Περικλῆς Ντάλτας
Διακειμενικότητα,
λογοκλοπὴ καὶ καθημερινὴ ἐπικοινωνία
Μεγάλη ταραχὴ πνευμάτων προκλήθηκε πρόσφατα μεταξὺ τῶν παροικούντων τὴν Ἱερουσαλὴμ τῶν λογοτεχνικῶν μας πραγμάτων ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη δύο περιπτώσεων λογοκλοπῆς κατὰ συρροήν. Ἢ τουλάχιστον γιὰ λογοκλοπὴ ἐγκαλοῦνται οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἔχουν συμπεριλάβει σὲ γραπτά τους αὐτούσια ἐκτενῆ κείμενα ἄλλων συγγραφέων χωρὶς νὰ δηλώνουν ρητὰ τὴν προέλευσή τους, δηλαδὴ σὰν νὰ ἦταν δικά τους δημιουργήματα. Οἱ ἐγκαλούμενοι ὅμως ἀπορρίπτουν τὸν χαρακτηρισμό: δὲν διέπραξαν λογοκλοπή· ἁπλῶς ἔκαναν χρήση τῶν δυνατοτήτων ποὺ τοὺς παρέχει ἡ διακειμενικότητα νὰ παραπέμπουν σὲ κείμενα ἄλλων συγγραφέων μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἀποσπασμάτων καὶ ἐνσωμάτωσή τους στὸ δικό τους κείμενο.
Καὶ τί εἶναι αὐτὸ τὸ φροῦτο, θὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ φιλομαθὴς ἀναγνώστης ποὺ τυχαίνει νὰ μὴν ἔχει ἐντρυφήσει στὰ ἄδυτα τῶν διαφόρων σύγχρονων θεωριῶν περὶ λογοτεχνίας, τί εἶναι αὐτὸ τὸ φροῦτο ποὺ ἄλλοι τὸ λέν κλοπὴ κι ἄλλοι ἄσκηση θεωρητικῶς κατοχυρωμένου δικαιώματος;
Στὸ σημείωμα αὐτό, θὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὶς λειτουργίες ἐκεῖνες τῆς κοινῆς σὲ ὅλους μας γλώσσας ποὺ ὑπόκεινται τῶν φαινομένων διακειμενικότητας στὸν γραπτὸ λόγο καὶ ἰδιαίτερα στὴ λογοτεχνία, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ διαφωτιστεῖ ἔτσι ἡ φύση τῶν τελευταίων.
Ἂς ἀρχίσουμε μὲ μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ καθημερινότητά μας:
Σὲ πρόσφατο ἐπεισόδιο τῆς τηλεοπτικῆς σειρᾶς «Θὰ γίνει τῆς πολυκατοικίας» (ΣΚΑΪ, 21.00, 06/08/2020), μερικοὶ ἔνοικοι στέκουν μπροστὰ στὸ κτήριό τους καὶ σχολιάζουν θορυβημένοι τὸ κλιματιστικὸ ποὺ ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μονταρισμένο ἔξω ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ διαμερίσματος, ποὺ καταφθάνει ἐκείνη τὴ στιγμή, νίπτει τὰς χεῖρας του: πρωτοβουλία τῆς συζύγου του ἦταν ἡ ἀντιαισθητικὴ ἀνάρτηση τῆς ὀγκώδους συσκευῆς στὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ στηθαίου. Καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸ μπαλκόνι τὴ φωνάζει μὲ τὸ ὄνομά της καὶ προσθέτει, «Δεύρο ἔξω!»
Ἡ φράση «δεύρο ἔξω» παραπέμπει βέβαια στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στοὺς ναοὺς τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου: «Λάζαρε, δεῦρο έξω!» (Ἰωάν. 11, 43). Ἀλλὰ πῶς ἐξηγεῖται ἡ παρουσία τῆς εὐαγγελικῆς αὐτῆς φράσης στὸν διάλογο μιᾶς εὔθυμης τηλεοπτικῆς σειρᾶς καθημερινῶν καταστάσεων, ὅταν μάλιστα ὁ ὁμιλητὴς θὰ μποροῦσε νὰ καλέσει τὴ σύζυγό του μὲ ἕνα ἁπλὸ «Βγὲς ἔξω», καὶ μὲ τὸν κατάλληλο χρωματισμὸ τῆς φωνῆς νὰ ὑπονοήσει ὅτι τῆς τά’λεγε αὐτός, θὰ ξεσηκωνόταν ἡ πολυκατοικία ἂν τοποθετοῦσε τὸ κλιματιστικὸ ὄχι μέσα στὸ μπαλκόνι ἀλλὰ ἀπ’ ἔξω.
Ἡ ἐξήγηση τοῦ φαινομένου βρίσκεται στὴν ἀνάγκη τῶν μελῶν μιᾶς κοινότητας, τῶν ἀπανταχοῦ Ἑλλήνων στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, νὰ ἐπαναβεβαιώνουν κατὰ τὴν ἐπικοινωνία τὴ συμμετοχή τους στὴν κοινότητα διὰ τῆς παραπομπῆς στὸ πολιτιστικὸ κεφάλαιό της. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐν λόγῳ βιβλικὴ φράση, ποὺ εἶναι μέρος τοῦ πάγκοινου βιώματος τῆς συμμετοχῆς μας στὶς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, λειτουργεῖ ὡς σύνθημα γιὰ τὴν ἀμοιβαία ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας, ἑπομένως καὶ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν μὴ μελῶν - καὶ αὐτό, παντελῶς ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε θέμα συζητήσεως.
Ἄλλες τέτοιες, ἐξαιρετικὰ συνηθισμένες παραπομπὲς στὰ ἱερὰ κείμενα καὶ στὰ παιδιόθεν βιώματα ἐκκλησιασμοῦ τῶν περισσότερων Ἑλλήνων εἶναι οἱ ἑξῆς:
«Ἄρον- ἄρον»: ἐπίρρημα ποὺ χρησιμοποιεῖται σήμερα μὲ τὴν ἔννοια «βιαστικά, μὲ φούρια», ἀλλὰ παραπέμπει στὴν κραυγὴ «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19, 15), ἤτοι «(Ἄσε τὰ λόγια,) πάρ’ Τον καὶ πήγαινέ Τον γιὰ σταύρωμα», μὲ τὴν ὁποία ὁ ὄχλος κόβει τὴν προσπάθεια τοῦ Πιλάτου νὰ κουβεντιάσει μαζί τους τὴν ὑποτιθέμενη ἐνοχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τοὺς μεταπείσει. Οἱ σημερινοὶ πιστοί δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ σύγχρονο ἐπίρρημα «ἄρον-ἄρον» προέρχεται ἀπὸ τὴν προστακτικὴ ἑνικοῦ τοῦ αἴρω, δηλ. σηκώνω, καὶ ἔχουν ἁπλῶς διασώσει στὴ χρήση του τὴν ἀρνητικὴ αἴσθηση τῆς βιασύνης τοῦ αἱμοδιψοῦς ὄχλου, τὴν ὁποία ἀντλοῦν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία τοῦ Μεγαλοβδομαδιάτικου ἀναγνώσματος τῶν Παθῶν.
«Μνήσθητί μου, Κύριε!» ἤ, σὲ παρεφθαρμένη μορφή, «Μήστητί μου, Κύριε» σὺν σταυροκόπημα, συχνὰ μερικῶς διαμορφωμένο, ἐν εἴδει κινησιακοῦ ἰδεογράμματος. Τὸ ἐπιφώνημα στὴ σημερινή του χρήση ἐκφράζει ἔκπληξη ἢ καὶ δυσαρέσκεια, καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ σημασιακὴ σχέση μὲ τὴν προέλευσή του, ποὺ εἶναι ὁ παρακλητικὸς λόγος τοῦ εὐγνώμονος ληστῆ τοῦ συσταυρωμένου μὲ τὸν Κύριο: «Μνήσθητί μου (=θυμήσου με), Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου!» (Λουκ. 23, 42).
Στὶς ἀνωτέρω περιπτώσεις, καὶ σὲ πάμπολλες ἄλλες παρόμοιες, ὁ ὁμιλητὴς θεωρεῖ αὐτονόητο νὰ παραπέμπει σὲ θεμελιώδους ἀξίας κείμενα (ὄχι μόνο θρησκευτικά) στὸν καθημερινό του λόγο, ἄσχετα, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὸ θέμα συζητήσεως. Ἐξ ἴσου ἀυτονόητες θεωρεῖ καὶ ὁ ἀκροατὴς τέτοιου εἴδους σημασιακὰ ἀστήρικτες ἀλλὰ ἐπικοινωνιακὰ λειτουργικότατες παραπομπὲς κατὰ τὶς καθημερινές του δοσοληψίες, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ συχνὰ νὰ μὴ συνειδητοποιεῖ κὰν τὴν ὕπαρξή τους.
Ἀνάλογα συμβαίνουν ὄχι μόνο σὲ ἐπίπεδο ἔθνους ἀλλὰ καὶ σὲ μικρότερες ὁμιλιακὲς κοινότητες, ἀκόμη καὶ τῆς τάξεως τῆς οἰκογένειας, τῆς φιλικῆς παρέας ἤ καὶ τῆς ἰδιολέκτου (δηλ. ἀτομικῆς γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς), πρᾶγμα ποὺ μποροῦμε ὅλοι νὰ διαπιστώσουμε ἂν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὰ λόγια ποὺ ἀνταλλάσσουμε καθημερινά μὲ τὰ μέλη τῶν διαφόρων ὁμάδων στὶς ὁποῖες μετέχουμε (τοπικὲς, ἐπαγγελματικές, θρησκευτικές, φιλικές, συγγενικές, κλπ.). Συμβαίνουν ἐπίσης καὶ στὴ γραπτὴ ἐπικοινωνία, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ παραπομπὴ σὲ κείμενα γενικῆς ἀποδοχῆς εἶναι ἐγγενὲς φαινόμενο τῆς κοινωνιογλωσσικῆς μας καθημερινότητας, καθίσταται δυνατὴ καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή της ἀπὸ τοὺς τεχνίτες τοῦ λόγου γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἐπιδιωκόμενου κάθε φορὰ αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος. Μὲ ἄλλα λόγια, στὴ φυσική τους ἱκανότητα νὰ ἐνσωματώνουν στὸν λόγο τους, προφορικὸ καὶ γραπτό, παραπομπὲς σὲ προφορικὰ ἢ γραπτὰ κείμενα εὐρείας ἀποδοχῆς, ἐπεμβαίνουν ὡς τεχνίτες τοῦ γραπτοῦ λόγου πλέον καὶ φιλοτεχνοῦν αἰσθητικὰ καὶ νοηματικὰ λειτουργικοὺς διακειμενικοὺς συσχετισμοὺς τοῦ δικοῦ τους κειμένου μὲ κείμενα ὑψηλῆς ἀξίας διὰ τῆς ἐνσωματώσεως στὸ κείμενό τους ἐνδεικτικῶν φράσεων ἀπὸ τὸ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τιμώμενο κείμενο ἢ ἀναπλάθοντας διαρθρωτικὰ στοιχεῖα του.
Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἀνάπτυξη συνάγεται, ἐλπίζω, ὅτι γιὰ νὰ λειτουργήσει μιὰ διακειμενικὴ παραπομπὴ στὸν γραπτὸ λόγο καλὸ εἶναι νὰ διατηρεῖ ἀναγνωρισιμότητα ἀνάλογη μὲ τὶς παρόμοιες παραπομπὲς τῆς καθημερινῆς ἐπικοινωνίας. Πρέπει, δηλαδή, νὰ εἶναι σὲ θέση ὁ λογοτέχνης νὰ κρίνει ὅτι τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται εἶναι λίγο-πολὺ ἐξοικειωμένο μὲ τὴ συγκεκριμένη φράση ἢ μὲ χαρακτηριστικὰ τῆς δομικῆς συγκρότησης τοῦ ἔργου ἀναφορᾶς, ἂν καὶ ὄχι ἀπαραιτήτως μὲ ὁλόκληρο τὸ ἔργο.
Ἔτσι, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε παράδειγμα ἔντεχνου γραπτοῦ κειμένου ποὺ δὲν ἀφίσταται πολὺ ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ γνωρίσματα τῆς προφορικῆς ἐπικοινωνίας, ὅταν ὁ Βασίλης Ἀγγελικόπουλος («Ὑποβολεῖο», Ἡ Καθημερινή, 9/8/2020) σχολιάζει τὶς ἐπιπτώσεις τῆς πανδημίας τοῦ κορωναϊοῦ ὡς ἑξῆς:
«Ξεφυλλίζουμε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος χαμένου καλοκαιριού l – διότι χαμένο ήταν από το τέλος του χειμώνα ήδη. l Απέσβετο δε και η μόνη ελπίδα που υπήρχε, έστω και χλωμούτσικη, l ότι προϊόντος του θέρους, και του χρόνου εν γένει, ίσως και να εξασθενούσε κάπως αυτή η παγκόσμια κατραπακιά l που όσο να ’ναι σβούριξε κομμάτι δριμύτερη στου κασίδη το κεφάλι, l το πολύπαθο.»
ἐπιτελεῖ δύο διακειμενικὲς νύξεις (βλ. ὑπογραμμισμένα τμήματα). Πρῶτον, στὸ Χρονικό ἑνός προαναγγελθέντος θανάτου τοῦ Gabriel Garcia Marquez, καί, δεύτερον, στὸν χρησμὸ τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν πρὸς τὸν Ιουλιανὸ το 362 μ.Χ. ποὺ προαναγγέλλει τὸ τέλος τῆς ἀρχαίας θρησκείας («…ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.»). Ὅπως καὶ στὸν προφορικὸ λόγο, ἔτσι καὶ ἐδῶ, ὁ συγγραφέας δὲν χρειάζεται τὶς διακειμενικὲς νύξεις γιὰ νὰ καταστήσει σαφὲς αὐτὸ ποὺ θέλει πεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαναβεβαιώσει τὴ σχέση του μὲ τὸ ἀναγνωστικό του κοινό – κι ὅποιος δὲν «πιάσει» τὶς νύξεις αὐτές μὲ τὴν πρώτη, δὲν πειράζει, ἂς ἐρευνήσει σχετικά, κέρδος θὰ τό’χει, ἢ ἂς διαβάσει κάτι ἄλλο!
Σὲ περισσότερο ἀπαιτητικὰ ἔργα, ἡ διακειμενικὴ ἀνάκληση ἑνὸς ἔργου ἀναφορᾶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ περιοριστεῖ σὲ ἁπλὲς ἐπιφανειακὲς νύξεις (ὅπως συμβαίνει στὰ ἀνωτέρω παραδείγματα, προφορικὰ καὶ γραπτά) ἀλλὰ νὰ καταστεῖ ἐγγενὲς χαρακτηριστικὸ τοῦ νεότερου ἔργου, νὰ μὴ νοεῖται δηλαδὴ τὸ δεύτερο παρὰ σὲ συσχετισμὸ, ἤ, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Bakhtin, σὲ διαλογικὴ σχέση, μὲ τὸ πρῶτο (βλ. κατωτέρω). Ἔτσι, ὄψεις τῆς κειμενικῆς δομῆς καὶ τῆς φρασεολογίας τοῦ Ἄξιον Ἐστί συσχετίζουν τὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Ἐλύτη μὲ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν («ΧΑΙΡΕ ἡ Καιομένη καὶ χαῖρε ἡ Χλωρή / Χαῖρε ἡ
Ἀμεταμέλητη μὲ τὸ πρωραῖο σπαθί»). Ἐπίσης, πρὸς τὸν λόγο τῆς Κλυταιμνήστρας «ἔστιν θάλασσα —τίς δέ νιν κατασβέσει;» (Αἰσχύλου Ἀγαμέμνων, 958) συσχετίζει ὑπαινικτικὰ ὁ Σεφέρης τὸν δικό του στίχο «Τὴ θάλασσα, τὴ θάλασσα, ποιός θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἐξαντλήσει» (Μυθιστόρημα Κ΄) γιὰ νὰ ἀναδείξει τὴ στάση τοῦ θύματος ἀπέναντι στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ κακοῦ, σὲ ἀντιδιαστολὴ δηλαδὴ μὲ τὴν ὀπτικὴ τῆς Κλυταιμνήστρας, ποὺ ἀποδέχεται ὡς μοιραία τὴ λογικὴ τοῦ χυμένου αἵματος καὶ φονεύει τὸν σύζυγό της γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴ σφαγὴ τῆς κόρης της (Μαρίας Τοπάλη, «Ἔστιν θάλασσα —τίς δέ νιν κατασβέσει;», Ἡ Καθημερινή, Τέχνες & Γράμματα, σ.10, 9-8-2020).
Ἀνάλογα συμβαίνουν, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, στὴν Πηνελοπειάδα (Penelopiad) τῆς Margaret Atwood, στὸν Ὀδυσσέα (Ulysses) τοῦ James Joyce, στὸ ἐπικὸ ποίημα Omeros τοῦ Derek Walcott, καὶ στὴν Ὀδύσσεια τοῦ Καζαντζάκη, καθὼς καὶ στὸ Memorial (Μνημόσυνο) τῆς Alice Oswald ὡς πρὸς τὴν Ὁμηρικὴ Ἰλιάδα. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυνατότητα ἑνὸς δημιουργοῦ νὰ ἐντάσσει στὸ ἔργο του ὑπαινιγμοὺς πρὸς παλαιότερα καλλιτεχνήματα δὲν περιορίζεται στὴ λογοτεχνία, ἂς σημειώσουμε ἐνδεικτικὰ τὴν ταινία La Grande Bellezza (Ἡ Τέλεια Ὀμορφιά) τοῦ Paolo Sorrentino καὶ τὴν πυκνὴ διαπλοκή της μὲ τὴ La Dolce Vita (Γλυκειὰ Ζωή) τοῦ Federico Fellini, τὸν Θίασο τοῦ Θεόδωρου Ἀγγελόπουλου καὶ τὴ σχέση του μὲ τὴν Ὀρέστεια τοῦ Αἰσχύλου, καθὼς καὶ τὴν ἀναθεωρημένη «ἀντιγραφὴ» ἀπὸ τὸν Bellini τοῦ πίνακα τοῦ γαμβροῦ του Mantegna μὲ θέμα τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (περὶ τὰ ἔτη 1470 καὶ 1454, ἀντίστοιχα).
Οἱ ἀνωτέρω περιπτώσεις ἀνάκλησης παλαιότερων ἔργων ἐντὸς τῶν ὁρίων μεταγενέστερων καλλιτεχνημάτων ἀποτελοῦν φυσική, θὰ λέγαμε, οἰκείωση ἐκ μέρους τῶν ἑκάστοτε νεότερων δημιουργῶν τῆς συνήθους διεργασίας ποὺ χωρεῖ στὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία: ὅπως ἀνακαλοῦμε σημαντικὰ ἔργα τοῦ παρελθόντος στὸν λόγο μας γιὰ νὰ ἐνισχύσουμε τὴν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς κοινότητας, ἔτσι καὶ ὁ καλλιτέχνης ἀνακαλεῖ στὸ ἔργο του παλαιότερα ἀριστουργήματα γιὰ ὑπαινιχθεῖ ὅτι τὸν συνδέει μὲ τὸ δυνάμει κοινό του ἡ ἐξοικείωση καὶ ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὸ ἔργο ἀναφορᾶς καὶ τὸν δημιουργό του - ἢ καὶ ὅτι τὸ δυνάμει κοινό του εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ συνέχει ἡ θετικὴ αὐτὴ στάση πρὸς τὸ παλαιότερο ἔργο. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ δημιουργικὸς ὑπαινιγμὸς εἶναι παλιὸς ὅσο καὶ ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία.
Πρόσφατα ὅμως σκέπασε θολούρα τὴν ἐπικράτεια τῆς θεωρίας τῆς λογοτεχνίας, καὶ περαιτέρω τὸ σύνολο τῆς ἔντεχνης δημιουργίας, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς εἰσαγωγῆς σὲ αὐτὸν τῆς ἔννοιας τῆς διακειμενικότητας, τὴν ὁποία ὀφείλουμε στὴ Julia Kristeva (Σημειωτική –Recherches pour une semanalyse, Paris: Seil, 1969). Τὴ διαλεύκανση τῆς ἔννοιας αὐτῆς θὰ ἐπιχειρήσουμε τώρα ἔχοντας, ἐλπίζω, ἑτοιμάσει τὸ ἔδαφος μὲ τὶς παρατηρήσεις ποὺ προηγήθηκαν.
Ὁ ἐν λόγῳ ὅρος στηρίζεται στὴν παραδοχὴ ὅτι ἕνα ὁποιοδήποτε λογοτέχνημα εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποτελεῖ προϊὸν παρθενογένεσης δεδομένου τοῦ ὅτι, πρῶτον, ἀποτελεῖται κατ’ ἀνάγκην ἀπὸ λέξεις καὶ ἔννοιες πού, ὅπως κατέδειξε ὁ Ferdinand de Saussure, προέρχονται ἀπὸ τὴν κοινὴ λεξιλογικὴ παρακαταθήκη τῆς σύνολης ὁμιλιακῆς κοινότητας· καὶ δεύτερον, ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν Mikhail Bakhtin, κάθε κείμενο εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων παλίμψηστο φωνῶν καὶ κειμένων ποικίλης προέλευσης, ἄλλης, δηλαδή, ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο δημιουργό του.
Γιὰ κάποιον περίεργο λόγο (ποὺ πάντως ἐντάσσεται στὸ γενικότερο κλίμα ἀμφισβήτησης πάσης ἐξουσίας καὶ βεβαιότητος τῶν μεταμοντέρνων μέσων τοῦ 20ου αἰ.), τὶς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις ἑρμήνευσαν πολλοί, θεωρητικοί καὶ λογοτέχνες, ὡς εἰκονοκλαστικὲς ἤ καὶ μηδενιστικές: ἀφοῦ δὲν ὁρίζει τὸ βασικό του ὑλικό, τὶς λέξεις, τί εἴδους δημιουργὸς εἶναι ὁ λογοτέχνης; κι ἀφοῦ στὸ ἔργο του συνωθοῦνται κείμενα καὶ φωνὲς ἄλλων, σὲ τί συνίσταται ἡ δική του ἐπενέργεια;
Ἀλλὰ ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν λέξεων καὶ τῶν ὑπόλοιπων συστατικῶν τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος συνιστᾶ πλεονέκτημά του κι ὄχι ἀδυναμία: ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ἡ γλώσσα κοινό κτῆμα ὅλων μας, καθίσταται δυνατὴ ἡ μεταξύ μας ἐπικοινωνία – σὲ ἐναντία περίπτωση, ἂν δηλαδὴ εἶχε ὁ καθένας τὸν δικό του γλωσσικὸ κώδικα, θὰ μᾶς περίμενε τὸ σύνδρομο τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ. Περαιτέρω, καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ μεγαλειῶδες μυστήριο τῆς γλώσσας: παρ’ ὅ,τι γεννιόμαστε σὲ δεδομένο, προϋπάρχον γλωσσικὸ περιβάλλον, τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ποῦμε καὶ νὰ γράψουμε ὅ,τι θέλουμε ἢ ὅ,τι ἀπαιτεῖται προκειμένου νὰ ἀντεπεξέλθουμε σὲ συνεχῶς μεταβαλλόμενες καταστάσεις. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ γλώσσα μᾶς παραδίδεται μὲν ἕτοιμη γιὰ χρήση, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ, κακῶς βεβαίως, ὡς περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας μας, ἀλλὰ διαθέτει τἠ θαυμαστὴ ἰδιότητα νὰ εἶναι ἐφαρμόσιμη σὲ μελλοντικὲς, ἀγνώστου συστάσεως ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες, ἰδιότητα ποὺ βέβαια εὐνοεῖ τὴν αὐτενέργειά μας. Τέλος, ὁ κοινωνικὸς (ἤτοι δεδομένος) καὶ ταυτόχρονα εὔπλαστος (δηλαδὴ ὑποκείμενος στὴ δημιουργικότητά μας) χαρακτήρας τῆς γλώσσας μᾶς ὁδηγεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε ἐπὶ πλέον τὸ ἑξῆς κρίσιμο χαρακτηριστικό: ὅλα τὰ μέλη μιᾶς γλωσσικῆς κοινότητας συμβάλλουν, ἀνεπαίσθητα καὶ ἀνεπίγνωστα μέν ἀναπότρεπτα δέ, στὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας τους προκειμένου νὰ συνεχίσει νὰ τοὺς ἐξυπηρετεῖ αὐτὴ κατὰ τὴν καθημερινή τους ἐνασχόληση μὲ τὴν ὑπὸ συνεχῆ ἀναδιαμόρφωση περιρρέουσα πραγματικότητα.
Σχετικὰ μὲ τὴν πολυφωνικότητα τῶν κειμένων, τὴν ὁποία ἀναδεικνύει ὁ Bakhtin, αὐτὴ δὲν ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἴδια ἔνταση σὲ κάθε εἴδος κειμένου. Τὸ μυθιστόρημα, γιὰ παράδειγμα, συνιστᾶ ἰδιαίτερα εὐνοϊκὸ περιβάλλον γιὰ τὴν παρουσία ποικιλίας λογοτεχνικῶν φωνῶν (ποὺ ἀπηχοῦν πραγματικὰ κοινωνιογλώσσικὰ ἰδιώματα), ἀλλὰ καὶ ἐδῶ μερικοὶ συγγραφεῖς, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ντοστογιέφσκυ, εὐνοοῦν ἰδιαίτερα τὴν πολυφωνικότητα ἐνῶ ἄλλοι τείνουν πρὸς τὴ μονοφωνία, ἤτοι τὴν κυριαρχία στὸ ἔργο τους τῆς δικῆς τους φωνῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ συγγραφέας ἀποφασίζει πόση καὶ τί λογῆς πολυφωνικότητα θὰ μορφώσει τὸ κείμενό του - ἀντλώντας φυσικὰ ἀπὸ τὴ φυσικὴ δυναμικὴ τῆς πολυφωνικότητας ποὺ ἐνοικεῖ ἐν ἀναμονῇ σὲ κάθε κείμενο. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ὑποκείμενη δυναμικὴ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει κατωτέρω.
Στὴν ἀνάλυσή του τῆς φύσης τοῦ ἐκφωνήματος (ὁ ὅρος ἀναφέρεται σὲ ὁτιδήποτε λέμε ἤ γράφουμε προσδίδοντάς του ἀρχὴ καὶ τέλος), ὁ Bakhtin εἰσάγει τὴν ἔννοια τῆς διαλογικότητας γιὰ νὰ τονίσει ὅτι δὲν ὑπάρχουν αὐθύπαρκτα ἐκφωνήματα, ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ ἀνοίγουμε τὸ στὸμα μας νὰ μιλήσουμε τὸ πράττουμε ἐν διαλόγῳ, ὡς ἀπόκριση σὲ προηγούμενο ἐκφώνημα, σὲ κάτι δηλαδὴ ποὺ κάποιος ἄλλος εἶπε, καὶ, κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία, ὡς εὔλογο προηγούμενο ἑνὸς ἑπόμενου ἐκφωνήματος μὲ τὸ ὁποῖο κάποιος ἄλλος ἐνδέχεται νὰ ἀποκριθεῖ στὸ δικό μας ἐκφώνημα στὸ μέλλον.
Φυσικά, τὸ ἐκφώνημά μας δὲν περιορίζεται ὡς ἀπόκριση σὲ λόγο ποὺ μόλις ἐκφωνήθηκε ἀπὸ παρόντα ὁμιλητή, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ πολλαπλοὺς λόγους ἐκπορευθέντες ἀπὸ οἱονδήποτε ἀριθμὸ ὁμιλητῶν, σύγχρονών μας ἢ τοῦ παρελθόντος. Οἱ δὲ κειμενικὲς «ἀναμονὲς» τοῦ δικοῦ μας λόγου μπορεῖ νὰ διαμορφωθοῦν διαλογικῶς ἐν ἀναμονῇ ποικιλίας ἀποκρίσεων ποικίλων ὁμιλητῶν σὲ ἀπεριόριστο βάθος τοῦ μέλλοντος.
Καθίσταται φανερὸ λοιπὸν ὅτι μόνο παρανοούμενη μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ἡ Μπαχτίνεια ἀνάλυση σὲ μαῦρες σκέψεις σχετικὰ μὲ τὰ δῆθεν τείχη ποὺ τάχα ὑψώνει ἡ γλώσσα γιὰ νὰ μᾶς ἐγκλείσει, καταδικασμένους νὰ ἀναμασᾶμε χιλιοειπωμένα λόγια. Ἀντίθετα, αἴσθηση ἀπροϋπόθετης ἐλευθερίας ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ διαγράφει ὁ ἐν λόγῳ διανοούμενος ὅλων ἡμῶν ὡς μετόχων σὲ ἕναν ἀέναο διάλόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν περισσεύει, καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ὁρατὴ ἀρχὴ ἢ τέλος. Διότι, αὐτὸ ποὺ πασχίζει νὰ εἰπωθεῖ δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἀκόμη (M.M. Bakhtin, 1986, Speech Genres & Other Late Essays. University of Texas Press).
Ἐδῶ, ἂς προκαταλάβουμε τὴν εὔλογη ἀντίρρηση τοῦ ἐπιφυλακτικοῦ ἀναγνώστη: Μήπως ὑπερβάλλουμε ἐκθειάζοντες τὰ παραδείσια γνωρίσματα τῆς γλώσσας; Ἡ κοινὴ ἐμπειρία μας εἶναι ὅτι ἡ γλώσσα κόκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκαλα τσακίζει, μεταφορικά ἢ καὶ κυριολεκτικὰ, μεροληπτώντας εἰς βάρος τῶν μὴ ἐχόντων πολιτιστικὸ ἢ οἰκονομικὸ κεφάλαιο καὶ ὐπὲρ τῶν ἐχόντων, ὑπὲρ τῶν λύκων καὶ κατὰ τῶν ἀμνῶν. Πράγματι, ἡ γλώσσα συνιστᾶ μὲν δωρεὰ πρὸς ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ φέρει κάτι ἀπὸ ἄρωμα παραδείσιας εὐδαιμονίας· μέσα ὅμως «στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν τὴν καθημερινὴν ἀνοησία» ἢ τὸν δαρβίνειο ἀνταγωνισμὸ τῆς καθημερινότητάς μας, καταντάει νὰ ὑπηρετεῖ τὴ φθοροποιὸ μέριμνα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Γιὰ τὴν ὀδυνηρὴ αὐτὴ ἀντίφαση, ἡ ἐπιστήμη μου ἡ κοινωνιογλωσσολογία δὲν ἔχει ἁρμόδιο λόγο νὰ ἀρθρώσει. Ὡστόσο, οὐδεμία ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς τῆς γλώσσας, προ- καὶ μέτα-πτωτική, ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Ἄλλο ἕνα αἰνιγματικὸ χαρακτηριστικό της αὐτό.
Ἡ ἀνωτέρω διάκριση ἀνάμεσα στὴν παραδείσια καταγωγὴ τῆς
γλώσσας καὶ στὸν συχνὸ ξεπεσμό της κατὰ τὴν ἐμπλοκή της στὰ πολλὰ καὶ διάφορα ἀνθρώπινα,
πολὺ ἀνθρώπινα, μᾶς ξαναφέρνει στὸ ἀρχικὸ
ἐρώτημα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγχέεται ἡ διακειμενικότητα μὲ τὴ
λογοκλοπή. Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι μερικοὶ
διανοούμενοι ἢ λογοτέχνες ἀπέδωσαν στὴν ἔννοια τῆς διακειμενικότητας ἀρνητικὴ
χροιά. Πολλοὶ μάλιστα κατέβηκαν ἀκόμα πιὸ χαμηλὰ στῆς καταστροφολογίας τὴ σκάλα: ἀφοῦ ἕνα κείμενο δὲν εἶναι παρὰ συνονθύλευμα ἀπὸ
κειμενικὰ ράκη, τότε καταργεῖται ὁ συγγραφέας ὠς δημιουργὸς καὶ ὑποβιβάζεται σὲ
ἁπλὸ σκιώδη διεκπεραιωτὴ τῆς συρραφῆς τῶν ἐν λόγῳ ρακῶν, οἱ συγγραφεῖς τῶν ὁποίων
ὑφίστανται καὶ αὐτοὶ τὸν ἴδιο ξεπεσμό. Καὶ ἐπειδὴ
αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ σκάλες εἶναι ὀλισθηρές, βρέθηκαν καὶ κάποιοι ποὺ σκέφτηκαν:
Γιὰ στάσου,
ἀφοῦ οἱ συγγραφεῖς δὲν ὑπάρχουν πιά, τὰ κείμενά τους, πρῶτον, κηρύσσονται πλέον
σχολάζοντα, ὁπότε πᾶς ἀνὴρ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ ξυλεύεται· καὶ δεύτερον, ἕνα νέο κείμενο μπορεῖ
κάλλιστα νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐλάχιστα ἢ καὶ ἀπὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ προϋπάρχον κειμενικὸ
σπάραγμα, προϊὸν πλιάτσικου· ἔ, κι ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὸν
λέγαμε συγγραφέα καλεῖται τώρα, σκιὰ τοῦ πάλαι ποτὲ ἔνδοξου λειτουργήματός του,
ἁπλῶς νὰ βάλει τὴν ὑπογραφή του στὸ ὑποτιθέμενο αὐτὸ νέο κείμενο, ἂς εἶμαι ἐγὼ αὐτός!
Στὸ σημεῖο αὐτό, θὰ ἀντιτείνει ὁ ὀξυδερκὴς ἀναγνώστης: Ἀλλὰ λογοκλοπὴ δὲν γινόταν καὶ παλαιότερα; Ἐπὶ τέλους, ἡ λέξη περιλαμβάνεται στὸ λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἐλληνικῆς τῶν Liddell & Scott, καὶ ἡ λατινικἠ plagiarius (=λογοκλόπος) χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ποιητὴ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ. Μαρτιάλη γιὰ νὰ χαρακτηρίσει ἀνταγωνιστή του ποὺ τοῦ ὑπέκλεψε μερικοὺς στίχους. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι καὶ βέβαια εἶναι παμπάλαιες, καὶ ἡ λέξη καὶ ἡ πρακτική, ἀλλὰ θεωρητικὴ κάλυψη ἀπέκτησαν χάρη στὴν εἰκονοκλαστικὴ ρητορεία τοῦ μεταμοντερνισμοῦ τῶν μέσων τοῦ περασμένου αἰῶνα.
Καὶ πάλι ἐνδέχεται νὰ ἐπανέλθει ὁ ἀναγνώστης μας: Μὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοκιμάσει ἕνας φιλοπαίγμων συγγραφέας τὶς γνώσεις τοῦ ἀναγνωστικοῦ του κοινοῦ ὑποδυόμενος τὸν λογοκλόπο; Δὲν ὑπάρχουν τέτοια δημιουργικὰ ἀντιπαραδείγματα στὴ μᾶλλον καταγγελτικὴ εἰκόνα ποὺ διαγράφεται ἀνωτέρω εἰς βάρος ὅσων ἀσκοῦν τὰ διακειμενικά τους δικαιώματα, ἔστω παρακάνοντάς το ὡς πρὸς τὴν ἔκταση τῶν κειμένων ποὺ οἰκειοποιοῦνται; Ἡ ἀπάντηση δικαιώνει τὴν ἐπιφυλακτικότητα τοῦ ἀποροῦντος ἀναγνώστη: πράγματι ὑπάρχουν περιπτώσεις διακειμενικοῦ πλιάτσικου ποὺ διαπράττει ὁ συγγραφέας κλείνοντας συνωμοτικὰ τὸ μάτι στὸν νοήμονα ἀναγνώστη του. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Laurence Sterne (1713 –1768), συγγραφέας τοῦ, οὐσιαστικὰ μὴ κατατάξιμου, οἰονεὶ μυθιστορήματος Tristram Shandy, θαυμαστὴς καὶ πνευματικὸς κληρονόμος τοῦ Ραμπελαὶ καὶ τοῦ Θερβάντες, καὶ ἀντικείμενο ἀναγνώρισης καὶ θαυμασμοῦ τῶν Βολταίρου, Ντιντερό, Γκαῖτε, Σοπενχάουερ, Νίτσε καὶ Mάρξ, καθὼς καὶ πολλῶν μοντέρνων καὶ μεταμοντέρνων τῆς ἐποχῆς μας, βρέθηκε, μετὰ τὸν θάνατό του, νὰ ἔχει οἰκειοποιηθεῖ πάμπολλα ἀποσπάσματα ἄλλων συγγραφέων. Οἱ πλέον ὑποψιασμένοι ὅμως άναλυτὲς τοῦ ἔργου του ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ ἔνταξη τῶν ἐν λόγῳ ξένων κειμένων δὲν συνιστᾶ ἁπλὴ συρραφὴ ἀλλὰ συντείνει στὴ λειτουργικότητα τῆς «μηχανῆς», ὅπως χαρακτηρίζει ὁ ἴδιος ὁ Sterne τὸ ἔργο του (βιβλίο VII, κεφ. Ι).
Εὔλογα θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς: Ἂν ἦταν τόσο δυνατὸς συγγραφέας ὁ Sterne, γιατί τσιμπολογοῦσε ἀπὸ’δῶ κι ἀπὸ’κεῖ; Δὲν μποροῦσε νὰ συντάξει κείμενα ἀνάλογα ἢ καὶ καλύτερα ἀπὸ τὰ οἰκειοποιημένα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Sterne ἦταν ἀνατρεπτικὸ πνεῦμα, καρναβαλικὸ θὰ τὸν χαρακτήριζε ὁ Bakhtin, ἀριστοφάνειο θὰ προσθέταμε ἐμεῖς, ἄσχετο ἐν πολλοῖς μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τοῦ γενέθλιού του ἀγγλικοῦ 18ου αἰ. καὶ μὲ τὸ κυρίαρχο τότε ρεαλιστικὸ μυθιστόρημα. Τιμοῦσε μὲν τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὰ βάσανα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων (ὑποστήριξε τὴν κατάργηση τῆς δουλείας), ἀλλὰ οἱ βαρύγδουπες γνῶμες τῶν κοινωνικὰ ἐπιτυχημένων ἀποτελοῦσαν γιὰ αὐτὸν δελεαστικὸ στόχο ὑπονόμευσης καὶ γελοιοποίησης. Χλεύαζε τὴ σοβαροφάνεια πολλῶν ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ «ἔκλεβε» καὶ καλοῦσε τοὺς πολυάριθμους ἀναγνῶστες του σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη νὰ γελάσουν βλέποντάς τα, μετὰ ἀπὸ τὸ ρετουσάρισμα ποὺ τοὺς ἔκανε, νὰ λένε τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπεδίωκαν οἱ ἀρχικοὶ συγγραφεῖς τους. Γιὰ παράδειγμα, συχνὸς στόχος τοῦ Sterne ὑπῆρξε ἡ Ἀνατομία τῆς Μελαγχολίας τοῦ πολυμαθοῦς συγγραφέα τοῦ 17ου αἰ. Robert Burton, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἶδος διδακτικῆς ἐγκυκλοπαίδειας ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Ἡ Ἀνατομία, ὅπως πολλοὶ παρόμοιοι ὁδηγοὶ εὐζωίας ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὴν Εὐρώπη μετὰ τὸν μεσαίωνα (Στέλιου Ράμφου, Ὁ Καημὸς τοῦ Ἑνός. Ἐκδ. Ἁρμός, 2000), ἀνταποκρινόταν στὴν ἀνάγκη τῶν ἀνερχόμενων κοινωνικῶν στρωμάτων γιὰ αὐτοβελτίωση, γιὰ καλύτερη ζωὴ μὲ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὑγεία. Ἀλλὰ τὰ βαρύγδουπα τσιτάτα συγγραφέων ὅλων τῶν ἐποχῶν ποὺ συσσώρευε ὁ Burton στὶς 900 σελίδες τοῦ ἐγχειριδίου του γιὰ νὰ προσδώσει κύρος στὶς ὄχι πάντοτε ἀξιόπιστες συμβουλές του ἦταν μεγάλος πειρασμὸς γιὰ τὸ σκωπτικὸ τάλαντο τοῦ Sterne. Ὁ χῶρος δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε, ὁπότε ἄς περιοριστοῦμε σὲ ἕνα παράδειγμα ποὺ συντείνει ἰδιαίτερα στὴν ἀνέλιξη τῆς ἐπιχειρηματολογίας μας. Ὁ (ἀργότερα ἐγκαλούμενος γιὰ λογοκλοπία) Sterne ἐξαπολύει φιλιππικὸ κατὰ τῶν λογοκλόπων μὲ κείμενο ποὺ τὸ παρουσιάζει σὰν δικό του ἀλλὰ ποὺ τὸ ἔχει ξεσηκώσει σχεδὸν αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸν Burton (Laurence Sterne, The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentleman, (1759-67), Everyman’s Library, 1912, μὲ εἰσαγωγὴ τοῦ George Saintsbury.)
Ὅταν ὁ Sterne ἀνακάλυψε τυχαῖα στὴν ἡλικία τῶν 46 ἐτῶν ὅτι διέθετε στόφα συγγραφέα, καὶ μάλιστα κωμικοῦ, βάλθηκε νὰ συμπληρώσει τὶς μᾶλλον πενιχρὲς ἀπολαβές του ὡς ἐφημέριου ἐπαρχιακῆς ἐνορίας στὰ βόρεια τῆς Ἀγγλίας γράφοντας κείμενα εὐπώλητα γιὰ τὸν πολὺ κόσμο. Ἦταν ὅμως καὶ εὐρυμαθέστατος λόγιος, γιὰ τοῦτο καὶ δὲν δίσταζε νὰ ἐμφυτεύει στὰ κατὰ τὰ ἄλλα διασκεδαστικὰ κείμενά του δοκιμασίες πολυμάθειας προαιρετικοῦ χαρακτήρα: ὅποιος ἤθελε νὰ τὶς ἀγνοήσει συνέχιζε τὴν ἀνάγνωση χωρὶς νὰ ζημιώνεται ὡς πρὸς τὴν ἀπόλαυση ποὺ ἀπεκόμιζε, ἀλλὰ ὅποιος τὶς ἀναγνώριζε ὡς τοιαῦτες καὶ ἐπὶ πλέον τὶς περνοῦσε ἐπιτυχῶς ἀποκόμιζε ἀνωτέρου ἐπιπέδου ἱκανοποίηση: τὴν αἴσθηση πνευματικῆς συγγένειας μὲ τὸν, τελικὰ ἀπαιτητικό, συγγραφέα καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐξ ἴσου διαβασμένους καὶ φιλέρευνους ἀναγνώστες. Ἔτσι, προτάσσει στὸ μυθιστόρημα ποὺ τὸν ἔκανε διάσημο (καὶ σχετικὰ εὐκατάστατο) τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα στὰ Ἑλληνικά:
«Ταράσσει τοὺς Ἀνθρώπους οὐ τὰ Πράγματα, Ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν Πραγμάτων Δόγματα.»
Δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ πράγματα ποὺ μᾶς ταλανίζουν ἀλλὰ οἱ γνῶμες μας γιὰ αὐτά, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὀπτικὴ ἀπὸ τὴν ὁποία καλεῖ ὁ συγγραφέας τὸν ἀναγνώστη του νὰ διαβάσει ὀρθὰ τὸν (ἐπιφανειακὰ, ἁπλῶς καὶ μόνο χιουμοριστικό) Tristram Shandy, ἀφοῦ βέβαια πρῶτα φροντίσει νὰ μάθει τί σημαίνει ὁ ἑλληνικὸς αὐτὸς λόγος, ἂν δὲν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ παιδεία του νὰ τὸν κατανοήσει μὲ τὴν πρώτη. Ἂν κάνει αὐτὴ τὴν προσπάθεια ὁ ἀναγνώστης, φυσικὸ εἶναι νὰ μάθει ἐπὶ πλέον ὅτι τὸν σοφὸ αὐτὸ λόγο ὀφείλουμε στὸν Ἐπίκτητο – πρᾶγμα ποὺ ὁ Sterne δὲν μᾶς τὸ διευκρινίζει, ἀλλὰ ὄχι βέβαια γιὰ νὰ μᾶς τὸν περάσει γιὰ δικό του.
Στὴν τεράστια ποικιλία δοκιμασιῶν στὶς ὁποῖες ὑποβάλλει ὁ Sterne τοὺς ἀναγνῶστες του, περιλαμβάνονται ἀνθρωπωνύμια καὶ τοπωνύμια (ἄλλοτε πραγματικὰ καὶ ἄλλοτε ὄχι), τίτλοι βιβλίων καὶ ἀποσπάσματα κειμένων σὲ διάφορες γλῶσσες, πράγματα δηλαδὴ ποὺ μιὰ ὑπομνηματισμένη ἔκδοση θὰ διευκρίνιζε χάριν τῶν ἀναγνωστῶν. Ἔργο ἑνὸς μελλοντικοῦ σχολιαστῆ, φαίνεται νὰ ὑπαινίσσεται ὁ Sterne, εἶναι νὰ ξεψαχνίσει ὅλα αὐτὰ τὰ ρεάλια, συμπεριλαμβανομένων τῶν ὐποτιθέμενων κλοπιμαίων - ἀφοῦ πρέπει νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι μᾶλλον ὑπερβολικὴ ἡ ὑπόρρητη ἀπαίτησή του νὰ ἀφιερώσει ὁ κάθε ἀναγνώστης ξεχωριστὰ τὸν χρόνο καὶ τὴν προσπάθεια ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ διευκρίνιση τόσων καὶ τόσων πραγματολογικῶν καὶ κειμενικῶν στοιχείων.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ σύλληψη τοῦ ἔργου τέχνης ὡς πεδίου ἀσκήσεως τοῦ ἀποδέκτη δὲν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικότητα τοῦ Sterne οὔτε περιορίζεται στὴ λογοτεχνία: γιὰ παράδειγμα, ὁ μουσουργὸς Robert Schumann ἐμπλούτιζε τὶς συνθέσεις του μὲ πλῆθος κρυπτογραφημένων ἀναφορῶν, καὶ ἀνάλογα ἔπραττε ὁ Albrecht Durer στὸν χῶρο τῆς ζωγραφικῆς (π.χ., βλ. τὴν Μελαγχολία του).
Ἡ ἐκτενὴς ἀναφορά μας στὸ ἀμφιλεγόμενο μὲν ἰδιοφυὲς δὲ πειραχτήρι Laurence Sterne καὶ τὰ, ἐνίοτε παρεξηγήσιμα, διακειμενικά του παιχνίδια καταδεικνύει, ἐλπίζω, ὅτι τὸ τί ἀποτελεῖ διακειμενικὴ ἀναφορὰ καὶ τί λογοκλοπὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τάλαντο καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ συγγραφέα: ὁ προικισμένος λογοτέχνης οἰκειοποιεῖται δημιουργικὰ ὅ,τι προσπορίζεται ἀπὸ τὸ πολιτιστικὸ περιβάλλον του - ἀκριβῶς ὅπως ἐμφυσοῦμε ὅλοι μας πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀδρανεῖς γλωσσικοὺς πόρους τῆς κοινότητας κάθε φορὰ ποὺ ἀρυόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε συγκεκριμένη ἐπικοινωνιακὴ ἀνάγκη μας· ὁ δὲ ἀτάλαντος ὅ,τι καὶ νὰ ἰδιοποιηθεῖ δὲν τοῦ φτουράει ἀλλὰ παραμένει ξένο σῶμα μέσα σὲ ἀσήμαντο ἔτσι κι ἀλλιῶς κειμενικὸ περιβάλλον.
Φυσικά, ἡ λογοκλοπὴ ἐνδέχεται νὰ προσπορίσει σὲ αὐτὸν ποὺ τὴ διαπράττει ποικίλα κοσμικὰ ὀφέλη. Στὸν Μπαχτίνειο ὅμως διάλογο τῆς παγκόσμιας κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων, παρελθούσας, παρούσας καὶ μέλλουσας, μόνο παρασιτικὸ θόρυβο μπορεῖ νὰ παρεμβάλει. Διότι ὁ ἀέναος αὐτὸς διάλογος, ποὺ μᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ νὰ διεξάγουμε μὲ ὄργανο τὴν αἰνιγματικὴ δωρεὰ τῆς γλώσσας, μόνο μὲ ἔντιμες συνεισφορὲς μπορεῖ νὰ προχωρήσει. Ἀντίθετα, ὁ ψεύτικος λόγος τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ καταφέρει εἶναι νὰ τύχει τῆς προσωρινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ τὸν ἄμεσο ἀποδέκτη του. Στὴν πεπτωκυῖα κατάστασή μας, γιὰ μερικοὺς αὐτὸ εἶναι ἀρκετό. Ὁπότε ὁ διάλογος θὰ συνεχιστεῖ καὶ χωρὶς αὐτούς.
Σκριπερό,
Κέρκυρα
29 Αὐγούστου 2020
Περιοδικὸ «Ἄνθρωπος», τχ. 5, Ὀκτ. 2021 - Ἰαν. 2022, σελ. 203-213
Ἐπίσης, διαθέσιμο σὲ σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ στό:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου