Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Ἐλευθερία καὶ γλώσσα

 

Περικλῆς Ντάλτας

Ἐλευθερία καὶ γλώσσα[1]

Ἀπὸ τὴ νεότητά μου, μὲ προβλημάτιζε ἡ ρήση ποὺ διατυπώνει ὁ Δ. Σολωμὸς στὸν Διάλογο:  «Μήγαρις ἒχω ἂλλο ’ς τὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα;»  Ἂλλες γνωστὲς συνάψεις τῆς ἒννοιας τῆς ἐλευθερίας, ὃπως γιὰ παράδειγμα «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», «Ψωμί, Παιδεία, Ἐλευθερία» ἢ «Liberté, Égalité, Fraternité», μοῦ φαίνονταν διαυγέστερες νοηματικά, καὶ μοῦ ἦταν προφανὴς ἡ ἐπικοινωνιακὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς τους ἠχητικῆς καὶ ρυθμικῆς διάρθρωσης.  Ἀλλὰ ἡ σύναψη ἐλευθερίας καὶ γλώσσας τί ἒρεισμα θὰ μποροῦσε νὰ ἒχει;  Ὁ Σολωμὸς βέβαια ἐξηγεῖ στὴ συνέχεια τοῦ Διαλόγου ὃτι θεωρεῖ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ ἐπὶ τοῦ γένους ἐξ ἲσου βαρὺ μὲ αὐτὸν ποὺ ἀσκεῖ ὁ Σοφολογιώτατος.  Ὁ σύγχρονος ὡστόσο Ἓλληνας, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει ἀλλου εἲδους ζυγοὺς πλέον, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐμβαθύνει στὴ σχὲση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας πέρα ἀπὸ τὰ ὃρια τῆς Σολωμικῆς ρήσης.  Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἂλλωστε ἐξυπηρετεῖ, πιστεύω, καὶ ἡ ἀγαπητὴ Εὐθύνη ὃταν αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «Περιοδικὸ Ἐλευθερίας καὶ Γλώσσας».

Ἒκτοτε, ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὴ μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου ἐπέτεινε μᾶλλον παρὰ ποὺ ἒλυσε τὴν ἀπορία μου.  Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς ἐρευνητικὲς παραδόσεις ποὺ ἒχουν ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸ θέμα μας. 

Πρώτη θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἡ περίφημη εἰκασία τῶν E. Sapir καὶ B.L. Whorf.  Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ γλώσσα τῆς κοινωνίας ὃπου ζοῦμε καθορίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μαθαίνουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν περιβάλλουσα πραγματικότητα.  Ἒτσι, ἂν δὲν ὑπάρχει λέξη στὴ γλώσσα σου γιὰ μιὰ ποικιλία ρυζιοῦ ἢ γιὰ μιὰ ἀπόχρωση τοῦ χιονιοῦ, δὲν μπορεῖς νὰ ἀντιληφθεῖς κἂν αὐτὲς τὶς πτυχὲς τῆς πραγματικότητας.  Πολλοὶ ὡστόσο μελετητὲς θεωροῦν ὃτι ἡ ἐν λόγῳ εἰκασία δὲν ἀνταποκρίνεται ἐπαρκῶς στὰ πράγματα.  Τὸ ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλουν εἶναι ὃτι, ἂν χρειαστεῖ, μαθαίνουμε νέες λέξεις σὲ ὃλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου μας, ἀκριβώς γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθουμε σε νέες καταστάσεις.  Ἐπίσης, οἱ ἂνθρωποι ποὺ ἀλλάζουν πολιτιστικὸ ἢ γλωσσικὸ περιβάλλον, ὃπως γιὰ παράδειγμα οἱ μετανάστες ἢ παιδιὰ που έχουν ὡς μητρικὴ κάποια λιγότερο ὁμιλούμενη γλώσσα καὶ φοιτοῦν σὲ σχολεῖα τῆς εὐρύτερης κοινότητας,  υἱοθετοῦν συνήθως τὴ γλώσσα καὶ τὸ ἀντίστοιχο κοσμοείδωλο τοῦ νέου πολιτιστικοῦ τους περιβάλλοντος. 

Ὡστόσο, δὲν εἶναι πάντοτε ἀπρόσκοπτο τὸ πέρασμα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ οἰκεῖο τους πολιτιστικὸ περιβάλλον σὲ κάποιο ἂλλο.  Πράγματι, τὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ παραμένει ἀπροσδόκητα ὑψηλὸ ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τῶν λιγότερο εὐνοημένων κοινωνικῶν ὁμάδων, ἀκόμη καὶ σὲ ἀνεπτυγμένες χῶρες, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια σχολικῆς ἀγωγῆς.  Ἀλλὰ καὶ ἡ ἒνταση ποὺ συχνὰ ἐπικρατεῖ στοὺς καιρούς μας ἀνάμεσα σὲ μειονότητες, ὂχι ἀπαραιτήτως ἀνίσχυρες οἰκονομικὰ ἢ ἀναλφάβητες, καὶ στὴν εὐρύτερη κοινωνία μαρτυρεῖ καὶ αὐτὴ ὃτι κάποιος κόκκος ἀλήθειας ὑπάρχει σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἐκδοχὲς τῆς εἰκασίας τῶν Sapir-Whorf.  Φαίνεται λοιπὸν ὃτι ἡ αὐτοκαλλιέργεια τὴν ὁποία συντηρεῖ μιὰ κοινωνικὴ ὁμάδα μὲ ὂργανο τὴ δική της γλώσσα ἢ κοινωνικὴ διάλεκτο εἶναι δυνατὸν νὰ περιχαρακώνει τὰ μέλη της στὸ οἰκεῖο της ἐννοιολογικὸ σύστημα καὶ νὰ καθιστᾶ γιὰ κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀπορριπτέες, ἀδιάφορες ἢ ἁπλῶς ἀόρατες διάφορες ἐκφάνσεις τῆς εὐρύτερης πολιτιστικῆς πραγματικότητας.

Τί μποροῦμε, λοιπόν, νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὰ παραπάνω γιὰ τὸ εὒλογο ἢ μή τῆς σολωμικῆς μέριμνας τόσο γιὰ ἐλευθερία ὃσο καὶ γιὰ γλώσσα;  Ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῶν Sapir καὶ Whorf, ἡ γλώσσα φαίνεται νὰ περιορίζει, σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό, τὴν ἐλευθερία μας νὰ ξανοιχτοῦμε στὴν εὐρύτερη πραγματικότητα.  Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς εἰκασίας αὐτῆς  δὲν ἐξασφαλίζει ἀπὸ μόνη της κάποιο ἒρεισμα γιὰ τὴν ἲση ἀξία ποὺ φαίνεται νὰ ἀποδίδει ὁ Σολωμὸς στὶς δύο ἒννοιες:  ἂν δεχθοῦμε ὃτι ἡ γλώσσα δέν θέτει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια στὴν προσπάθειά μας να ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει, αὐτὸ δέν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τὴ θέσουμε στὴν ἲδια μοίρα μὲ τὴν πολύτιμη ἰδέα τῆς ἐλευθερίας.   Ἀπομένει, λοιπόν, ἂν εἶναι νὰ διασώσουμε τὴ σολωμικὴ ρήση, νὰ ὑποθέσουμε ὃτι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς γλώσσας συντελεῖται (καὶ) διὰ τῆς γλώσσας. 

Δεύτερον, μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ γλώσσα σχετίζονται ἐπίσης δύο κυρίως θεωρητικὲς προτάσεις τῆς Γενετικῆς Σχολῆς τοῦ Noam Chomsky.  Ἡ πρώτη πρόταση ἒχει σαφέστερο γλωσσολογικὸ χαρακτήρα.  Σύμφωνα μὲ αὐτήν, κάθε φυσικὴ γλώσσα παρουσιάζει χαρακτηριστικὰ πεπερασμένου συστήματος, οἱ κανόνες τοῦ ὁποίου μποροῦν νὰ ἐφαρμόζονται ἐπ’ ἂπειρον.  Καὶ πεπερασμένο μὲν εἶναι τὸ γλωσσικὸ σύστημα προκειμένου νὰ ἀποφεύγεται τὸ σύνδρομο τῆς Βαβέλ, προκειμένου δηλαδὴ νὰ εἶναι γνωστὸ σὲ ὃλους γιὰ νὰ επικοινωνοῦν ἀπρόσκοπτα ὃλοι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἒρχονται σὲ ἐπαφή (ἀλλὰ βλ. παρακάτω).  Ταυτόχρονα ὃμως ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων τοῦ συστήματος μπορεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἀπεριόριστα, ἐπιτρέποντας ἒτσι στοὺς ὁμιλητὲς ἀπεριόριστη ἐκφραστικότητα.  Γιὰ παράδειγμα, ἂν θέλω νὰ ἐπαινέσω τὴν Ἑλένη μὲ τὴ συμπλήρωση τῆς φράσης «Ἡ Ἑλένη εἶναι __ », εἶμαι μέν ὑποχρεωμένος νὰ ἐφαρμόσω τοὺς κανόνες τῆς Ἑλληνικῆς ποὺ διέπουν τὴν ἀνωτέρω φράση ἀλλὰ δέν ὑπόκειμαι σὲ κανέναν περιορισμὸ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴ συνθετότητα τῆς δομῆς τῶν χαρακτηρισμῶν ποὺ κρίνω εὒλογο νὰ τῆς ἀποδώσω:

 Ἡ Ἑλένη εἶναι

ἀξιόπιστη …

καλὴ καὶ ἂξια …

ἀπὸ τὰ μέρη μας …

εὐγενικὴ οἰκοδέσποινα …

κοπέλα ἀπὸ σπίτι …

ἡ μόνη κατάλληλη ν’ ἀντιμετωπίσει τὴν παρούσα κρίση …

 κλπ.

Ἂς σημειωθεῖ μάλιστα ὃτι μὲ τὴν ἐπιλογὴ ἑνὸς ὁποιουδήποτε συμπληρώματος διανοίγονται νέες δυνατότητες περαιτέρω ἀπεριόριστης ἐπαναδρομῆς ἐπὶ πλέον κανόνων.  Στον πίνακα ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀριθμοῦνται τὰ διαδοχικὰ στάδια ἀνέλιξης ἑνὸς ἀπὸ τὰ συμπληρώματα τῆς φράσης «Ἡ Ἑλένη εἶναι _» στοὺς δύο  ἂξονες τῆς σύνταξης, τὸν ὁριζόντιο (παρατακτικὴ σύνταξη ) καὶ τὸν κάθετο (ὑποτακτικὴ σύνταξη), καὶ ὑπογραμμίζονται οἱ λέξεις στὶς ὁποῖες ἒχει προστεθεῖ περαιτέρω συμπλήρωμα.  Ὃπως μπορεῖ εὒκολα νὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, ἂν συνεχίσει νὰ ἐπιλέγει λέξεις ἢ φράσεις γιὰ πρόσθετο σχολιασμό, μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ επεκτείνει τὴν περίοδο εἰς τὸ διηνεκές.

1. Ἡ Ἑλένη εἶναι

2. ἡ μόνη κατάλληλη νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν παρούσα κρίση

 

3. τὴν ὁποία προκάλεσε

 

4. ἡ ἀχαλίνωτη κερδοσκοπία τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου

6. σὲ συνδυασμὸ μὲ

7. τὶς δυσμενεῖς ἐξελίξεις στὴν παγκόσμια ἀγορὰ ἀργοῦ πετρελαίου

9. καθὼς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ ἀσκεῖ στὸ ἐσωτερικὸ ὁ πληθωρισμός

5. τὰ περισσότερα μέλη τοῦ ὁποίου δὲν ἒχουν σχέση μὲ τὸ ἐμπορικὸ ἀντικείμενο τῆς ἑταιρείας

8. ἡ τιμὴ τοῦ ὁποίου …

10. ὁ ὁποῖος ...

Στὴν πράξη ὡστόσο, ἡ θεωρητική δυνατότητα ἐπ’ ἂπειρον ἐπαναδρομῆς τῶν γλωσσικῶν κανόνων περιορίζεται δραστικὰ ἀπὸ ἐξωγλωσσικοὺς παράγοντες, ὃπως γιὰ παράδειγμα τὶς ἀνάγκες τῆς καθημερινότητας καὶ τοὺς περιορισμοὺς τῆς μνήμης μας.

Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε:  χάρη στὴ δυνατότητα ἐπ’ ἂπειρον ἐπαναδρομῆς τοῦ πεπερασμένου συστήματος κανόνων μιᾶς γλώσσας εἲμαστε ἐλεύθεροι νὰ διατυπώσουμε οἱαδήποτε σκέψη μας, δεσμευόμενοι ὡστόσο νὰ τηρήσουμε τοὺς κανόνες τῆς γλώσσας μας προκειμένου νὰ γίνουμε κατανοητοὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Ἡ δεύτερη πρόταση τῆς Γενετικῆς Σχολῆς ποὺ ἒχει νὰ κάνει μὲ τὴ σύναψη  ἐλευθερίας καὶ γλώσσας ἀφορᾶ τὶς ψυχογλωσσικὲς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες τὰ μικρὰ παιδιὰ καθίστανται ὁμιλητὲς τῆς γλώσσας τοῦ περιβάλλοντός τους.  Κατὰ τὸν συμπεριφορισμό, ἡ γλώσσα ἐγγράφεται στὸν λευκὸ χάρτη τοῦ παιδικοῦ ψυχισμοῦ μέσῳ τῶν γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα ἡ κοινωνία τροφοδοτεί τὸ παιδὶ καθημερινά.  Chomsky ἀντικρούει τὴν ἀνωτέρω ὑπόθεση μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ ἐπιχείρημα ὃτι, ἂν τὸ παιδὶ ἦταν ἁπλῶς παθητικὸς δέκτης γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων, ἡ γλώσσα του θὰ ἀντικατόπτριζε πιστὰ τὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντος καὶ δὲν θὰ περιεῖχε νεωτερισμούς.  Ἀλλὰ τὰ γλωσσικὰ σφάλματα ποὺ κάνουν ὃλα τὰ μικρὰ παιδιὰ  δείχνουν ὃτι κάθε παιδὶ διαθέτει ἐγγενῶς τὴν (ἐν πολλοῖς ὑποσυνείδητη) ἱκανότητα νὰ ἀναλύει τὰ ἐξωτερικὰ γλωσσικὰ ἐρεθίσματα ποὺ τυχαίνει νὰ προσπίπτουν στὴν ἀντίληψή του προκειμένου νὰ ἀναχθεῖ στὶς κανονικότητες τῆς γλώσσας τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος.  Πράγματι, ὃταν, σὲ ἐρωτήσεις τοῦ τύπου «Σ’ ἀρέσουν τὰ κερασάκια;», ἓνα γνωστό μου παιδάκι ἀπαντοῦσε γιὰ ἓνα διάστημα «Ὂχι, δὲν μοῦ σαρέσουν!», σὰν νὰ ὑπήρχε δηλαδή ρῆμα «σαρέσω»,  εἶναι φανερὸ ὃτι δὲν ἐπαναλάμβανε φράση ποὺ ἂκουσε ἀπὸ κάποιον ἐνήλικο τοῦ περιβάλλοντός του ἀλλὰ ὃτι ἐκείνη τὴν περίοδο βρισκόταν σὲ φάση διερεύνησης τῆς ἰδιαίτερα δύσκολης δομῆς «Κάτι μοῦ ἀρέσει» (συγκρ. τὴ διαυγέστερη δομή «Ἐγώ προτιμῶ τὰ κεράσια»).  Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχάριοι σπουδαστὲς τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ λένε «Πόσες μῆνες;» (κατὰ τὸ «Πόσες μέρες;»), «Εἶναι ἀπὸ τὴ βήχα» (κατὰ το «ἀπὸ τὴ  νύστα» ἢ «Καλὴ βράδη» (κατὰ τὸ «Καλὴ νύχτα»), σὲ παρόμοια διερευνητικὴ τῶν κανόνων τῆς νέας τους γλώσσας δραστηριότητα ἐπιδίδονται.

Μὲ ἂλλα λόγια, οἱ ἂνθρωποι δὲν εἶναι παθητικοὶ δέκτες τῆς γλώσσας τοῦ περιβάλλοντος ἀλλὰ ἐνεργητικοὶ ἰχνευτὲς τῶν ἀφηρημένων δομῶν ποὺ ὑπόκεινται τῶν γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων·  διαμορφώνουν δέ προσωρινούς, ἑπομένως ἐν μέρει λανθασμένους, κανόνες, τοὺς ὁποίους σταδιακὰ τροποποιοῦν προκειμένου νὰ συγκλίνουν μὲ τὰ ἰσχύοντα στὴν κοινωνία τους. 

Οἱ ἀνωτέρω δύο προτάσεις τῆς Γενετικῆς Σχολῆς συνάδουν μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ὁμιλοῦντος ἀνθρώπου ὡς δρῶντος ὑποκειμένου καὶ ὂχι ὡς ἀνενεργοῦ ἀποδέκτη καὶ μηχανικοῦ χρήστη ἑνὸς κλειστοῦ (πεπερασμένου) συστήματος ἐπικοινωνίας.  Ὡστόσο, ἡ γλωσσικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναλύει καὶ νὰ κατακτᾶ τὸ γλωσσικὸ φαινόμενο, καθὼς καὶ νὰ κάνει ἀπεριόριστη χρήση τῶν γλωσσικῶν πόρων του γιὰ τοὺς δικούς του, ἀπροσδόκητους ἐνίοτε, ἐπικοινωνιακοὺς σκοπούς, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἐν πολλοῖς ὑποσυνείδητη ἱκανότητα.  Ὁπότε τίθεται τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ γλωσσική μας ἱκανότητα, ἡ ὁποία δὲν ἐλέγχεται πλήρως ἢ ἒστω κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὸν συνειδητὸ ἂνθρωπο, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἒνδειξη ἐλευθερίας.  Ἐπὶ πλέον, ἡ δυνατότητα ἀπεριόριστης ἐπαναδρομὴς τῶν γλωσσικῶν κανόνων δὲν ὁδηγεῖ ἀπαραιτήτως σὲ γλωσσικοὺς καρποὺς ἀρκούντως ὑψηλῆς ποιότητας γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τοὺς ἐντάξουμε στὴν ἐπικράτεια τῆς ἐλευθερίας:  ὁ μακροπερίοδος λόγος μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἀπεραντολογεῖ.

Μιὰ ἂλλη, τέλος, περιοχὴ τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου στὴν ὁποία τίθεται τὸ ἐρώτημα τῆς σχέσης ἐλευθερίας καὶ γλώσσας εἶναι αὐτὴ τοῦ ὓφους.  Συχνά, τὸ ὓφος γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ κάποια νόρμα, ἀπόκλιση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀπότοκος ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.  Ἒτσι, τὸ ὓφος μου ὃταν ἀπευθύνομαι σὲ μή οἰκείους συνίσταται στὶς ἀποκλίσεις τοῦ λόγου μου ἀπὸ τὸν συνήθη κώδικά μου.  Ἀλλὰ εἶναι οἱ ἐν λόγῳ ἀποκλίσεις ἀπόρροια ἐλεύθερης ἐπιλογῆς ἢ ἀποτελοῦν ἁπλῶς στατιστικὸ φαινόμενο ποὺ ἐκδηλώνεται στὸ πλαίσιο ἑνὸς κλειστοῦ συστήματος ἐπικοινωνίας;  Ἂν τὸ ὓφος ποὺ υἱοθετῶ ὃταν ἀπευθύνομαι σὲ ἀγνώστους εἶναι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ καὶ ἂλλα μέλη τῆς κοινωνίας χρησιμοποιοῦν σὲ παρόμοιες ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες, τότε δὲν πρόκειται ἲσως γιὰ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ ἀλλὰ γιὰ ἐνεργοποίηση μέσα μου τοῦ ἐνδεδειγμένου γιὰ τὴν περίπτωση ἐξειδικευμένου κώδικα, ὁ ὁποῖος ἐντάσσεται σὲ ἓναν εὐρύτερο ἐπικοινωνιακὸ κώδικα ποὺ ἐξυπηρετεῖ ὃλες μὲν τὶς περιστάσεις ἀλλὰ τὴν κάθε μία μὲ ἐν μέρει διαφορετικὰ μέσα (ὑπο-κώδικες).

Ὑπάρχει ὃμως ἓνα σημεῖο στὸ γλωσσικὸ γίγνεσθαι ὃπου μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὃτι ἐλευθερία καὶ γλώσσα ἀλληλεπιδροῦν γιὰ νὰ δημιουργήσουν ὓφος.  Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ συγκεκριμένος ἂνθρωπος πλάθει μιὰ νέα γλωσσικὴ μορφὴ γιὰ νὰ βιώσει ἐπιτυχῶς μιὰ νέα πραγματικότητα.  Ἡ νέα αὐτὴ μορφὴ δὲν πλάθεται πάντοτε συνειδητά, γι’ αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ περάσει ἀπαρατήρητη, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν δημιουργό της.  Ἐνίοτε ὃμως ἐπιβιώνει στὸν χρόνο γιὰ νὰ ἀποτελέσει συστατικὸ τοῦ κώδικα τοῦ δημιουργοῦ της, ἢ, περαιτέρω, μιᾶς σταδιακὰ διευρυνόμενης ὁμάδας ἀνθρώπων.  Δὲν ἀποκλείεται δέ νὰ φτάσει ὣς τὸν εὐρύτερο δυνατὸ γλωσσικὸ κώδικα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ γιὰ ἓνα μεγαλύτερο ἢ μικρότερο χρονικὸ διάστημα.  Ὁ κατ’ ἐξοχήν τόπος τοῦ ὓφους, λοιπόν, εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς ἐν ελευθερίᾳ δημιουργίας νέων μορφῶν, καὶ τῆς φόρτισής τους μὲ νέα νοήματα,  μὲ νέους τρόπους ἐμβίωσης.  Ἀπό τὴν ἑπόμενη στιγμή, ἀρχίζει ἡ διεργασία τῆς σταδιακῆς ἒνταξης τῶν νέων μορφῶν στὸ γλωσσικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο τείνει νὰ εἶναι, ὃπως προαναφέραμε, κοινὸ σὲ ὃλους προκειμένου νὰ καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἐπικοινωνία μεταξὺ ὃλων, ἀκόμη καὶ μεταξὺ ἀγνώστων.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτική, τὸ ὓφος δὲν ἀποτελεῖ ἀπόκλιση ἀλλὰ προϊὸν τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικότητας, καὶ μόνο κατὰ τὴ διεργασία παγίωσης τῶν νεόκοπων μορφῶν τίθεται θέμα ἀπόκλισης ἀπὸ τὴν ὃποια καθιερωμένη γλωσσικὴ χρήση διὰ τῆς ἐπιλογῆς αὐτῶν τῶν σπανιότερων προσωρινά γλωσσικῶν μορφῶν. 

Ἐνδέχεται ὡστόσο νὰ ἐγείρει κανεὶς τὴν ἑξῆς ἀντίρρηση στὸ ἀνωτέρω σχῆμα:  Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν ἐλευθερίας ἡ σύνθεση νέων γλωσσικῶν μορφῶν ἐάν, ἀφ’ ἑνός ἀναλαμβάνεται ὃποτε, ἢ ἲσως ἐπειδή, ἀλλάζει ἡ ἐξωτερικὴ πραγματικότητα, ἀφ’ ἑτέρου οἱ νέες μορφές ὑπακούουν στοὺς γενικοὺς κανόνες τῆς ἰσχύουσας γλώσσας;  Ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συνεπάγεται γλωσσοπλαστικὴ δημιουργικότητα ποὺ καὶ ἀπροϋπόθετη ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ νὰ σπάζει τοὺς παραδεδεγμένους κανόνες τῆς γλώσσας.

Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸ συμβαίνει στὴν ὑψηλὴ ποίηση:  ἀντίθετα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία, ἐδῶ οὐδεὶς (συνήθως) πρακτικὸς σκοπὸς ἐξυπηρετεῖται∙  ἐπὶ πλέον, ὁ ποιητὴς συχνὰ δοκιμάζει τὰ ὃρια τῆς γλώσσας, μὲ τὴν ἒννοια ὃτι διαμορφώνει ὁρισμένες τουλάχιστον γλωσσικὲς μορφὲς κατὰ (μερικὴ ἒστω) παράβαση τῶν κανόνων τῆς γλώσσας τῆς κοινότητας.  

Ὁ ἀντιρρησίας μας ὃμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτείνει ὃτι καὶ ἡ ὑψηλὴ ποίηση πλάθεται γιὰ κάποιον, ὑψηλὸ ἒστω, σκοπό, καὶ γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ πρέπει νὰ περάσει τὰ ὃρια τῆς ἀτομικότητας τοῦ ποιητῆ καὶ νὰ μετακενωθεῖ στοὺς ἂλλους ἀνθρώπους.  Ἐξάλλου, ἡ νεωτερικότητα τῶν γλωσσικῶν μορφῶν οὒτε ἀπαραίτητο γνώρισμα τῆς ὑψηλῆς ποίησης εἶναι οὒτε περιορίζεται στὴν ὑψηλὴ ποίηση.

Στὴν τελευταία αὐτή ἀντίρρηση δὲν φαίνεται, σ’ ἐμένα τουλάχιστον, νὰ ὑπάρχει πειστικὸς ἀντίλογος, πράγμα τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὃτι ἡ σχέση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας παραμένει ἀδιευκρίνιστη.  Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀπροσδιοριστία δὲν εἶναι ἀπαραίτητα «κακὸ πράγμα»:  χάρη σ’ αὐτήν, ὁ ἂνθρωπος καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἰσότιμη σχέση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας ὡς αἲτημα, ἡ πραγμάτωση τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἲδιο.  Ἂν αἰσθάνεται ἂξιος νὰ ἐμπλουτύνει τὴν οἰκουμένη διὰ τῆς προσκομιδῆς σὲ αὐτὴν τῶν καρπῶν τῆς δημιουργικότητάς του, μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ ἂθλημα τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ γλωσσικῆς ἒκφρασης, ὑπερβαίνοντας ἑαυτὸν πάλι και πάλι κατὰ τὴν ἐπιδίωξη τῆς βέλτιστης ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὴν ἐλεύθερη διατύπωση τῶν λογισμῶν του καὶ τὴν ὑποταγή του στὴν κοινὴ γιὰ ὃλους γλώσσα.  Τολμῶ μάλιστα να εἰκάσω ότι αὐτόν ἀκριβῶς τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς διαρκοῦς αὐθυπέρβασης εἶχε ὁ Σολωμὸς κατὰ νοῦ ὃταν, πιὸ κάτω στὸν Διάλογο, ἀπευθύνει στὸν Σοφολογιώτατο τὴν ἑξῆς προτροπή:  «Ὑποτάξου πρῶτα ’ς τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, και, ἂν εἶσαι ἀρκετός, κυρίεψέ την.»

 

 

 

 

 

 



[1] Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Νέα Εὐθύνη 3. 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου