστηρίζει πειστικά ότι "κάθε είδους γλωσσική χρήση συνεπάγεται επιλογή από σειρά εναλλακτικών κωδικών λύσεων, δηλαδή μεταξύ υφών, διαλέκτων ή διαφορετικών γλωσσών, σύμφωνα με τους όρους των αρχών της διαπραγμάτευσης" (σ.132).  Οι συμμετέχοντες σε μια συνομιλία δεν συμπεριφέρονται κατά τρόπους που προκαθορίζει ο δεδομένος συνδυασμός περιστασιακών παραγόντων.  Αντίθετα, διαπραγματεύονται μεταξύ τους την ερμηνεία της περίστασης μέσω της συμβολικής υιοθέτησης διαφόρων ταυτοτήτων ο ένας απέναντι στον άλλο δια της επιλογής είτε του αχαρακτήριστου είτε του χαρακτηρισμένου κώδικα σε κάθε επίπεδο όπου είναι δυνατή αυτού του είδους η συμβολική επιλογή, επιλέγοντας δηλαδή από αντιτιθέμενα ύφη, θεματικές ποικιλίες (registers), διφυϊκού κώδικες, διαλέκτους ή γλώσσες (Scotton 1986).

Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι, όσο η διφυΐα διατηρεί τον χαρακτήρα του ευκρινώς ορατού κοινωνικού φαινομένου, οι συνομιλητές είναι δυνατό να επιλέξουν τον αχαρακτήριστο, δηλαδή τον αναμενόμενο, κώδικα σε δεδομένη περίσταση, για παράδειγμα τον Α σε μια κρατική υπηρεσία προκειμένου να τονίσουν τον επίσημο χαρακτήρα της δοσοληψίας×  ή εκείνος από τους συναλλασσόμενους ο οποίος βρίσκεται σε μειονεκτούσα θέση ως προς τον άλλο επειδή του ζητάει κάποια χάρη είναι δυνατό να εισαγάγει στον λόγο του στοιχεία της Κ ποικιλίας, η οποία είναι χαρακτηρισμένη, ήτοι μη αναμενόμενη, στη συγκεκριμένη περίσταση, με στόχο να επανερμηνευθεί η περίσταση ως αφορούσα οικείους, ή και ίσους.

Όταν η διφυΐα αρχίζει να παρουσιάζει διαρροές και να καταρρέει, οι εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες προηγουμένως παρέχονταν βάσει ενιαίου κοινωνικού συνταγολογίου, τώρα διατίθενται επί του κατά πολύ ρευστότερου επιπέδου του ύφους, παραμένοντας πάντως φορτισμένες με τη μνήμη του διφυϊκού τους παρελθόντος.  Με άλλα λόγια, οι συμμετέχοντες σε μια συνομιλία συνεχίζουν να δέχονται το διφυϊκό σήμα, αλλά είναι τώρα πολύ περισσότερο ελεύθεροι να πειραματιστούν με αυτό και να το επαναπέμψουν σε δημιουργικά ή έστω ιδιοσυγκρασιακά τροποποιημένη μορφή, τέτοια που μπορεί να τύχει, αλλά μπορεί και να μη τύχει, της συναίνεσης της ευρύτερης κοινωνίας (Daltas 1992).  Eάν, επομένως, είναι κατ' αρχήν δυνατή η κωδική επιλογή, αυτή δεν πραγματοποιείται "ελεύθερα" ή εική και ως έτυχεν, αλλά συσχετίζεται πάντοτε λειτουργικά και δυναμικά με τη διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων των συμμετεχόντων στη συνομιλία.  Κατά συνέπεια, το τεταρτημόριο της [+Δγ,-Δφ] όχι απλώς δεν περιέχει ασταθείς και μεταβατικές κοινότητες, όπως πιστεύει ο Fishman, αλλά συνιστά ένα από κάθε άποψη κενό κουτί.

Το τελευταίο τεταρτημόριο προς εξέταση είναι το χωρίς διγλωσσία και χωρίς διφυΐα, [-Δγ,-Δφ].  Κατά τον ίδιο τον Fishman (1972:106), αυτή η λογικά δυνατή κατάσταση στην πραγματικότητα "αυτοκαταργείται", αφού απαιτεί μια απολύτως ομοιογενή κοινότητα τα μέλη της οποίας επικοινωνούν μεταξύ τους βάσει μιας απολύτως ομοιογενούς γλωσσικής ποικιλίας η οποία δεν επιτρέπει καμία απολύτως επιλογή, ούτε καν στο επίπεδο του ύφους.  Εφόσον τέτοιες κοινότητες δεν απαντούν στην πραγματική ζωή (αν και είναι κοινότατες σε πολλές περιγραφές της παραδοσιακής γλωσσολογίας!), δεν χρειάζεται να απασχοληθούμε μαζί τους περαιτέρω.

Στην ανωτέρω ανάλυση, επιχειρήσαμε να αξιολογήσουμε την εσωτερική συνέπεια της φισμανικής διάταξης του Σχήματος 3 ανωτέρω, και διαπιστώσαμε ότι το υποκείμενο θεωρητικό υπόδειγμα παρουσιάζει σοβαρή ανεπάρκεια.  Όταν απομακρύνουμε από μπροστά μας τα τέσσερα τεταρτημόρια και απαλλαγούμε από τη σύγχυση που αυτά προκαλούν, αυτό που απομένει είναι ένα δυναμικό συνεχές εναλλακτικών επιλογών που άλλοτε είναι ευκρινέστερα ορατά κοινωνικώς και άλλοτε βυθίζονται κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης των επί μέρους μελών του κοινωνικού σώματος.  Ορισμένα μέλη της κοινότητας έχουν ευχερέστερη πρόσβαση σε αυτές τις επιλογές κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων της προσωπικής τους ιστορίας×  ενώ άλλοι ομιλητές αποκτούν πιο περιορισμένο έλεγχο αυτών των εναλλακτικών γλωσσικών μέσων, και σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με το αν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους του ομιλητή ή του ακροατή.  Το αποτέλεσμα είναι ότι τα μέλη μιας κοινότητας είναι δυνατό να διαφέρουν μεταξύ τους έντονα ως προς την ικανότητά τους να επενεργούν επί του κυρίαρχου συσχετισμού επιλογών, και να μεταβάλλουν τη σύσταση και την κατεύθυνσή του μέσω της καθημερινής τους διαπραγμάτευσης ταυτοτήτων στο πλαίσιο πραγματικών κοινωνιογλωσσικών καταστάσεων.

Ένας ιδιαίτερος τύπος εναλλαγής είναι η φεργκυσονική διφυΐα.  Διαφέρει από το σύμφυρμα της ποικιλότητας το οποίο ο Fishman δέχεται ως διφυΐα, όχι μόνο κατά το ότι καλύπτει το μέσο του συνεχούς το οποίο εκτείνεται από την υφική ποικιλότητα έως την εναλλαγή γλωσσών, αλλά επίσης ως προς το περιεχόμενο:  αν και η φεργκυσονική διφυΐα αφορά ποικιλίες που από κοινωνική άποψη θεωρούνται ότι ανήκουν στην ίδια γλώσσα, στην πραγματικότητα μία από αυτές κατακτάται στο πλαίσιο του σχολείου και ουδείς στην κοινότητα τη χρησιμοποιεί για απλή, καθημερινή επικοινωνία5.  Μια αδυναμία που παρουσιάζει η φεργκυσονική πρόταση είναι ότι δεν διακρίνεται κατά θεωρητικά τεκμηριωμένο τρόπο η διφυΐα ως κοινωνικά ορατό μεν εξιδανικευμένο δε σχήμα από την εξαιρετικά ποικίλη εφαρμογή της έννοιας  αυτής κατά την επικοινωνιακή τέλεση.

Ο Fishman προτείνει τη δική του εκδοχή της διφυΐας, η οποία, όπως είπαμε, καλύπτει κάθε είδους ποικιλότητα, από την υφική μετατόπιση έως τη γλωσσική εναλλαγή, ως επέκταση της αρχικής φεργκυσονικής έννοιας.  Κατά τη δική του διατύπωση, οι δύο εκδοχές της διφυϊκής έννοιας δεν συγκρούονται αλλά η νεότερη συμπληρώνει την πρωτότυπη έννοια, αφού τόσο η μεν όσο και η δε χαρακτηρίζονται από λειτουργική διαφοροποίηση:  δύο (ή περισσότεροι) κώδικες, είτε για ύφη πρόκειται, είτε για θεματικές ποικιλίες, Α/Κ κλασικές διφυϊκές ποικιλίες, διαλέκτους ή γλώσσες, είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές ως συστατικές ενός τύπου διφυϊκής εναλλαγής υπό τον όρο ότι διαφοροποιούνται λειτουργικά κατά τρόπο ώστε μία (ή περισσότερες) από αυτές να βρίσκεται / βρίσκονται σε χρήση στη δημόσια σφαίρα του βίου και η άλλη (ή οι άλλες) στην ιδιωτική.  Αλλά όπως είδαμε ανωτέρω, ο Fishman δεν παραθέτει ούτε ένα παράδειγμα ομιλιακής κοινότητας που στερείται διαφοροποίησης λειτουργιών επί του άξονα δημοσιότητας / ιδιωτικότητας (ή επισημότητας / ανεπισημότητας), και που δεν διαθέτει εναλλακτικούς κώδικες για την εξυπηρέτηση αυτών των λειτουργιών.  Με άλλους λόγους, δεν γνωρίζουμε κάποιο φυσικό μέσο επικοινωνίας που στερεί τους χρήστες του από τη δυνατότητα επιλογής, ούτε έχουμε επισημάνει κάποια περίπτωση γλωσσικής ποικιλότητας που να ανήκει στο υποτιθέμενο "ελεύθερο", δηλαδή λειτουργικά ουδέτερο, είδος.

Επιπλέον, η διάκριση που κάνει ο Fishman ανάμεσα στην κοινωνική διφυΐα και την ψυχολογική διγλωσσία διευρύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στις δύο αντίζηλες έννοιες, και προσθέτει ένα νέο είδος διγλωσσίας, της αποκλειστικά ψυχολογικής, σε αυτήν που ήδη υπήρχε και που διέθετε τόσο κοινωνική όσο και ατομική (ψυχολογική) πλευρά.  Αυτή η υπερπαραγωγή ορολογίας θα ήταν ευπρόσδεκτη εάν συντελούσε στην καλύτερη κατανόηση των μελετώμενων φαινομένων.  Όπως όμως καταδείξαμε ανωτέρω, τα φισμανικά τεταρτημόρια είτε παραποιούν την πραγματικότητα είτε είναι απλώς κενά περιεχομένου.

 

3.  Η φαζολδική έννοια της διφυΐας

Ο Fasold (1984:52ff) επιχειρεί να συνδυάσει τη φισμανική διφυΐα, αφού τη μετονομάσει σε ευρεία διφυΐα, με τη φεργκυσονική έννοια, η οποία τώρα λέγεται κλασική διφυΐα.  Η κλασική διφυΐα καλύπτει "ένα βολικό μέσο χώρο στο φάσμα σχέσεων που είναι δυνατό να απαντούν στην ευρεία διφυΐα.  Όπου η Ανώτερη και η Κατώτερη γλωσσική ποικιλία συγγενεύουν λιγότερο στενά, έχουμε υπερκείμενη διγλωσσία.  Όπου η Α και η Κ παρουσιάζουν στενότερη συγγένεια, μπορούμε να μιλάμε για υφική μετατόπιση."  (σ.54).


ΚΩΔΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ 

Κοινωνική πλευρά      Ψυχολογική πλευρά

Ευρεία Διφυΐα

(στην οποία περιλαμβάνονται:

Υπερκείμενη διγλωσσία [δηλ. δι-/πολυ-γλωσσία και δι-/πολυ-διαλεκτισμός]

Κλασική διφυΐα

Θεματικές ποικιλίες (registers)

Υφική μετατόπιση)

 Σχήμα 4:  Το κατά Fasold (1984) φάσμα της κωδικής εναλλαγής 

Πρώτα-πρώτα, όταν ο Fasold αναφέρεται στην υπερκείμενη διγλωσσία είναι σαφές ότι έχει τη συνήθη, κοινωνική και ψυχολογική, έννοια κατά νου και όχι την αποκλειστικά ψυχολογική που προτείνει ο Fishman.  Εκτός από αυτό, όμως, η βάση της ανωτέρω διατύπωσης είναι ότι ο Fasold συμφωνεί με την πρόταση του Fishman ότι μόνο η λειτουργική ποικιλότητα στοιχειοθετεί δικαίωμα για αναγνώριση της διφυϊκής ιδιότητας.  Εν τούτοις, όπως υποστηρίξαμε ανωτέρω, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι δυνατόν να υπάρχει ποικιλότητα που δεν εξυπηρετεί ορισμένους λειτουργικούς σκοπούς.  Επομένως, κάθε είδους ποικιλότητα πρέπει να είναι διφυϊκή - ακόμη και σύμφωνα με τους (αντιφατικούς) όρους του ίδιου του Fishman και του Fasold.  Πράγματι, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την παρουσίαση των διφυϊκών εξελίξεων στην Ελλάδα και την Τανζανία, η διφυΐα των οποίων παρουσιάζει ρωγμές, ο Fasold συμπεραίνει:  "Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν μπορούμε να μιλάμε για το τέλος της διφυΐας.  Η διφυΐα δεν τελειώνει ποτέ× είναι καθολικό χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας." (σ.57).  Αλλά καθολικό χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας είναι η ποικιλότητα, όχι η διφυΐα, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο των Fishman-Fasold:  ας θυμηθούμε ότι δύο από τα φισμανικά τεταρτημόρια του Σχήματος 3 αφορούν ποικιλότητα (ο φισμανικός όρος είναι διγλωσσία) χωρίς διφυΐα.  Αντίθετα, η διφυΐα αποτελεί ειδική περίπτωση ποικιλότητας, δυνατότητα την οποία επιλέγουν να πραγματώσουν ορισμένες μόνο κοινότητες, εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες.  Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό επισημαίνει η διατύπωση του Ferguson, ενώ το αντιπαρέρχονται οι ορισμοί του Fishman και του Falold.

 

4.  Η φισμανική έννοια της διφυΐας του 1980

Η τέταρτη εκδοχή της διφυϊκής έννοιας που θα εξετάσουμε είναι η προτεινόμενη από τον Fishman (1980).  O λόγος για τον οποίο ασχολούμαστε με τον Fishman (1980) μετά, και όχι πριν, από τον κατά τέσσερα χρόνια μεταγενέστερο Fasold (1984) είναι ότι η φισμανική έννοια της διφυΐας του 1980 έχει απομακρυνθεί από την προκάτοχό της του 1967 περισσότερο από ό,τι η φαζολδική εκδοχή.

Σε αυτή την περισσότερο πρόσφατη επανεξέταση των δυνατών σχέσεων μεταξύ της κοινωνικής διφυΐας και της ατομικής διγλωσσίας, ο Fishman (1980:6) διατηρεί τα τέσσερα τεταρτημόρια του Fishman (1967) (βλ. Σχήμα 3 ανωτέρω).  Εν τούτοις, και για τους ίδιους πάνω-κάτω λόγους που εκτίθενται στο 2. και 3. ανωτέρω, αναγνωρίζει τώρα (σ.6) ότι "Τόσο η διφυΐα όσο και η διγλωσσία είναι συνεχείς μεταβλητές, καταστάσεις υποκείμενες σε διαβάθμιση μάλλον παρά φαινόμενα του τύπου όλα-ή-τίποτε, ακόμη και όταν υπάρχει στεγανοποίηση.  Παρ' όλα αυτά, για τους σκοπούς της αρχικής εννοιολογικής καθαρότητας, είναι απλούστερο να τις αντιμετωπίζουμε και τις δύο σαν να ήσαν διχοτομικές μεταβλητές."  Πράγματι, η περιγραφή του περιεχομένου των τεσσάρων τεταρτημορίων επιτρέπει τώρα να ληφθεί υπ' όψιν η ρευστότητα που παρουσιάζουν τα αντίστοιχα φαινόμενα σε συνθήκες πραγματικής ζωής (σσ.3-9).  Η μετάβαση από τις διφυϊκές καταστάσεις με διγλωσσία σε αυτές χωρίς διγλωσσία γίνεται τώρα σταδιακά, και το ίδιο ισχύει για τις διγλωσσικές καταστάσεις με και χωρίς διφυΐα.  Ίσως, επομένως, να είναι αποδοτικότερο αν αντιμετωπίσουμε τους τέσσερις δυνατούς συνδυασμούς [-Δφ] και [-Δγ] ως εστιακά σημεία κοινωνιογλωσσικής οργάνωσης και όχι ως κουτιά ή κελλία.

Ωστόσο, η βασική διαφορά μεταξύ της φεργκυσονικής διφυΐας και της φισμανικής αντιζήλου της διατηρείται με τη μορφή που προτείνει ο Fasold, δηλαδή η πρώτη περιέχεται στην - κατά πολύ ευρύτερη - τελευταία ως υποπερίπτωσή της.  Κατ' αυτόν τον τρόπο, αναγνωρίζονται τέσσερις τύποι σχέσεων Α/Κ (σ.4):  (α)  η Α, που είναι κλασική, και η Κ, που είναι καθομιλούμενη, συγγενεύουν×  (β)  η Α, που είναι κλασική, και η Κ, που είναι καθομιλούμενη, δεν συγγενεύουν×  (γ)  η Α, που είναι γραπτή/επίσημη προφορική, και η Κ, που είναι καθομιλούμενη, δεν συγγενεύουν×  και (δ)  η Α, που είναι γραπτή/επίσημη προφορική, και η Κ, που είναι καθομιλούμενη, συγγενεύουν.  Θα παρατηρηθεί ότι μόνο οι τύποι (α) και (δ) φαίνεται ότι αντιστοιχούν στη φεργκυσονική διφυΐα κατά το ότι αφορούν συγγενείς γλωσσικές ποικιλίες.  Μάλιστα, ο τύπος (δ) μπορεί να θεωρηθεί με την πρώτη ματιά ότι υπερβαίνει τα όρια της κλασικής διφυΐας.  Εν τούτοις, τα δύο κριτήρια που θα εκθέσουμε κατωτέρω περιορίζουν δραστικά την επικράτεια εφαρμογής του.

Πράγματι, το εύρος της φισμανικής διφυΐας περιορίζεται τώρα δραστικά βάσει δύο κριτηρίων, από τα οποία το ένα είναι τυπικό (γλωσσικό) και το άλλο λειτουργικό (κοινωνικό).  Βάσει του πρώτου κριτηρίου, μόνο "σημαντικά αποκλίνουσες" γλωσσικές ποικιλίες επιτρέπεται να θεωρούνται ως μετέχουσες σε σχέση Α/Κ "...τέτοιας μορφής ώστε χωρίς σχολική εκπαίδευση η γραπτή/επίσημη προφορική δεν είναι καν κατανοητή..." (σ.4).  Το κριτήριο αυτό εξαιρεί, και πολύ σωστά, από τη διφυϊκή ιδιότητα πολλές μονογλωσσικές καταστάσεις αντίθεσης μεταξύ διαλέκτου και πρότυπης ποικιλίας.  Εξαιρεί επίσης περιπτώσεις υφικής διαφοροποίησης επί του άξονα επισημότητας-ανεπισημότητας (αν και ο Fishman δεν εξάγει ρητά το λογικό αυτό συμπέρασμα).

Το δεύτερο, λειτουργικό, κριτήριο, το οποίο εφαρμόζεται παράλληλα με το γλωσσικό, είναι πολύ αυστηρότερο σε σύγκριση με την προγενέστερη εκδοχή του:  η έμφαση τώρα βρίσκεται στην "κοινωνική στεγανοποίηση" - σε αντίθεση προς την απλή λειτουργική διαφοροποίηση η οποία κάνει επίσης δεκτές καταστάσεις αντίθεσης μεταξύ μιας διαλέκτου και μιας πρότυπης ποικιλίας καθώς και μεταξύ υφών.  Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η προγενέστερη και η πλέον πρόσφατη ορολογική εκδοχή του κριτηρίου αυτού μπορούν να θεωρηθούν συνώνυμες:  η λειτουργική διαφοροποίηση έχει ipso facto την έγκριση της κοινωνίας και συντηρείται από αυτήν.  Εν τούτοις, και παρά το γεγονός ότι ο Fishman δεν κάνει ρητά ούτε αυτή τη διαπίστωση, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κοινωνική στεγανοποίηση αφορά την ευκρινώς ορατή κατανομή του λειτουργικού φόρτου εργασίας και όχι τις υφικές επιλογές που πραγματοποιούνται σε ατομικό επίπεδο, συχνά (κοντά στο ανεπίσημο άκρο του συνεχούς) υποσυνείδητα, και όμως μέσα στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της κοινωνίας.  Το Σχήμα 5 συλλαμβάνει τους τύπους ποικιλότητας τους οποίους καλύπτει το φισμανικό υπόδειγμα διφυΐας του 1980:

ΚΩΔΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ

                        Κοινωνική πλευρά                                        Ψυχολογική πλευρά

            Ευρεία Διφυΐα                                                  Διγλωσσία

            (η οποία περιλαμβάνει:

            Δι-/πολυ-γλωσσία

            Κλασική διφυΐα)

 Σχήμα 5:  Το κατά Fishman (1980) φάσμα της κωδικής εναλλαγής 

Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των ανωτέρω δύο κριτηρίων, η φισμανική διφυΐα έχει τώρα μετατοπιστεί πολύ πλησιέστερα προς την αρχική φεργκυσονική έννοια:  η πρώτη από τις δύο παραμένει ευρύτερη από την τελευταία κατά το ότι αναγνωρίζει ως διφυϊκές καταστάσεις στις οποίες συμμετέχουν διαφορετικές γλώσσες, και όχι απλώς (έντονα αποκλίνουσες) ποικιλίες της ίδιας γλώσσας, αν και δεν καλύπτει πλέον καταστάσεις αντίθεσης μεταξύ διαλέκτου και πρότυπης ποικιλίας ή καταστάσεις υφικής διαφοροποίησης.  Εν τούτοις, ακριβώς λόγω της ευρύτερης έκτασής της, η πιο πρόσφατη φισμανική έννοια καλύπτει επίσης και αρκετές, συνθετότερες "...περιπτώσεις δύο Α σε συνδυασμό με μία Κ, όπου η μία Α συνήθως χρησιμοποιείται για εθνικά φορτισμένες ή παραδοσιακές επιδιώξεις και η άλλη για μη φορτισμένες εθνικά ή σύγχρονες επιδιώξεις" (σ.4).  Το βήμα αυτό οδηγεί κατά φυσικό τρόπο στην αποδοχή του σχήματος που απαντά σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες και στο οποίο "...συμμετέχουν τόσο μία Δυτική γλώσσα Ευρύτερης Επικοινωνίας όσο και μία ή περισσότερες ευνοούμενες προτυποποιημένες καθομιλούμενες ως Α, καθώς και οι ίδιες (ή και περισσότερες) τοπικές καθομιλούμενες ως Κ" (σ.5).  Αλλά εάν δεχτούμε ως διφυϊκές καταστάσεις στις οποίες μία τοπική καθομιλούμενη επιτελεί τόσο Α όσο και Κ λειτουργίες (και ανεξάρτητα από την παρουσία μίας Α ξένης γλώσσας), τότε έχουμε επιτρέψει στις υφικές αντιθέσεις καθώς και σε αυτές που χωρούν μεταξύ διαλέκτου και πρότυπης ποικιλίας να ξαναμπούν στην επικράτεια της διφυΐας από την πίσω πόρτα.

Η εισαγωγή των δύο κριτηρίων, του γλωσσικού και της κοινωνικής στεγανοποίησης, επέφερε επίσης ενδιαφέρουσες μεταλλαγές στο τεταρτημόριο της [+Δγ,-Δφ] καθώς και σε αυτό της [-Δγ,-Δφ].  Όπως θα θυμάται ο αναγνώστης, στην επισκόπηση της φισμανικής διφυΐας του 1967 υποστηρίξαμε ότι τα δύο αυτά τεταρτημόρια είναι από κάθε άποψη κενά.  Πράγματι, καταδείξαμε ότι, όσον αφορά το πρώτο από τα προαναφερόμενα τεταρτημόρια, δεν υπάρχει ποικιλότητα που να μη διαθέτει κοινωνική λειτουργικότητα, και ως προς το τελευταίο, ότι είναι αδύνατο να υπάρξει απολύτως ομοιογενής κοινότητα.  Αλλά στο θεωρητικό υπόδειγμα του 1980, τα δύο τεταρτημόρια έχουν επαναπληρωθεί κατά ικανοποιητικότερο θεωρητικά τρόπο.

Και πρώτα-πρώτα, οι καταστάσεις της [+Δγ,-Δφ] θεωρούνται τώρα όχι απλώς ασταθείς αλλά, πιο συγκεκριμένα, μεταβαλλόμενες σε καταστάσεις της [-Δγ,-Δφ], αντί να εκλαμβάνονται, όπως συνέβαινε παλαιότερα, ως σαφώς διακεκριμένες από τις τελευταίες.  Σχετικά με τη μεταβατικότητα, προτείνεται ο "χονδρικός κανόνας των τριών γενεών" (σ.8) για τη διάκριση των σταθερών διφυϊκών καταστάσεων από τις ασταθείς:  οι καταστάσεις που καταχωρούνται στο τεταρτημόριο [+Δγ,-Δφ] είναι εκείνες οι οποίες δεν διαρκούν περισσότερο από τρεις γενεές.  Τέτοιου είδους καταστάσεις ανακύπτουν όταν "...γηγενείς γλώσσες εκτοπίζονται από επείσακτες..." ή όταν "...μεταναστεύουσες γλώσσες [εξαφανίζονται] επειδή οι ομιλητές τους [υιοθετούν] τη γλώσσα της χώρας υποδοχής" (σ.8).  Η κατάταξη των δύο αυτών τελείως διαφορετικών καταστάσεων στο ίδιο τεταρτημόριο είναι αποτέλεσμα της απουσίας κοινωνικής στεγανοποίησης:  και στις δύο περιπτώσεις, "...η γλώσσα της οικογενειακής εστίας (αφενός, των γηγενών πληθυσμών, και αφετέρου, των μεταναστών) [δεν μπορεί] να αμυνθεί εναντίον του αποτελεσματικότερου συστήματος αμοιβών και ποινών που συσχετίζεται με τη γλώσσα των νέων θεσμών κάτω από την επίδραση των οποίων βρίσκονται τώρα αυτοί οι ομιλητές αφού με αυτούς έχουν πλέον να κάνουν" (σ.8), και τελικά υποκύπτουν, συνήθως μέσα σε τρεις το πολύ γενεές.  Θα πρέπει να τονιστεί ότι σε όλες τις καταστάσεις αυτού του τεταρτημορίου βρίσκονται αναμεμιγμένες διαφορετικές γλώσσες και όχι ποικιλίες της ίδιας γλώσσας.  Μάλιστα, ακριβώς αυτός ο περιορισμός είναι η αιτία της επαναπλήρωσης αυτού του τεταρτημορίου, ενώ το φισμανικό υπόδειγμα του 1967 επέτρεπε την κατάταξη κάθε είδους αντιθέσεων σε αυτό το τεταρτημόριο, με αποτέλεσμα να είναι θεωρητικά αδύνατο να έχει αυτό οποιοδήποτε περιεχόμενο.

Όπως προαναφέραμε, οι καταστάσεις του τεταρτημορίου της [+Δγ,-Δφ], οι οποίες είναι εγγενώς ασταθείς, τείνουν να διολισθαίνουν προς το τεταρτημόριο των καταστάσεων [-Δγ,-Δφ], πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν μια κυρίαρχη ομάδα αφομοιώνει μια μειονότητα ως προς τη γλώσσα (και ίσως ως προς τον πολιτισμό) ή την εξοντώνει.  Εν τούτοις, υπάρχουν ορισμένα περιβάλλοντα, για παράδειγμα, η Κορέα, η Υεμένη, η Κούβα, η Πορτογαλία και η Νορβηγία, που "... χαρακτηρίζονται κατά τον δεύτερο τρόπο χωρίς να έχουν ποτέ περάσει από το πρώτο στάδιο" κατά το ότι "...έχουν δεχθεί σχετικά ελάχιστους μετανάστες κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και δεν διαθέτουν, ή διαθέτουν ελάχιστες, γηγενείς μειονότητες" (σ.9).  Θα πρέπει πάντως να τονιστεί ακόμη μία φορά ότι αυτό το τεταρτημόριο, της [-Δγ,-Δφ] έχει τώρα πληρωθεί (με μονογλωσσικές καταστάσεις) ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι αντιθέσεις ύφους ή διαλέκτου/πρότυπης ποικιλίας δεν γίνονται πλέον δεκτές στο φισμανικό διφυϊκό πλαίσιο.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πλέον πρόσφατο διφυϊκό υπόδειγμα που προτείνει ο Fishman (1980) είναι κομψότερο από το προηγούμενο φισμανικό υπόδειγμα του 1967, με αποτέλεσμα να βρίσκεται πλησιέστερα προς την αρχική φεργκυσονική έννοια της διφυΐας.  Επίσης, παρουσιάζει μεγαλύτερη εσωτερική συνέπεια σε σύγκριση προς το υπόδειγμα του Fasold (1984) (βλ. 3. ανωτέρω).  Εν τούτοις, το φισμανικό υπόδειγμα του 1980 συνεχίζει να παρουσιάζει δυσλειτουργίες λόγω ορισμένων από τις αντιφάσεις που έχει κληρονομήσει από τον θεωρητικό του πρόγονο του 1967.  Πράγματι, το νέο υπόδειγμα συνεχίζει να κατατάσσει κάτω από την ίδια θεωρητική στέγη (α) καταστάσεις κοινωνικής διγλωσσίας κατά τις οποίες, ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, της μετανάστευσης ή της δημιουργίας νέων πολυεθνικών κρατών, μια ξένη γλώσσα επιτελεί τις Α λειτουργίες ενός έθνους και μια τοπική ποικιλία τις Κ λειτουργίες×  και (β)  μονογλωσσικές κοινωνίες, στο πλαίσιο των οποίων ο υψηλός βαθμός κοινωνικής στεγανοποίησης έχει οδηγήσει στην έντονη τυπική και λειτουργική διαφοροποίηση της γλώσσας αυτής, με αποτέλεσμα να έχουν διαμορφωθεί δύο ποικιλίες, η μία από τις οποίες επιτελεί Α λειτουργίες και η άλλη Κ.  Ωστόσο, ο πρώτος από τους προαναφερόμενους τύπους καταστάσεων, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινωνική διγλωσσία, είναι πολύ περισσότερο "αναμενόμενος" στον σύγχρονο κόσμο και τείνει να διαμορφώνεται σε πολύ πιο βραχυπρόθεσμη βάση από τον δεύτερο.  Πράγματι, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουμε έλλειψη εθνών που να εισβάλλουν το ένα στα εδάφη του άλλου ή μεγάλων πληθυσμών που να μεταναστεύουν σε χώρες όπου μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες ή νέων πολυεθνικών κρατών όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή δημιουργίας συνθηκών που ευνοούν την ανάπτυξη καταστάσεων "ευρείας διφυΐας" σύμφωνα με τις προτάσεις των Falold και Fishman.

Από την άλλη πλευρά, η μακροπρόθεσμη κοινωνιογλωσσική διεργασία, η οποία, στους κόλπους της ίδιας γλώσσας και πολιτισμού, οδηγεί στη τυπική και λειτουργική πόλωση, δηλαδή τη φεργκυσονική διφυΐα, είναι ριζικά διαφορετική υπόθεση.  Ίσως μάλιστα να είναι και πολύ πιθανότερο να πέσει θύμα του σύγχρονου τρόπου ζωής ο οποίος δεν παύει να υπονομεύει την κοινωνική στεγανοποίηση χάριν της αποτελεσματικότητας και του διεθνισμού.  Όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Fishman (1980:12):

"Η σύγχρονη ζωή είναι στις περισσότερες εκφάνσεις της αφιλόξενη - είτε ιδεολογικά είτε πρακτικά - απέναντι στη στεγανοποίηση της συμπεριφοράς και των αξιών ενός λαού.  Η ρευστότητα των ορίων ανάμεσα στους ρόλους και τα δίκτυα, ή ακόμη και η εξασθένιση και η κατάλυση των ορίων, αποτελεί ταυτόχρονα στόχο και αποτέλεσμα του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης συμπεριφοράς και της έμφασής της στην αποτελεσματικότητα και στην αμοιβαιότητα/αλληλεγγύη της κοινωνικής συμπεριφοράς." 

Η ανωτέρω διεργασία δεν μπορεί να ανακόψει την επέλαση νέων πολυγλωσσικών καταστάσεων που στη συνέχεια είναι δυνατόν να προσανατολιστούν προς ένα από τα τέσσερα εστιακά σημεία του φισμανικού τετραγώνου (βλ. Σχήμα 3 ανωτέρω).  Εν τούτοις, έχει στη διάθεσή του όσο χρονικό περιθώριο χρειάζεται για να υπονομεύσει μια ήδη διαμορφωμένη περίσταση διφυΐας φεργκυσονικού τύπου.

 

5.  Συμπέρασμα

Εν συμπεράσματι, δεν υπάρχει λόγος να χαρακτηριστεί διφυϊκή η λειτουργική ποικιλότητα, πλευρές της οποίας είναι παρούσες σε κάθε κανονική κοινωνία.  Αντίθετα, η φεργκυσονική διφυΐα θα πρέπει να διατηρηθεί ως χρήσιμος όρος με τον οποίο μπορούμε να αναφερόμαστε σε έναν συγκεκριμένο τύπο ποικιλότητας που αφορά μία ποικιλία Α και μία Κ οι οποίες (στα μάτια του κοινωνικού σώματος φαίνονται να) ανήκουν στην ίδια γλώσσα×  επί πλέον, η πρώτη από τις ποικιλίες αυτές δεν χρησιμοποιείται στις καθημερινές συζητήσεις - αν και είναι δυνατόν να ποικίλλεται η απλή μας κουβέντα με ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό υφικά λειτουργικών γλωσσικών τύπων Α, ανάλογα, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, και με τον βαθμό στον οποίο ελέγχει ένας ομιλητής το διφυϊκό σύστημα.  Μάλιστα, αυτό που αναγνωρίζεται κοινωνικά ως διφυΐα δεν έχει άμεση σχέση με το πώς πραγματώνουν οι πραγματικοί ομιλητές τις συναφείς αντιθέσεις, παράλληλα με κάθε είδους άλλες δυνατότητες, προκειμένου να διαπραγματευτούν με τον συνομιλητή τους την αναγνώριση των εκάστοτε επιθυμητών ταυτοτήτων και να διατηρήσουν τη γλώσσα ανέπαφη - και ωστόσο σε αδιάκοπη εξέλιξη μέσα στον χρόνο καθώς και στον κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[Τὸ ἀνωτέρω κείμενο ἀποτελεῖ μετάφραση στὰ Ἑλληνικὰ τοῦ The concept of diglossia: From Ferguson to Fishman to Fasold.” I.Philippaki-Warburton, K.Nicolaidis & M.Sifianou. (eds.) Themes in Greek Linguistics. John Benjamins Publishing Company. 1994.]  

Τὸ πρωτότυπο ἀγγλικὸ κείμενο στὸν σύνδεσμο:

https://drive.google.com/file/d/1zD6FFwxAJaWmAqvPVNOtY1xQl1ts0DYv/view?usp=sharing


1.  Τα παραθέματα που ακολουθούν προέρχονται από την ελαφρώς αναθεωρημένη μορφή του 1972 του άρθρου του Fishman, η οποία στη μεταγενέστερη έκδοση εμφανίζεται ως Μέρος VI.2.

2.  Η βιβλιογραφική επισκόπηση της διφυΐας εκ μέρους του A. Hudson (1992) περιέχει συνολικά 1.092 τίτλους, και όπως παρατηρεί ο συντάκτης (σ.617), "...είναι σαφές ότι η προσπάθεια του Fishman να διευρύνει την έννοια της διφυΐας προκειμένου να περιλάβει σε αυτή πολλά επί πλέον είδη σταθερής λειτουργικής διαφοροποίησης γλωσσικών ρεπερτορίων προκάλεσε έντονες διαμάχες σχετικά με τον ορθό ορισμό της διφυΐας, καθώς και πολυάριθμες προσπάθειες για την κατάρτιση τυπολογιών των διαφορετικών χρήσεων του όρου αυτού×  ο μεγάλος αριθμός λημμάτων στο ευρετήριο αυτής της βιβλιογραφίας, κάτω από τον τίτλο ‘διγλωσσία’, αποτελεί εν μέρει μαρτυρία για την ένταση και την έκταση της διένεξης που περιέβαλε εξ αρχής την πρόταση του Fishman για την ανασύνθεση της αρχικής έννοιας του Ferguson."

3.  Για παράδειγμα, στα ακόλουθα παραθέματα ο Gumperz (1962:469) αναφέρεται στον Ferguson (1959):  "Ο Ferguson επεσήμανε πρόσφατα ορισμένες σημαντικές γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στο επίσημο και το ανεπίσημο μέσον (1959:2) ορισμένων αστικών πληθυσμών." (σ.465).  Επίσης:  "Η έντονη διαφοροποίηση και η γλωσσική απόσταση ανάμεσα στον διοικητικό και τον ιερό κώδικα και σε άλλους κώδικες του ρεπερτορίου των κωδίκων μπορεί να διατηρηθεί μόνο όσο παραμένει η κυβέρνηση στα χέρια μιας μικρής εξουσιαστικής ομάδας...Καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ελκύεται στους κόλπους του εθνικού βίου και κινητοποιείται, ο παλαιός διοικητικός κώδικας μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο που προέρχεται από τα περιφερειακά στρώματα.  Οι νέοι διοικητικοί υποκώδικες που είναι χαρακτηριστικοί αυτού του είδους της κοινωνίας δεν ταυτίζονται κατά κανόνα απολύτως με το ομιλούμενο ιδίωμα των αστικών κινητοποιημένων ομάδων×  σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να διατηρείται σημαντική γλωσσική απόσταση (Ferguson 1959).  Γενικά, ωστόσο, το ρεπερτόριο των κωδίκων τείνει να καθίσταται όλο και λιγότερο διαφοροποιημένο καθώς οι τοπικοί πληθυσμοί αφομοιώνονται από τις κυρίαρχες ομάδες ... και μειώνεται η διάκριση των ρόλων." (σ.469)

4.  Αλλά βλ. την Frangoudaki (1992) η οποία υποστηρίζει ότι μετά την πτώση της δικτατορίας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το κύρος των λόγιων ή Κθ τύπων βρίσκεται σε ανοδική πορεία σε ορισμένους, αρκετά εκτεταμένους, κύκλους της διανόησης, και αυτή την τάση φαίνεται ότι την υιοθετούν σταδιακά και πολύ ευρύτερα στρώματα του γενικού πληθυσμού.  Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε για μία ακόμη φορά ότι η ιδεολογική στάση ενός ομιλητή απέναντι στη γλώσσα δεν αποτελεί πρόκριμα για τη γλωσσική του συμπεριφορά. 

5.  Κατά τη διάρκεια της "ηρωικής" εποχής της Κθ, ορισμένα επαγγελματικά στρώματα κύρους, όπως δάσκαλοι, ιερωμένοι, αξιωματικοί και γραφειοκράτες, προσπαθούσαν φιλότιμα να χρησιμοποιούν με συνέπεια τύπους της Κθ στις καθημερινές τους συζητήσεις, τουλάχιστον τις σαφέστερα δημόσιες.  Για παράδειγμα, επίτιμος καθηγήτρια ελληνικού πανεπιστημίου διηγιόταν ότι ο πατέρας της ζητούσε από την υπηρέτρια της οικογένειας να του φέρει "ποτήριον ψυχρού ύδατος", αντί για "ένα ποτήρι κρύο νερό", όπως θα ήταν ο αναμενόμενος τύπος της Δ.  Ωστόσο, πόσο συνεπής μπορεί να είναι αυτή η χρήση είναι τελείως άλλο θέμα - θέμα παρατήρησης της συμπεριφοράς σε μακροπρόθεσμη βάση.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Abdulaziz Mkilifi, M.H. (1978).  Triglossia and Swahili-English bilingualism in Tanzania.  In J. Fishman (ed.), Advances in the study of societal multilingualism.  The Hague:  Mouton.

Daltas, P. (1973).  The use of Katharevousa and  Demotiki in informal personal letters.  M.A. Dissertation.  The University of Leeds.

________ (1979).  The inflectional morphology of the verb in Modern Greek Koine: A variationist approach.  Ph. D. Dissertation.  The University of Leeds.

________  (1980).  The concept of diglossia from a variationist point of view with reference to Greek. Archivum Linguisticum 11.2.

________  (1992).  A dynamic interpretation of diglossia:  an account of recent developments with special reference to Greek voiced plosives.  Plurilinguismes 4.

El-Hassan, S.A. (1977).  Educated Spoken Arabic in Egypt and the Levant:  a critical review of diglossia and related concepts. Archivum Linguisticum 8.2.

Fasold, R. (1984).  The sociolinguistics of society. Oxford:  Blackwell.

Ferguson, C.  (1959).  Diglossia. Word 15.  Also in P.P. Giglioli (ed.) Language and social context. Penguin, 1972.

____________ (1991). Diglossia revisited.  In A. Hudson (ed.), Studies in Diglossia.  Southwest Journal of Linguistics 10:1

Fishman, J. (1967).  Bilingualism with and without diglossia;  diglossia with and without bilingualism.  Journal of Social Issues 32.  Also in J. A. Fishman, The sociology of language (Section VI). Rowley, Mass.: Newbury House, 1972.

____________ (1980). Bilingualism and biculturism as individual and as societal phenomena. Journal of Multilingual and Multicultural Development 1:3.

Frangoudaki, A.  (1992).  Diglossia and the present language situation in Greece.  Language in Society 21.

Gumperz, J.J. (1961).  Speech variation and the  study of Indian civilization.  American Anthropologist LXIII.

____________ (1962).  Types of linguistic communities.  Anthropological Linguistics IV.  Also in J. A. Fishman (ed.) (1972) Readings in the Sociology of Language. The Hague: Mouton.

____________ (1964a).  Linguistic and social interaction in two communities.  American  Anthropologist LXVI.

____________ (1964b).  Hindi-Punjabi code switching in Delhi.  In M. Halle (ed.), Proceedings of the International Congress of Linguistics. The Hague: Mouton.

____________  (1966).  On the ethnology of linguistic change. In W. Bright (ed.), Sociolinguistics.  The Hague:  Mouton.

Hudson, A.  (1992). Diglossia:  a bibliographic review.  Language in Society 21.

Hudson, R. A. (1980). Sociolinguistics. Cambridge University Press.

Kazazis, K. (1976).  A superficially unusual feature of Greek diglossia.  Papers from the Twelfth Regional Meeting of the Chicago Linguistic Society. Chicago: Chicago Linguistic Society.

Mitchell, T.F.  (1978).  Educated Spoken Arabic  in Egypt and the Levant, with special reference to participle and tense. Journal of Linguistics 14,2.

Rona, J.P. (1966).  The social and cultural status of Guarani in Paraguay. In W. Bright (ed.), Sociolinguistics.  The Hague:  Mouton.

Scotton, C.M.  (1983).  The negotiation of identities in conversations:  A theory of markedness and code choice.  International Journal of the Sociology of Language 44.

-------------   (1986). Diglossia and code switching.  In J. A. Fishman, A. Tabouret-Keller, M. Clyne, B. Krishnamourti & M. Abdulaziz (eds.), The Fergusonian Impact:  in Honor of Charles A. Ferguson. Vol. 2. Berlin.: Mouton de Gruyter.

Stewart, W. (1963). Functional distribution of Creole and French in Haiti. In E. Woodworth & R. DiPietro (eds.),  Georgetown University Round Table on Languages and Linguistics 1962. Washington, DC:  Georgetown University Press.



Για τὸ πρωτότυπο ἀγγλικὸ κείμενο, βλ. σύνδεσμο:

https://drive.google.com/file/d/1zD6FFwxAJaWmAqvPVNOtY1xQl1ts0DYv/view?usp=sharing



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου