Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ


ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ  ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Η παρούσα μελέτη έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Πράγματι, το προς ανάλυση

κοινωνιογλωσσικό υλικό αντλείται από συνεντεύξεις χαμηλού βαθμού δόμησης (βλ.

1.3. κατωτέρω), αντικειμενικός σκοπός των οποίων είναι η εξασφάλιση κατά το

δυνατόν αβίαστης ομιλίας εκ μέρους των πληροφορητών και όχι η καταγραφή

συγκεκριμένου αριθμού πραγματώσεων συγκεκριμένων γλωσσικών τύπων ανά

πληροφορητή· επί πλέον, λόγω και του σχετικά μικρού αριθμού των μελών της υπό

μελέτη τσιγγάνικης κοινότητας, δεν κατεβλήθη προσπάθεια να εξασφαλιστεί

στατιστικά τυχαίο δείγμα πληροφορητών, αφού αυτή η προσέγγιση ταιριάζει στη

μελέτη μεγάλων πληθυσμών, αλλά οι πληροφορητές επελέγησαν με στόχο να

συνιστούν νενομισμένο δείγμα, ήτοι να εκπροσωπούν τις κατά την κρίση του ερευνητή

(κρίση που διαμορφώθηκε μετά από προκαταρκτική εθνογραφική έρευνα) κυριότερες

ομάδες της κοινότητας. Επί τη βάσει των πορισμάτων της παρούσας αναγνωριστικής

μελέτης, θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη φάση, να επιδιωχθεί η εις βάθος εθνογραφική

περιγραφή της τσιγγάνικης κοινότητας όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε πανελλήνιο

επίπεδο προκειμένου να επισημανθούν, ανάμεσα σε άλλες παραμέτρους, οι κρίσιμες

υπο-ομάδες τις οποίες αναγνωρίζει η ίδια η κοινότητα.

Eπίσης, η μελέτη είναι κοινωνιογλωσσολογική. Aυτό σημαίνει ότι

αντικειμενικός σκοπός είναι ταυτόχρονα, αφ’ ενός, η περιγραφή του γλωσσικού

συστήματος που βρίσκεται στη διάθεση της υπό εξέταση κοινότητας, αφ’ ετέρου, οι

κοινωνικές αξίες με τις οποίες φορτίζει η κοινότητα τον γλωσσικό της κώδικα κατά την

καθημερινή χρήση. O σκοπός αυτός υπόκειται στους εξής περιορισμούς: λόγω,

πρώτον, του αναγνωριστικού χαρακτήρα της μελέτης, και δεύτερον, του παιδαγωγικού

στόχου του ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος, ο οποίος είναι η βελτίωση της

εκπαίδευσης που παρέχεται από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στους

Τσιγγανόπαιδες, δεν εξετάζονται και οι δύο κώδικες, ελληνικός και ρόμανι

(τσιγγάνικος), του γλωσσικού ρεπερτορίου της δίγλωσσης αυτής κοινότητας αλλά μόνο

ο ελληνικός. Eπίσης, η μελέτη της διαπροσωπικής λειτουργικότητας του γλωσσικού

κώδικα περιορίζεται στο πλαίσιο της (έστω και σε μεγάλο βαθμό αδόμητης)

συνέντευξης και δεν επεκτείνεται στο σύνολο των συνήθων επαφών που

πραγματοποιούν τα μέλη της κοινότητας στην καθημερινή τους ζωή. Σε επόμενο,

όμως, στάδιο της έρευνας, είναι απαραίτητο να μελετηθεί το συνολικό

κοινωνιογλωσσικό ρεπερτόριο της κοινότητας και η χρήση του κατά τις

χαρακτηριστικότερες φυσικές διαπροσωπικές επαφές των μελών της.

Συναφής με τα ανωτέρω είναι η ποιοτική μάλλον παρά ποσοτική χροιά της

επεξεργασίας των δεδομένων. Πράγματι, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της

μελέτης, καθώς και του γεγονότος ότι η υπό εξέταση, ολιγάριθμη όπως είπαμε,

κοινότητα είναι μία μόνο από τις πολλές κοινότητες Τσιγγάνων που βρίσκονται

διάσπαρτες στον ελλαδικό χώρο, προέχει σε αυτό το στάδιο η εκ μέρους του ερευνητή

ποιοτική, ήτοι διαισθητική, αξιολόγηση των εμπειρικών δεδομένων της έρευνας μάλλον

παρά η αναγωγή τους σε στατιστικά εκπεφρασμένες τάσεις, αφού δεν θα ήταν βέβαιο

ότι αυτές ισχύουν για όλες τις τσιγγάνικες κοινότητες της Ελλάδας. Ωστόσο, εκτός της

ποιοτικής υιοθετείται και η ποσοτική προσέγγιση κάθε φορά που τα δεδομένα

προσφέρονται για ποσοτική επεξεργασία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην

περίπτωση του ‘ευφωνικού’ λεγόμενου φωνήεντος που μπορεί να αναπτύσσεται μετά

το τελικό -ν των ρηματικών τύπων (παίζουν(ε), παίζαν(ε), ερχόμουν(α), ερχόσουν(α),

ερχό(ν)ταν(ε): βλ. 3.2.1. κατωτέρω).

Τέλος, η μελέτη έχει συγχρονικό χαρακτήρα, αφού στηρίζεται στο γλωσσικό

υλικό συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα μερικών εβδομάδων (και όχι

ετών ή δεκαετιών). Ωστόσο, ένας από τους σκοπούς της έρευνας ήταν να συλλάβει τα

χαρακτηριστικά της ομιλίας των Τσιγγανοπαίδων όχι μόνο στη συγχρονική τους

διάσταση αλλά και στη δυναμική, ήτοι διαχρονική ή στενότερα ηλικιακή, τοιαύτη: δεν

ενδιαφέρει μόνο τι ελληνικά γνωρίζει ένα μέσο πεντάχρονο Τσιγγανόπουλο αλλά και

πώς αναμένεται να εξελιχθούν τα ελληνικά του στο πέρασμα του χρόνου.

Ένας τρόπος για να επιδιώξει ο ερευνητής τον ανωτέρω στόχο θα ήταν να

μαγνητοφωνήσει τον λόγο των ίδιων πληροφορητών επί, φέρ’ ειπείν, μία ώρα κάθε

πέντε ή δέκα χρόνια σε διάστημα μερικών δεκαετιών, και στη συνέχεια, συγκρίνοντας

τα γλωσσικά δεδομένα που θα έχει συλλέξει σε διαφορετικό πραγματικό χρόνο, να

επιχειρήσει να επισημάνει τις τυχόν ηλικιακές και διαχρονικές μεταβολές στη ζωή,

αντίστοιχα, των ατόμων και της κοινότητας. Είναι προφανές ότι η θεωρητική βάση

αυτής της ερευνητικής προσέγγισης είναι ατομοκεντρική μάλλον παρά κοινωνική (αλλά

βλ. κατωτέρω).

Η προσέγγιση αυτή είναι ίσως θεωρητικά θεμιτή, πρακτικά όμως είναι

ασύμφορη ή και ανεφάρμοστη στην καθαρή της μορφή. Πράγματι, η μακροχρόνια

έρευνα μπορεί να διεξαχθεί μόνο από ίδρυμα και όχι από μεμονωμένα άτομα ώστε ό,τι

δεν προφθάσει να ολοκληρώσει ο συγκεκριμένος ερευνητής να μπορούν να το

συνεχίσουν οι εν επιστήμη διάδοχοί του μέσα στο αυτό (ελπίζεται) μεθοδολογικό

πλαίσιο. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν – και στις επιστήμες του ανθρώπου σπάνια

υπάρχουν οι πόροι για μακροπρόθεσμη ομαδική έρευνα – τότε απομένει στον ερευνητή

πραγματικού χρόνου να συγκρίνει τα δεδομένα που συνέλεξε σε μία χρονική περίοδο

με τα δεδομένα παλαιότερων μελετών άλλων μελετητών και, σχεδόν αναπόφευκτα,

διαφορετικών θεωρητικών και μεθοδολογικών προδιαγραφών. Αυτή η προσέγγιση

είναι συνήθης στην παραδοσιακή διαλεκτολογία, αλλά και ο καινοτόμος Labov (1972a)

αυτή υιοθέτησε στη μελέτη του της (κοινωνιο)γλωσσικής κατάστασης του νησιού

Martha’s Vineyard καθώς και σε εκείνη της Πόλης της Νέας Υόρκης: εάν υπάρχει

παλαιότερη μελέτη θα ήταν αδιανόητο να μη ληφθεί υπ’ όψιν από τον νεότερο

μελετητή. Ωστόσο, η διαφορετική μεθοδολογία μελετών που αφίστανται χρονικά

μεταξύ τους αποδίδει, εν μέρει τουλάχιστον, δεδομένα διαφορετικής ποιότητας, με

προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη συγκρισιμότητα των συμπερασμάτων τέτοιων

ανόμοιων μελετών.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πραγματοποιείται από τον ίδιο μελετητή στο

αυτό θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, η έρευνα των διαχρονικών ή ηλικιακών

γλωσσικών μεταβολών στη βάση διαδοχικών πλαισίων πραγματικού χρόνου

προσκρούει στην περαιτέρω δυσκολία ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να εξασφαλιστεί η

συνεργασία των ίδιων πληροφορητών κάθε μερικά χρόνια: οι άνθρωποι έχουν τις δικές

τους προτεραιότητες, μεταναστεύουν, ή πεθαίνουν. Για τούτο και στην πράξη ο

ερευνητής αναγκάζεται να συγκρίνει γλωσσικά δεδομένα που προέρχονται από

διαφορετικά άτομα με παρόμοιο κοινωνικό προφίλ. Αυτό όμως αλλοιώνει την

καθαρότητα των δεδομένων αφού εισάγει ενδεχομένως στην έρευνα απρόβλεπτους

παράγοντες ποικιλότητας: οι αστοί, οι γυναίκες, οι έφηβοι ή οι εργάτες της

προηγούμενης δεκαετίας δεν είναι απαραιτήτως όμοια κοινωνικά όντα με τους

σημερινούς ομόλογούς τους ή με αυτούς της επόμενης δεκαετίας.

Συνέπεια των ανωτέρω μεθοδολογικών δυσχερειών είναι ότι η έρευνα

πραγματικού χρόνου αφ’ ενός προσφέρεται περισσότερο για τον εντοπισμό

διαχρονικών μεταβολών του γλωσσικού συστήματος μιας κοινωνίας παρά για την

ανίχνευση της ηλικιακής ποικιλότητας στον λόγο συγκεκριμένων ατόμων καθώς

περνούν μεγαλώνοντας από την ιδιότητα μέλους της μιας ηλικιακής υπο-ομάδας σε

αυτήν της επόμενης· αφ’ ετέρου, ενώ η έρευνα αυτού του τύπου είναι θεωρητικά

ατομοκεντρική, στην πράξη καταλήγει να έχει κοινωνική βάση.

Για τους ανωτέρω λόγους προσφορότερη φαίνεται να είναι η μέθοδος

ανίχνευσης των διαχρονικών και ιδίως των ηλικιακών φαινομένων η οποία εδράζεται

στην έννοια του φαινομένου χρόνου (Labov 1972a:163): εάν ο ερευνητής φροντίσει να

υπάρχουν στο δείγμα του πληροφορητές διαφορετικής ηλικίας, είναι σε θέση να

συλλάβει τις τυχόν διαχρονικές και ηλικιακές γλωσσικές μεταβολές όπως αυτές

εγγράφονται στον φαινόμενο χρονικό άξονα, ο οποίος ορίζεται από τη συνύπαρξη

ατόμων που είναι μέλη της αυτής ευρύτερης ομιλιακής κοινότητας και ταυτόχρονα

διαφορετικών ηλικιακών υπο-ομάδων. Σε αντιδιαστολή προς την ερευνητική

προσέγγιση πραγματικού χρόνου, η έρευνα φαινομένου χρόνου, πρώτον, μπορεί να

απομονώσει, για κάθε πληροφορητή, εκείνα τα φαινόμενα ποικιλότητας που αφορούν

μόνο τον χρονικό ή ηλικιακό και κανέναν άλλον άξονα· και δεύτερον, εστιάζεται στην

κοινότητα ως οργανικό σύνολο ατόμων, με την έννοια ότι, ξεκινώντας από τα δεδομένα

της ατομικής γλωσσικής συμπεριφοράς σε κανονικές συνθήκες επικοινωνίας, ανάγεται

σε συνολικά πορίσματα που ισχύουν για όλη την κοινότητα. Τα πορίσματα αυτά δεν

αποτελούν προϊόν ομογενοποίησης της ατομικής και υπο-ομαδικής ποικιλότητας αλλά

διασώζουν τον συστηματικό χαρακτήρα του όλου (η κοινωνιογλωσσική ποικιλότητα

είναι, σε μεγάλο βαθμό, συστηματική και όχι χαοτική). Αποτέλεσμα είναι ότι

εξασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο υψηλός βαθμός αξιοπιστίας του δείγματος και των

πορισμάτων αφού, κατά τη συλλογή των στοιχείων, όλοι οι πληροφορητές είναι μέλη

κάποιων από τις διάφορες κοινωνικές υπο-ομάδες της αυτής κοινότητας, και επομένως

υπόκεινται στην επίδραση του αυτού ευρύτερου συστήματος αξιών καθώς και του

ειδικότερου αξιακού συστήματος της δικής του υπο-ομάδας ο καθένας. Σε αυτή τη

βάση, δεν είναι ακατόρθωτο να απομονώσει ο ερευνητής γλωσσικά φαινόμενα

διαχρονικής μεταβολής ή ηλικιακής ποικιλότητας τα οποία δεν αλλοιώνονται από την

επίδραση ανεξέλεγκτων παραμέτρων.

Στην παρούσα μελέτη, υιοθετούμε τη μεθοδολογική προσέγγιση του φαινομένου

χρόνου. Στη βάση αυτή, αν και, για τους λόγους παιδαγωγικής σκοπιμότητας που

προαναφέραμε, το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάζεται στα παιδιά και τους

(προ)εφήβους, έχουν περιληφθεί στο δείγμα των πληροφορητών και άτομα

μεγαλύτερων ηλικιών. Με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατόν να ‘προβλεφθεί’ η

μελλοντική γλωσσική συμπεριφορά των σημερινών παιδιών, με τη διττή έννοια ότι αφ’

ενός τα παιδιά μεγαλώνοντας αναμένεται να υιοθετήσουν σταδιακά τα (περισσότερα

από τα) γλωσσικά χαρακτηριστικά των σημερινών (προ)εφήβων, νέων, ενηλίκων, κ.λπ.,

αφ’ ετέρου μερικές από τις γλωσσικές καινοτομίες που εισάγουν οι νεότεροι ηλικιακά

(ή κάποια άλλη υπο-ομάδα) ενδέχεται να κυριαρχήσουν σταδιακά σε όλη την ομιλιακή

κοινότητα. Με άλλα λόγια, στον σχεδιασμό της έρευνας καταβάλλεται προσπάθεια να

διακρίνεται η ευθύγραμμη διαχρονική μεταβολή του συνολικού γλωσσικού συστήματος

από τη σπειροειδή ηλικιακή ποικιλότητα την οποία διατρέχει κάθε μέλος της

κοινότητας καθώς περνάει από τη μία ηλικιακή ομάδα στην επόμενη: η πρώτη

κατηγορία φαινομένων έχει σαφέστατα γλωσσικό και ελάχιστα ή καθόλου κοινωνικό

χαρακτήρα, ενώ ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τη δεύτερη κατηγορία.


Τὸ πλῆρες κείμενο στὸν σύνδεσμο:

https://drive.google.com/file/d/1fwJxMJxowSOGPcagx0ue9TVJn-AI5_Tb/view?usp=sharing


Ἐπίσης, στὸ: http://repository.edulll.gr/edulll/handle/10795/272


Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Εθνική συνείδηση και γλώσσα

 

Περικλής Ντάλτας

 

Εθνική συνείδηση και γλώσσα[1]

Εισαγωγή

Σύμφωνα με τη νεοτερική διανόηση, το ελληνικό έθνος είναι «κατασκευή» του κράτους που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα – παλαιότερα, υπήρχαν απλώς ελληνόφωνοι πληθυσμοί, με τοπική μάλλον παρά εθνική συνείδηση.  Αναμφίβολα, διάφορα κράτη επιδιώκουν την εθνική και γλωσσική ομοιογένεια εντός των συνόρων τους.  Ο ισχυρισμός όμως ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (το οποίο πτωχεύει σήμερα για τέταρτη φορά από την ίδρυσή του) μπόρεσε να συλλάβει εκ του μηδενός τις πολυεπίπεδες και φευγαλέες έννοιες ελληνικό έθνος και εθνική γλώσσα και να τις εμφυσήσει στους πολίτες του κατά ενιαίο τρόπο και μέσα σε ελάχιστο χρόνο απαιτεί μεγάλη δόση ευπιστίας. 

Ενίοτε βέβαια, διευκρινίζεται αρμοδίως (Α. Λιάκος, Το Βήμα, 6/3/2005) ότι τους νεοτερικούς δεν ενδιαφέρει η «εθνορομαντική» αντίληψη περί έθνους (επομένως ίσως και να μη την απορρίπτουν εντελώς) όσο η διεργασία ενσωμάτωσης στο αυτό έθνος των κατοίκων ενός κράτους.  Ωστόσο, η ιδεολογική παντιέρα της «κατασκευής» ούτε την ψύχραιμη μελέτη των πραγμάτων προάγει ούτε στους χειμαζόμενους Νεοέλληνες προσφέρει άλλο από σύγχυση.  Διότι, όταν λέμε ότι κατασκευάζουμε, φερ’ ειπείν, ένα σπίτι, εννοούμε ότι παίρνουμε πέτρες, ξύλα και λάσπη και τα συνταιριάζουμε σε ανώτερο επίπεδο.  Αλλά πώς να δεχτούμε ότι τα «παλαιότερα πολιτισμικά σχήματα, όπως ο Ελληνισμός, η Ορθοδοξία και η παράδοση της Αυτοκρατορίας», είναι απλώς σκόρπια υλικά, με τα οποία το κράτος υλοποίησε την «επινόησή» του, το νεοελληνικό έθνος;  Μήπως χαθήκαμε στη χαλαρή χρήση των ίδιων μας των μεταφορών;

Στο άρθρο αυτό, θα αποφύγουμε τις εκ των άνω, καθολικής τάχα ισχύος, απαντήσεις.  Αντίθετα, θα επιχειρήσουμε να διδαχτούμε από την κοινή σε όλους εμπειρία της σταδιακής ένταξής μας σε ένα προϋπάρχον κοινωνιογλωσσικό σύμπαν.  Ελπίζουμε έτσι να διερευνήσουμε γόνιμα εάν στη φυσική διεργασία διαμόρφωσης (εθνικής) ταυτότητας και γλώσσας μπορεί να υποκατασταθεί η κρατική βούληση.

 

Ο στοχασμός περί έθνους και γλώσσας απαιτεί άκρα επιφυλακτικότητα:  είναι σαν να βαδίζει κανείς «εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν», κατά τη ρήση του Alexander Pope.  Ένας λόγος για αυτό είναι τα πάθη που συχνά ξεσηκώνουν οι έννοιες αυτές.  Πράγματι, η διολίσθηση από την εθνική υπερηφάνεια στην εθνικιστική υστερία επανέρχεται με καταθλιπτική συχνότητα στην ιστορία των λαών.  Αλλά και οι γλωσσικές διαφορές ανάμεσα σε γείτονες εύκολα κλιμακώνονται σε κριτήριο για το ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.  Μαρτυρία παλαιότατη διασώζουν οι βιβλικοί Κριταί, (12, 5-6).  Οι Γαλααδίτες, αφού νίκησαν τους Εφραϊμίτες, έπιασαν τα περάσματα του ποταμού Ιορδάνη από όπου θα επέστρεφαν οι ηττημένοι στον τόπο τους.  Όταν πλησίαζε κάποιος, του ζητούσαν να πει τη λέξη Σχίββωλεθ, της οποίας τον αρκτικό φθόγγο πρόφεραν διαφορετικά οι δύο λαοί.  Σαράντα δύο χιλιάδες Εφραϊμίτες απέτυχαν να μιμηθούν πειστικά το γαλααδικό, «παχύ» συριστικό, και θανατώθηκαν.  Στις ημέρες μας, την ουσιαστική σχέση εθνικού κράτους και επίσημης γλώσσας έκλεισε ο Max Weinreich στη ρήση «Μια γλώσσα είναι διάλεκτος με στρατό και ναυτικό».

Άλλος λόγος για την ανάγκη επιφυλακτικότητας κατά τη συνεξέταση έθνους και γλώσσας είναι η «νεφελώδης» δομή και των δυο τους.  Κατά τον ορισμό του Κ. Σοφιανού (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος), έθνος είναι « σύνολο προσώπων τα οποία διακρίνονται, και θέλουν να διακρίνονται, ως σύνολο από άλλα σύνολα, υπερσύνολα και υποσύνολα προσώπων βάσει αμφιλεγόμενων κριτηρίων (φυλετικών, γλωσσικών, ιστορικών, λαογραφικών, πολιτιστικών, πολιτικών, εδαφικών) των οποίων η εναλλακτική κατά περίσταση εφαρμογή καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ενός σαφούς ορισμού κοινής αποδοχής».  Αν, όπως υποστηρίζει ο Karl Popper, υπάρχουν συστήματα οργανωμένα λίγο-πολύ σαν ρολόγια, δηλαδή αιτιοκρατικά, και συστήματα που δομούνται μάλλον κατά το πρότυπο των νεφών, δηλαδή με χαμηλό βαθμό προβλεψιμότητας, τότε μόνο σύγχυση προκαλείται όταν επιχειρούμε να προσεγγίσουμε τα δεύτερα με τους όρους των πρώτων. 

Ας δούμε λοιπόν τί μπορούμε να διδαχτούμε από την κοινή σε όλους μας εμπειρία κοινωνικοποίησης.

 

Άτομο και συλλογικότητες

Ερχόμαστε στον κόσμο ως άτομα μεν αλλά με τις εγγενείς προδιαγραφές να καταστούμε μέλη της κοινωνίας στην οποία βρεθήκαμε.  Ευθύς εξ αρχής, αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον, κι όσο μας επηρεάζει αυτό άλλο τόσο το αναδιαμορφώνουμε εμείς – το νεογέννητο βρέφος αλλάζει εκ βάθρων τον τρόπο ζωής των γονέων. 

Καθώς μεγαλώνει το παιδί, διαμορφώνει αντίληψη εαυτού ως μέλους της οικογένειάς του, κατόπιν της παρέας του, αργότερα του σχολείου, κ.ο.κ.  Οι διαδοχικά ευρύτερες αυτές συλλογικότητες συμμεταβάλλονται με τις εκάστοτε συνθήκες, διαθέτουν δε κεντρικά μέλη με αποφασιστική αρμοδιότητα, ενώ άλλα αναλαμβάνουν λιγότερο σημαντικούς ρόλους.  Μερικές συλλογικότητες καλούν τον νέο (εκκλησία, κόμματα) κι άλλες του επιβάλλουν (βασική εκπαίδευση, στρατιωτική θητεία) να γίνει μέλος τους, ενώ άλλες του αρνούνται την είσοδο (κλειστά επαγγέλματα, λέσχες VIP), ή ίσως (π.χ. παρέες, πόλοι αστυφιλίας) απαιτούν να υιοθετήσει τους δικούς τους συμπεριφορικούς κώδικες, γλωσσικό ιδίωμα και σύστημα αξιών.  Η ευδοκίμησή του στις διάφορες συλλογικότητες εξαρτάται και από την ικανότητά του να επισημάνει τους κώδικες που εκφράζουν το οικείο σύστημα αξιών, και να τους υιοθετήσει πειστικά.  Στη διάρκεια του βίου του, το άτομο εξοικειώνεται με υποσύνολο μόνο των συλλογικοτήτων και των οικείων κωδίκων της ευρύτερης κοινωνίας. 

 

Μπορεί όμως η ανωτέρω διεργασία να οδηγεί στη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και γλώσσας;  Η κατάκτηση των υποσυλλογικοτήτων της ευρύτερης κοινωνίας πραγματοποιείται δια της προσωπικής και συχνής επαφής του ανθρώπου με τα μέλη τους, ή έστω με αρκούντως αντιπροσωπευτικά μέλη, που του χρησιμεύουν ως πρότυπα.  Αλλά με το έθνος πώς έρχεται κανείς σε επαφή;  Και βάσει τίνος προτύπου ρυθμίζει τη γλωσσική του σκευή προκειμένου να καταστεί μέλος αυτού του υπερσυνόλου;

 

Προσωπικά δίκτυα επικοινωνίας

Εδώ θα χρειαστεί να προσφύγουμε στην έννοια των προσωπικών δικτύων επικοινωνίας.  Καθένας μας συγκροτεί επικοινωνιακό δίκτυο με τον εαυτό του ως κέντρο, το οποίο περιβάλλει με τις επαφές του, τα άτομα δηλαδή με τα οποία σχετίζεται.  Ανάμεσα στο κέντρο και τις επαφές διαμορφώνονται ποικίλοι δεσμοί (οικογενειακοί, φιλικοί, επαγγελματικοί) και συχνότητα επικοινωνίας.  

Τα επικοινωνιακά δίκτυα, πρώτον, εξελίσσονται αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον, και απλώνονται ή συστέλλονται στον κοινωνικό χωροχρόνο.  Παράδειγμα, η πρόσφατη άνθιση της επικοινωνίας στο διαδίκτυο, η οποία ευνοεί τη συγκρότηση ευρύτατων συλλογικοτήτων και την ανάληψη στοχευμένης δράσης.

Δεύτερον, τα δίκτυα αποτελούν ανοικτά συστήματα, αφού κάθε επαφή του αρχικού κέντρου είναι ταυτόχρονα κέντρο του δικού της δικτύου.  Ως εκ τούτου, η επικοινωνιακή ροή διαδίδεται από δίκτυο σε δίκτυο καλύπτοντας τεράστιους γεωγραφικούς και κοινωνικούς χώρους, το δε αρχικό κέντρο αλληλεπιδρά με πολύ ευρύτερο κόσμο από αυτόν που γνωρίζει προσωπικά.

Η ανωτέρω ανάλυση υποδεικνύει μεν τη διεργασία μέσω της οποίας ένας νέος μπορεί να αναχθεί στη συλλογικότητα του έθνους και να επιχειρήσει την ένταξή του σε αυτή, αλλά δεν καταδεικνύει το έθνος και τη γλώσσα του ως αναγκαίες οντότητες:  οι υποσυλλογικότητες (οικογένεια, παρέα, επαγγελματικό συνάφι, κ.ά.) και οι κώδικές τους μας είναι οικείες πραγματικότητες, αλλά τα υπερκείμενα ζητούμενα τού έθνους και της γλώσσας του πώς τεκμηριώνονται;

 

Εξ όνυχος τον λέοντα

Το ανθρώπινο πνεύμα αναγνωρίζει φαινόμενα που, όπως το έθνος και η γλώσσα, χαρακτηρίζονται από εμμεσότητα και γενικότητα, και δεν δυσκολεύεται να ενταχθεί σε αυτά με τον τρόπο που ήδη περιγράψαμε:  σε αλληλεπίδραση με αυτά.  Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα - μια και έχουμε αποκλείσει την εκ των άνω επιβολή ερμηνειών.

Τέλη της δεκαετίας του 1970, η σύζυγός μου κι εγώ διασχίζουμε τις Βρυξέλλες με αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς Ελλάδα.  Περιμένουμε στο φανάρι να ανάψει πράσινο.  Ένας νεαρός διασχίζει τον δρόμο μπροστά μας, όταν η ματιά του πέφτει στην πινακίδα του αυτοκινήτου.  Το πρόσωπό του φωτίζεται, πλησιάζει το παράθυρο, και με λαχτάρα στη φωνή λέει, «Έλληνες είσαστε, βρε παιδιά;»  Απαντούμε καταφατικά, και μας πληροφορεί ότι είναι φοιτητής.  Τον ρωτάμε πώς τα περνάει.  Στρέφει τα μάτια προς την πρωινή ομίχλη που κρέμεται από πάνω μας, και λέει, «Ε, καταλαβαίνετε!»

Οι ανωτέρω συνομιλητές προσέρχονται στην περίσταση έχοντας ήδη συγκλίνει, από τελείως διαφορετικές προσωπικές διαδρομές, στην υπερσυλλογικότητα του ελληνικού έθνους και της γλώσσας του.  Στα δευτερόλεπτα που διαθέτουν, ανταλλάσσουν λίγα λόγια που, όντας έμφορτα αυτονόητων υπονοημάτων και κοινών εμπειριών, δίνουν στη δοσοληψία τον τόνο και τον λόγο ύπαρξής της:  εκ πρώτης όψεως, ο πρώτος ομιλητής ρωτάει να μάθει αν είμαστε Έλληνες, ουσιαστικά όμως μας καλεί να εμβαπτιστούμε μαζί του για λίγο στο ελληνικό σύμπαν εμπειριών και αξιών καταμεσής του ξένου τόπου.  Για τούτο και δεν μας δηλώνει ρητά ότι του λείπει η ηλιοφάνεια του γενέθλιου τόπου αλλά θεωρεί αρκετή την απλή νύξη.

Αλλά με τις ενσυνείδητες ενέργειές τους, οι συνομιλητές δεν είχαν έως τότε επιτύχει παρά να ενταχθούν στις δικές τους υποσυλλογικότητες ο καθένας.  Οπότε, πώς έφτασαν να είναι κατά τη συνάντηση μέτοχοι της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και κάτοχοι της κοινώς αποδεκτής γλώσσας; 

Προφανώς, οι επαφές τους μέσα στις διάφορες συλλογικότητες ήσαν και αυτές ήδη μέλη του ελληνικού έθνους και γηγενώς ελληνόφωνοι, και μαζί με τις καθέκαστα πληροφορίες και υπονοήματα που τους μεταλαμπάδευσαν, τους μύησαν επίσης στη συλλογική ελληνική εθνική συνείδηση:  το μεγαλύτερο γειτονόπουλο, ο γυμναστής, ο παλαιότερος συνάδελφος, δεν αντλούσαν την ταυτότητά τους μονοσήμαντα από τις αντίστοιχες υποσυλλογικότητες (παιδική συντροφιά, αθλητικός σύλλογος, επάγγελμα) αλλά διέθεταν ήδη πολύπλευρη ταυτότητα (π.χ. Έλληνας Ορθόδοξος αθλητής μαθηματικός, κ.λπ.) και ήσαν ως εκ τούτου σε θέση να τους εισαγάγουν, συνειδητά ή ασυναίσθητα, και σε υπερκείμενες συλλογικότητες όπως είναι το έθνος.

Άλλα παραδείγματα Ελληνικότητας.  Κερκυραία γιαγιά επιμένει να μας χαρίσει γλάστρα με τεράστιο βασιλικό, θάμνο σωστό, που παινέσαμε περνώντας από την αυλή της.  Ζαγορίτισσα μας προσφέρει ολόκληρη μυζήθρα, όταν θαυμάσαμε τον σωρό τα τυριά που μόλις είχε πήξει.  Κρητικός ιδιοκτήτης τουριστικού γραφείου μας αφήνει στο πόστο του και βγαίνει σε αναζήτηση μηχανικού για να επιδιορθώσει τη βλάβη του αυτοκινήτου μας.  Ζεύγος Άγγλων ποδηλατών έχουν ακινητοποιηθεί λόγω βλάβης σε εξοχικό δρόμο της Κέρκυρας.  Ένα φορτηγάκι σταματάει και ο οδηγός μεταφέρει ποδήλατα και τουρίστες στο σπίτι του. Εκεί, η οικογένεια φιλεύει τους ξένους, μέχρι να πάει κάποιος το ποδήλατο στο μηχανουργείο και να το γυρίσει επισκευασμένο. 

Είναι βέβαιο ότι οι αναγνώστες μπορούν να προσκομίσουν άφθονα παραδείγματα Ελληνικότητας από τη δική τους εμπειρία, και πολλά από αυτά θα αφορούν τη σκοτεινή πλευρά της εθνικής μας ταυτότητας – κατά τον Στέλιο Ράμφο, πάσχουμε οι Νεοέλληνες από θηριώδη παρορμητικότητα και αναιμική λογική·  και ο Χρήστος Γιανναράς, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, χρόνια τώρα στοιχειοθετεί τις αιτίες του εθνικού μας κατσιάσματος.

 

Συμπέρασμα

Από τα ανωτέρω, ελπίζω να συνάγεται ότι δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε αν το ελληνικό έθνος και η ελληνική γλώσσα είναι σήμερα «τα ίδια» όπως στο παρελθόν.  Και βέβαια δεν είναι τα ίδια, αφού η σημερινή τους μορφή προέκυψε από αναρίθμητες ατομικές και συλλογικές επιλογές σε αλληλεπίδραση με τις εκάστοτε συνθήκες.  Η αίσθηση όμως ενότητας και συνέχειας με το παρελθόν, ασχέτως λοιπών χαρακτηριστικών μας, θετικών ή τοξικών, είναι αναμφισβήτητη, ή μάλλον η αμφισβήτησή της αποτελεί ματαιοπονία.  Κατά τον Wittgenstein, είναι αδύνατο να ξέρουμε επακριβώς τι εννοεί κάποιος όταν λέει «Πονάω» ή «Χαίρομαι», για τούτο και απλώς δεχόμαστε σιωπηρά ότι συγκλίνουμε στη χρήση αυτών των φράσεων:  επειδή έχω και εγώ πονέσει ή χαρεί, δέχομαι ότι χρησιμοποιείς τις φράσεις αυτές για τη δήλωση ανάλογων βιωμάτων.  Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς τι εννοεί ένας Έλληνας (του σήμερα, του 1821, του 1453, κ.ο.κ. ) όταν λέει «Είμαι Έλληνας».  Μπορούμε απλώς να συμφωνήσουμε στη συμβατική σημασία της φράσης, πράγμα που ανήκει σε τελείως άλλο επίπεδο από το βιωματικό.

Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, ίσως πατάμε σε σταθερότερο έδαφος, αφού έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στα σωζόμενα γραπτά μνημεία, να συγκρίνουμε διάφορες φάσεις της εξέλιξής της από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας.  Παρά τους κλυδωνισμούς που βίωσαν οι ομιλητές των διαφόρων φάσεων, διατήρησαν αναλλοίωτα μέσα στον λόγο τους θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής.  Ένα φυλλομέτρημα της σχολικής γραμματικής της Αρχαίας Ελληνικής, δείχνει, για παράδειγμα, ότι στον τονισμό παραμένει ακλόνητος ο νόμος της τρισυλλαβίας (ο τόνος μιας λέξης δεν μπορεί να ανέλθει πάνω από την τρίτη συλλαβή από το τέλος)·  ότι το σύστημα των πτώσεων (εκτός από τη δοτική) ισχύει ακόμη·  ότι τα γένη παραμένουν τρία, και τα επίθετα συνεχίζουν να συμφωνούν με το ουσιαστικό τους κατά γένος, αριθμό και πτώση·  ότι οι (κυριότερες) κλίσεις παραμένουν η Πρώτη (ταμίας, βουλευτής, φρουρά, τιμή), η Δευτέρα (άνθρωπος, οδός, φυτό(ν)), και η Τρίτη, οι πολυάριθμες υποδιαιρέσεις της οποίας τείνουν προς απορρόφηση από τις άλλες κλίσεις (φύλαξ > φύλακας, Ελληνίς > Ελληνίδα, γέρων > γέρος)·  ότι τα περισσότερα ρήματα συνεχίζουν να ακολουθούν τα κλιτικά υποδείγματα των λύ(ν)ω, αγαπώ και δημιουργώ·  και ότι, τέλος, το λεξιλόγιο παραμένει το αυτό σε εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό:  επιγραφή από την Πύλο ηλικίας 3.500 ετών περιέχει τις λέξεις θρανίο, ελεφάντινος, άνθρωπος, ίππος, πολύποδας, και φοίνικας.

 

Συνοψίζοντας, όπως τα απλούστερα των έμβιων όντων, έτσι και ο άνθρωπος και οι συλλογικότητές του, συμπεριλαμβανομένου του έθνους, αλληλεπιδρούν συνεχώς με το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, αλλάζουν για να επιβιώσουν και επεμβαίνουν στο περιβάλλον για να το τιθασεύσουν.  Η διεργασία αυτή άλλοτε εξελίσσεται ομαλά, άλλοτε περνάει από ρήξεις, και ενίοτε αποτυγχάνει.  Επειδή βασικό όργανο του κοινωνικού ανθρώπου και των συλλογικοτήτων του είναι η γλώσσα, το αέναο δούναι-λαβείν με τον κόσμο αντικατοπτρίζεται σε αυτήν:  η γλώσσα μεταβάλλεται χάριν της επιβίωσης της κοινότητας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την εξασφαλίζει ες αεί.

Ως εκ τούτου, η έμφαση των νεοτερικών στις αλλαγές που οι συνθήκες επιφέρουν στις ανθρώπινες συλλογικότητες είναι ευπρόσδεκτη.  Ο περαιτέρω όμως ισχυρισμός, ρητός ή υπονοούμενος, ότι ο ελληνόφωνος των αρχών του 19ου αιώνα προσέρχεται στο ιστορικό προσκήνιο εν είδει άγραφου χάρτη πάνω στον οποίο το νεοσύστατο κράτος εγγράφει ό,τι επιθυμεί, δεν είναι πειστικός.  Βεβαίως, το κράτος επιζητεί να κινητοποιεί τους πολίτες υπέρ της εκάστοτε πολιτικής του.  Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αναλαμβάνεται σε πολιτιστικό, ιδιαίτερα γλωσσικό, κενό:  άγνωστος αριθμός επιδράσεων άγνωστης ισχύος, παλαιών και νέων, ασκούνται ήδη στους πολίτες και στις συλλογικότητές τους, και η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων θα συγκλίνει προς απρόβλεπτη ουσιαστικά κατεύθυνση.

Μένει η αίσθηση ελληνικής ταυτότητας του καθενός μας - η οποία δεν έχει ανάγκη την έγκριση των διανοούμενων διότι προηγείται αυτής και εκείνων - καθώς και ο οικείος κόσμος της γλώσσας μας.  Αυτά αρκούν για να ξέρουμε από πού κρατάμε και να αναζητήσουμε διέξοδο από την παρούσα ζοφερή συγκυρία.

 

 

 

 

 



[1] Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Εὐθύνη 8. 2011.

Ἐλευθερία καὶ γλώσσα

 

Περικλῆς Ντάλτας

Ἐλευθερία καὶ γλώσσα[1]

Ἀπὸ τὴ νεότητά μου, μὲ προβλημάτιζε ἡ ρήση ποὺ διατυπώνει ὁ Δ. Σολωμὸς στὸν Διάλογο:  «Μήγαρις ἒχω ἂλλο ’ς τὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα;»  Ἂλλες γνωστὲς συνάψεις τῆς ἒννοιας τῆς ἐλευθερίας, ὃπως γιὰ παράδειγμα «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», «Ψωμί, Παιδεία, Ἐλευθερία» ἢ «Liberté, Égalité, Fraternité», μοῦ φαίνονταν διαυγέστερες νοηματικά, καὶ μοῦ ἦταν προφανὴς ἡ ἐπικοινωνιακὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς τους ἠχητικῆς καὶ ρυθμικῆς διάρθρωσης.  Ἀλλὰ ἡ σύναψη ἐλευθερίας καὶ γλώσσας τί ἒρεισμα θὰ μποροῦσε νὰ ἒχει;  Ὁ Σολωμὸς βέβαια ἐξηγεῖ στὴ συνέχεια τοῦ Διαλόγου ὃτι θεωρεῖ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ ἐπὶ τοῦ γένους ἐξ ἲσου βαρὺ μὲ αὐτὸν ποὺ ἀσκεῖ ὁ Σοφολογιώτατος.  Ὁ σύγχρονος ὡστόσο Ἓλληνας, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει ἀλλου εἲδους ζυγοὺς πλέον, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐμβαθύνει στὴ σχὲση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας πέρα ἀπὸ τὰ ὃρια τῆς Σολωμικῆς ρήσης.  Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἂλλωστε ἐξυπηρετεῖ, πιστεύω, καὶ ἡ ἀγαπητὴ Εὐθύνη ὃταν αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «Περιοδικὸ Ἐλευθερίας καὶ Γλώσσας».

Ἒκτοτε, ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὴ μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου ἐπέτεινε μᾶλλον παρὰ ποὺ ἒλυσε τὴν ἀπορία μου.  Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς ἐρευνητικὲς παραδόσεις ποὺ ἒχουν ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸ θέμα μας. 

Πρώτη θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἡ περίφημη εἰκασία τῶν E. Sapir καὶ B.L. Whorf.  Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ γλώσσα τῆς κοινωνίας ὃπου ζοῦμε καθορίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μαθαίνουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν περιβάλλουσα πραγματικότητα.  Ἒτσι, ἂν δὲν ὑπάρχει λέξη στὴ γλώσσα σου γιὰ μιὰ ποικιλία ρυζιοῦ ἢ γιὰ μιὰ ἀπόχρωση τοῦ χιονιοῦ, δὲν μπορεῖς νὰ ἀντιληφθεῖς κἂν αὐτὲς τὶς πτυχὲς τῆς πραγματικότητας.  Πολλοὶ ὡστόσο μελετητὲς θεωροῦν ὃτι ἡ ἐν λόγῳ εἰκασία δὲν ἀνταποκρίνεται ἐπαρκῶς στὰ πράγματα.  Τὸ ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλουν εἶναι ὃτι, ἂν χρειαστεῖ, μαθαίνουμε νέες λέξεις σὲ ὃλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου μας, ἀκριβώς γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθουμε σε νέες καταστάσεις.  Ἐπίσης, οἱ ἂνθρωποι ποὺ ἀλλάζουν πολιτιστικὸ ἢ γλωσσικὸ περιβάλλον, ὃπως γιὰ παράδειγμα οἱ μετανάστες ἢ παιδιὰ που έχουν ὡς μητρικὴ κάποια λιγότερο ὁμιλούμενη γλώσσα καὶ φοιτοῦν σὲ σχολεῖα τῆς εὐρύτερης κοινότητας,  υἱοθετοῦν συνήθως τὴ γλώσσα καὶ τὸ ἀντίστοιχο κοσμοείδωλο τοῦ νέου πολιτιστικοῦ τους περιβάλλοντος. 

Ὡστόσο, δὲν εἶναι πάντοτε ἀπρόσκοπτο τὸ πέρασμα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ οἰκεῖο τους πολιτιστικὸ περιβάλλον σὲ κάποιο ἂλλο.  Πράγματι, τὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ παραμένει ἀπροσδόκητα ὑψηλὸ ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τῶν λιγότερο εὐνοημένων κοινωνικῶν ὁμάδων, ἀκόμη καὶ σὲ ἀνεπτυγμένες χῶρες, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια σχολικῆς ἀγωγῆς.  Ἀλλὰ καὶ ἡ ἒνταση ποὺ συχνὰ ἐπικρατεῖ στοὺς καιρούς μας ἀνάμεσα σὲ μειονότητες, ὂχι ἀπαραιτήτως ἀνίσχυρες οἰκονομικὰ ἢ ἀναλφάβητες, καὶ στὴν εὐρύτερη κοινωνία μαρτυρεῖ καὶ αὐτὴ ὃτι κάποιος κόκκος ἀλήθειας ὑπάρχει σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἐκδοχὲς τῆς εἰκασίας τῶν Sapir-Whorf.  Φαίνεται λοιπὸν ὃτι ἡ αὐτοκαλλιέργεια τὴν ὁποία συντηρεῖ μιὰ κοινωνικὴ ὁμάδα μὲ ὂργανο τὴ δική της γλώσσα ἢ κοινωνικὴ διάλεκτο εἶναι δυνατὸν νὰ περιχαρακώνει τὰ μέλη της στὸ οἰκεῖο της ἐννοιολογικὸ σύστημα καὶ νὰ καθιστᾶ γιὰ κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀπορριπτέες, ἀδιάφορες ἢ ἁπλῶς ἀόρατες διάφορες ἐκφάνσεις τῆς εὐρύτερης πολιτιστικῆς πραγματικότητας.

Τί μποροῦμε, λοιπόν, νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὰ παραπάνω γιὰ τὸ εὒλογο ἢ μή τῆς σολωμικῆς μέριμνας τόσο γιὰ ἐλευθερία ὃσο καὶ γιὰ γλώσσα;  Ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῶν Sapir καὶ Whorf, ἡ γλώσσα φαίνεται νὰ περιορίζει, σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό, τὴν ἐλευθερία μας νὰ ξανοιχτοῦμε στὴν εὐρύτερη πραγματικότητα.  Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς εἰκασίας αὐτῆς  δὲν ἐξασφαλίζει ἀπὸ μόνη της κάποιο ἒρεισμα γιὰ τὴν ἲση ἀξία ποὺ φαίνεται νὰ ἀποδίδει ὁ Σολωμὸς στὶς δύο ἒννοιες:  ἂν δεχθοῦμε ὃτι ἡ γλώσσα δέν θέτει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια στὴν προσπάθειά μας να ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει, αὐτὸ δέν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τὴ θέσουμε στὴν ἲδια μοίρα μὲ τὴν πολύτιμη ἰδέα τῆς ἐλευθερίας.   Ἀπομένει, λοιπόν, ἂν εἶναι νὰ διασώσουμε τὴ σολωμικὴ ρήση, νὰ ὑποθέσουμε ὃτι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς γλώσσας συντελεῖται (καὶ) διὰ τῆς γλώσσας. 

Δεύτερον, μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ γλώσσα σχετίζονται ἐπίσης δύο κυρίως θεωρητικὲς προτάσεις τῆς Γενετικῆς Σχολῆς τοῦ Noam Chomsky.  Ἡ πρώτη πρόταση ἒχει σαφέστερο γλωσσολογικὸ χαρακτήρα.  Σύμφωνα μὲ αὐτήν, κάθε φυσικὴ γλώσσα παρουσιάζει χαρακτηριστικὰ πεπερασμένου συστήματος, οἱ κανόνες τοῦ ὁποίου μποροῦν νὰ ἐφαρμόζονται ἐπ’ ἂπειρον.  Καὶ πεπερασμένο μὲν εἶναι τὸ γλωσσικὸ σύστημα προκειμένου νὰ ἀποφεύγεται τὸ σύνδρομο τῆς Βαβέλ, προκειμένου δηλαδὴ νὰ εἶναι γνωστὸ σὲ ὃλους γιὰ νὰ επικοινωνοῦν ἀπρόσκοπτα ὃλοι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἒρχονται σὲ ἐπαφή (ἀλλὰ βλ. παρακάτω).  Ταυτόχρονα ὃμως ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων τοῦ συστήματος μπορεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἀπεριόριστα, ἐπιτρέποντας ἒτσι στοὺς ὁμιλητὲς ἀπεριόριστη ἐκφραστικότητα.  Γιὰ παράδειγμα, ἂν θέλω νὰ ἐπαινέσω τὴν Ἑλένη μὲ τὴ συμπλήρωση τῆς φράσης «Ἡ Ἑλένη εἶναι __ », εἶμαι μέν ὑποχρεωμένος νὰ ἐφαρμόσω τοὺς κανόνες τῆς Ἑλληνικῆς ποὺ διέπουν τὴν ἀνωτέρω φράση ἀλλὰ δέν ὑπόκειμαι σὲ κανέναν περιορισμὸ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴ συνθετότητα τῆς δομῆς τῶν χαρακτηρισμῶν ποὺ κρίνω εὒλογο νὰ τῆς ἀποδώσω:

 Ἡ Ἑλένη εἶναι

ἀξιόπιστη …

καλὴ καὶ ἂξια …

ἀπὸ τὰ μέρη μας …

εὐγενικὴ οἰκοδέσποινα …

κοπέλα ἀπὸ σπίτι …

ἡ μόνη κατάλληλη ν’ ἀντιμετωπίσει τὴν παρούσα κρίση …

 κλπ.

Ἂς σημειωθεῖ μάλιστα ὃτι μὲ τὴν ἐπιλογὴ ἑνὸς ὁποιουδήποτε συμπληρώματος διανοίγονται νέες δυνατότητες περαιτέρω ἀπεριόριστης ἐπαναδρομῆς ἐπὶ πλέον κανόνων.  Στον πίνακα ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀριθμοῦνται τὰ διαδοχικὰ στάδια ἀνέλιξης ἑνὸς ἀπὸ τὰ συμπληρώματα τῆς φράσης «Ἡ Ἑλένη εἶναι _» στοὺς δύο  ἂξονες τῆς σύνταξης, τὸν ὁριζόντιο (παρατακτικὴ σύνταξη ) καὶ τὸν κάθετο (ὑποτακτικὴ σύνταξη), καὶ ὑπογραμμίζονται οἱ λέξεις στὶς ὁποῖες ἒχει προστεθεῖ περαιτέρω συμπλήρωμα.  Ὃπως μπορεῖ εὒκολα νὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, ἂν συνεχίσει νὰ ἐπιλέγει λέξεις ἢ φράσεις γιὰ πρόσθετο σχολιασμό, μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ επεκτείνει τὴν περίοδο εἰς τὸ διηνεκές.

1. Ἡ Ἑλένη εἶναι

2. ἡ μόνη κατάλληλη νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν παρούσα κρίση

 

3. τὴν ὁποία προκάλεσε

 

4. ἡ ἀχαλίνωτη κερδοσκοπία τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου

6. σὲ συνδυασμὸ μὲ

7. τὶς δυσμενεῖς ἐξελίξεις στὴν παγκόσμια ἀγορὰ ἀργοῦ πετρελαίου

9. καθὼς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ ἀσκεῖ στὸ ἐσωτερικὸ ὁ πληθωρισμός

5. τὰ περισσότερα μέλη τοῦ ὁποίου δὲν ἒχουν σχέση μὲ τὸ ἐμπορικὸ ἀντικείμενο τῆς ἑταιρείας

8. ἡ τιμὴ τοῦ ὁποίου …

10. ὁ ὁποῖος ...

Στὴν πράξη ὡστόσο, ἡ θεωρητική δυνατότητα ἐπ’ ἂπειρον ἐπαναδρομῆς τῶν γλωσσικῶν κανόνων περιορίζεται δραστικὰ ἀπὸ ἐξωγλωσσικοὺς παράγοντες, ὃπως γιὰ παράδειγμα τὶς ἀνάγκες τῆς καθημερινότητας καὶ τοὺς περιορισμοὺς τῆς μνήμης μας.

Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε:  χάρη στὴ δυνατότητα ἐπ’ ἂπειρον ἐπαναδρομῆς τοῦ πεπερασμένου συστήματος κανόνων μιᾶς γλώσσας εἲμαστε ἐλεύθεροι νὰ διατυπώσουμε οἱαδήποτε σκέψη μας, δεσμευόμενοι ὡστόσο νὰ τηρήσουμε τοὺς κανόνες τῆς γλώσσας μας προκειμένου νὰ γίνουμε κατανοητοὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Ἡ δεύτερη πρόταση τῆς Γενετικῆς Σχολῆς ποὺ ἒχει νὰ κάνει μὲ τὴ σύναψη  ἐλευθερίας καὶ γλώσσας ἀφορᾶ τὶς ψυχογλωσσικὲς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες τὰ μικρὰ παιδιὰ καθίστανται ὁμιλητὲς τῆς γλώσσας τοῦ περιβάλλοντός τους.  Κατὰ τὸν συμπεριφορισμό, ἡ γλώσσα ἐγγράφεται στὸν λευκὸ χάρτη τοῦ παιδικοῦ ψυχισμοῦ μέσῳ τῶν γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα ἡ κοινωνία τροφοδοτεί τὸ παιδὶ καθημερινά.  Chomsky ἀντικρούει τὴν ἀνωτέρω ὑπόθεση μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ ἐπιχείρημα ὃτι, ἂν τὸ παιδὶ ἦταν ἁπλῶς παθητικὸς δέκτης γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων, ἡ γλώσσα του θὰ ἀντικατόπτριζε πιστὰ τὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντος καὶ δὲν θὰ περιεῖχε νεωτερισμούς.  Ἀλλὰ τὰ γλωσσικὰ σφάλματα ποὺ κάνουν ὃλα τὰ μικρὰ παιδιὰ  δείχνουν ὃτι κάθε παιδὶ διαθέτει ἐγγενῶς τὴν (ἐν πολλοῖς ὑποσυνείδητη) ἱκανότητα νὰ ἀναλύει τὰ ἐξωτερικὰ γλωσσικὰ ἐρεθίσματα ποὺ τυχαίνει νὰ προσπίπτουν στὴν ἀντίληψή του προκειμένου νὰ ἀναχθεῖ στὶς κανονικότητες τῆς γλώσσας τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος.  Πράγματι, ὃταν, σὲ ἐρωτήσεις τοῦ τύπου «Σ’ ἀρέσουν τὰ κερασάκια;», ἓνα γνωστό μου παιδάκι ἀπαντοῦσε γιὰ ἓνα διάστημα «Ὂχι, δὲν μοῦ σαρέσουν!», σὰν νὰ ὑπήρχε δηλαδή ρῆμα «σαρέσω»,  εἶναι φανερὸ ὃτι δὲν ἐπαναλάμβανε φράση ποὺ ἂκουσε ἀπὸ κάποιον ἐνήλικο τοῦ περιβάλλοντός του ἀλλὰ ὃτι ἐκείνη τὴν περίοδο βρισκόταν σὲ φάση διερεύνησης τῆς ἰδιαίτερα δύσκολης δομῆς «Κάτι μοῦ ἀρέσει» (συγκρ. τὴ διαυγέστερη δομή «Ἐγώ προτιμῶ τὰ κεράσια»).  Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχάριοι σπουδαστὲς τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ λένε «Πόσες μῆνες;» (κατὰ τὸ «Πόσες μέρες;»), «Εἶναι ἀπὸ τὴ βήχα» (κατὰ το «ἀπὸ τὴ  νύστα» ἢ «Καλὴ βράδη» (κατὰ τὸ «Καλὴ νύχτα»), σὲ παρόμοια διερευνητικὴ τῶν κανόνων τῆς νέας τους γλώσσας δραστηριότητα ἐπιδίδονται.

Μὲ ἂλλα λόγια, οἱ ἂνθρωποι δὲν εἶναι παθητικοὶ δέκτες τῆς γλώσσας τοῦ περιβάλλοντος ἀλλὰ ἐνεργητικοὶ ἰχνευτὲς τῶν ἀφηρημένων δομῶν ποὺ ὑπόκεινται τῶν γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων·  διαμορφώνουν δέ προσωρινούς, ἑπομένως ἐν μέρει λανθασμένους, κανόνες, τοὺς ὁποίους σταδιακὰ τροποποιοῦν προκειμένου νὰ συγκλίνουν μὲ τὰ ἰσχύοντα στὴν κοινωνία τους. 

Οἱ ἀνωτέρω δύο προτάσεις τῆς Γενετικῆς Σχολῆς συνάδουν μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ὁμιλοῦντος ἀνθρώπου ὡς δρῶντος ὑποκειμένου καὶ ὂχι ὡς ἀνενεργοῦ ἀποδέκτη καὶ μηχανικοῦ χρήστη ἑνὸς κλειστοῦ (πεπερασμένου) συστήματος ἐπικοινωνίας.  Ὡστόσο, ἡ γλωσσικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναλύει καὶ νὰ κατακτᾶ τὸ γλωσσικὸ φαινόμενο, καθὼς καὶ νὰ κάνει ἀπεριόριστη χρήση τῶν γλωσσικῶν πόρων του γιὰ τοὺς δικούς του, ἀπροσδόκητους ἐνίοτε, ἐπικοινωνιακοὺς σκοπούς, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἐν πολλοῖς ὑποσυνείδητη ἱκανότητα.  Ὁπότε τίθεται τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ γλωσσική μας ἱκανότητα, ἡ ὁποία δὲν ἐλέγχεται πλήρως ἢ ἒστω κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὸν συνειδητὸ ἂνθρωπο, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἒνδειξη ἐλευθερίας.  Ἐπὶ πλέον, ἡ δυνατότητα ἀπεριόριστης ἐπαναδρομὴς τῶν γλωσσικῶν κανόνων δὲν ὁδηγεῖ ἀπαραιτήτως σὲ γλωσσικοὺς καρποὺς ἀρκούντως ὑψηλῆς ποιότητας γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τοὺς ἐντάξουμε στὴν ἐπικράτεια τῆς ἐλευθερίας:  ὁ μακροπερίοδος λόγος μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἀπεραντολογεῖ.

Μιὰ ἂλλη, τέλος, περιοχὴ τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου στὴν ὁποία τίθεται τὸ ἐρώτημα τῆς σχέσης ἐλευθερίας καὶ γλώσσας εἶναι αὐτὴ τοῦ ὓφους.  Συχνά, τὸ ὓφος γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ κάποια νόρμα, ἀπόκλιση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀπότοκος ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.  Ἒτσι, τὸ ὓφος μου ὃταν ἀπευθύνομαι σὲ μή οἰκείους συνίσταται στὶς ἀποκλίσεις τοῦ λόγου μου ἀπὸ τὸν συνήθη κώδικά μου.  Ἀλλὰ εἶναι οἱ ἐν λόγῳ ἀποκλίσεις ἀπόρροια ἐλεύθερης ἐπιλογῆς ἢ ἀποτελοῦν ἁπλῶς στατιστικὸ φαινόμενο ποὺ ἐκδηλώνεται στὸ πλαίσιο ἑνὸς κλειστοῦ συστήματος ἐπικοινωνίας;  Ἂν τὸ ὓφος ποὺ υἱοθετῶ ὃταν ἀπευθύνομαι σὲ ἀγνώστους εἶναι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ καὶ ἂλλα μέλη τῆς κοινωνίας χρησιμοποιοῦν σὲ παρόμοιες ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες, τότε δὲν πρόκειται ἲσως γιὰ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ ἀλλὰ γιὰ ἐνεργοποίηση μέσα μου τοῦ ἐνδεδειγμένου γιὰ τὴν περίπτωση ἐξειδικευμένου κώδικα, ὁ ὁποῖος ἐντάσσεται σὲ ἓναν εὐρύτερο ἐπικοινωνιακὸ κώδικα ποὺ ἐξυπηρετεῖ ὃλες μὲν τὶς περιστάσεις ἀλλὰ τὴν κάθε μία μὲ ἐν μέρει διαφορετικὰ μέσα (ὑπο-κώδικες).

Ὑπάρχει ὃμως ἓνα σημεῖο στὸ γλωσσικὸ γίγνεσθαι ὃπου μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὃτι ἐλευθερία καὶ γλώσσα ἀλληλεπιδροῦν γιὰ νὰ δημιουργήσουν ὓφος.  Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ συγκεκριμένος ἂνθρωπος πλάθει μιὰ νέα γλωσσικὴ μορφὴ γιὰ νὰ βιώσει ἐπιτυχῶς μιὰ νέα πραγματικότητα.  Ἡ νέα αὐτὴ μορφὴ δὲν πλάθεται πάντοτε συνειδητά, γι’ αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ περάσει ἀπαρατήρητη, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν δημιουργό της.  Ἐνίοτε ὃμως ἐπιβιώνει στὸν χρόνο γιὰ νὰ ἀποτελέσει συστατικὸ τοῦ κώδικα τοῦ δημιουργοῦ της, ἢ, περαιτέρω, μιᾶς σταδιακὰ διευρυνόμενης ὁμάδας ἀνθρώπων.  Δὲν ἀποκλείεται δέ νὰ φτάσει ὣς τὸν εὐρύτερο δυνατὸ γλωσσικὸ κώδικα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ γιὰ ἓνα μεγαλύτερο ἢ μικρότερο χρονικὸ διάστημα.  Ὁ κατ’ ἐξοχήν τόπος τοῦ ὓφους, λοιπόν, εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς ἐν ελευθερίᾳ δημιουργίας νέων μορφῶν, καὶ τῆς φόρτισής τους μὲ νέα νοήματα,  μὲ νέους τρόπους ἐμβίωσης.  Ἀπό τὴν ἑπόμενη στιγμή, ἀρχίζει ἡ διεργασία τῆς σταδιακῆς ἒνταξης τῶν νέων μορφῶν στὸ γλωσσικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο τείνει νὰ εἶναι, ὃπως προαναφέραμε, κοινὸ σὲ ὃλους προκειμένου νὰ καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἐπικοινωνία μεταξὺ ὃλων, ἀκόμη καὶ μεταξὺ ἀγνώστων.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτική, τὸ ὓφος δὲν ἀποτελεῖ ἀπόκλιση ἀλλὰ προϊὸν τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικότητας, καὶ μόνο κατὰ τὴ διεργασία παγίωσης τῶν νεόκοπων μορφῶν τίθεται θέμα ἀπόκλισης ἀπὸ τὴν ὃποια καθιερωμένη γλωσσικὴ χρήση διὰ τῆς ἐπιλογῆς αὐτῶν τῶν σπανιότερων προσωρινά γλωσσικῶν μορφῶν. 

Ἐνδέχεται ὡστόσο νὰ ἐγείρει κανεὶς τὴν ἑξῆς ἀντίρρηση στὸ ἀνωτέρω σχῆμα:  Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν ἐλευθερίας ἡ σύνθεση νέων γλωσσικῶν μορφῶν ἐάν, ἀφ’ ἑνός ἀναλαμβάνεται ὃποτε, ἢ ἲσως ἐπειδή, ἀλλάζει ἡ ἐξωτερικὴ πραγματικότητα, ἀφ’ ἑτέρου οἱ νέες μορφές ὑπακούουν στοὺς γενικοὺς κανόνες τῆς ἰσχύουσας γλώσσας;  Ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συνεπάγεται γλωσσοπλαστικὴ δημιουργικότητα ποὺ καὶ ἀπροϋπόθετη ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ νὰ σπάζει τοὺς παραδεδεγμένους κανόνες τῆς γλώσσας.

Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸ συμβαίνει στὴν ὑψηλὴ ποίηση:  ἀντίθετα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία, ἐδῶ οὐδεὶς (συνήθως) πρακτικὸς σκοπὸς ἐξυπηρετεῖται∙  ἐπὶ πλέον, ὁ ποιητὴς συχνὰ δοκιμάζει τὰ ὃρια τῆς γλώσσας, μὲ τὴν ἒννοια ὃτι διαμορφώνει ὁρισμένες τουλάχιστον γλωσσικὲς μορφὲς κατὰ (μερικὴ ἒστω) παράβαση τῶν κανόνων τῆς γλώσσας τῆς κοινότητας.  

Ὁ ἀντιρρησίας μας ὃμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτείνει ὃτι καὶ ἡ ὑψηλὴ ποίηση πλάθεται γιὰ κάποιον, ὑψηλὸ ἒστω, σκοπό, καὶ γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ πρέπει νὰ περάσει τὰ ὃρια τῆς ἀτομικότητας τοῦ ποιητῆ καὶ νὰ μετακενωθεῖ στοὺς ἂλλους ἀνθρώπους.  Ἐξάλλου, ἡ νεωτερικότητα τῶν γλωσσικῶν μορφῶν οὒτε ἀπαραίτητο γνώρισμα τῆς ὑψηλῆς ποίησης εἶναι οὒτε περιορίζεται στὴν ὑψηλὴ ποίηση.

Στὴν τελευταία αὐτή ἀντίρρηση δὲν φαίνεται, σ’ ἐμένα τουλάχιστον, νὰ ὑπάρχει πειστικὸς ἀντίλογος, πράγμα τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὃτι ἡ σχέση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας παραμένει ἀδιευκρίνιστη.  Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀπροσδιοριστία δὲν εἶναι ἀπαραίτητα «κακὸ πράγμα»:  χάρη σ’ αὐτήν, ὁ ἂνθρωπος καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἰσότιμη σχέση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας ὡς αἲτημα, ἡ πραγμάτωση τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἲδιο.  Ἂν αἰσθάνεται ἂξιος νὰ ἐμπλουτύνει τὴν οἰκουμένη διὰ τῆς προσκομιδῆς σὲ αὐτὴν τῶν καρπῶν τῆς δημιουργικότητάς του, μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ ἂθλημα τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ γλωσσικῆς ἒκφρασης, ὑπερβαίνοντας ἑαυτὸν πάλι και πάλι κατὰ τὴν ἐπιδίωξη τῆς βέλτιστης ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὴν ἐλεύθερη διατύπωση τῶν λογισμῶν του καὶ τὴν ὑποταγή του στὴν κοινὴ γιὰ ὃλους γλώσσα.  Τολμῶ μάλιστα να εἰκάσω ότι αὐτόν ἀκριβῶς τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς διαρκοῦς αὐθυπέρβασης εἶχε ὁ Σολωμὸς κατὰ νοῦ ὃταν, πιὸ κάτω στὸν Διάλογο, ἀπευθύνει στὸν Σοφολογιώτατο τὴν ἑξῆς προτροπή:  «Ὑποτάξου πρῶτα ’ς τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, και, ἂν εἶσαι ἀρκετός, κυρίεψέ την.»

 

 

 

 

 

 



[1] Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Νέα Εὐθύνη 3. 2011.

Γλωσσολογία και μετάφραση: αλληλοπεριφρόνηση ή αλληλοπεριχώρηση;

Περικλής Α. Ντάλτας

Γλωσσολογία και μετάφραση:  αλληλοπεριφρόνηση ή αλληλοπεριχώρηση;[1]

Παίρνω αφορμή για το παρόν σημείωμα από πρόσφατο κείμενο περί μεταφράσεως του κ. Κ. Κουτσουρέλη (Φρέαρ 1, σ. 77, και 2, σ. 207).  Το κείμενο αυτό, το πρώτο μέρος του οποίου επιγράφεται «Περιαυτολογίες, θεωρίες, κηρύγματα» (στο εξής ΠΘΚ),  είναι μεν απολαυστικό από ρητορική άποψη αλλά οι νουθεσίες που απευθύνει προς μάχιμους μεταφραστές και φοιτητές μεταφραστικής χρειάζονται νηφάλιο έλεγχο.

Κατά το ΠΘΚ, η μετάφραση είναι τέχνη, όχι επιστήμη, συνεπώς ο μεταφραστής είναι τεχνίτης, homo faber, όχι επιστήμων.  Για να ασκήσει δε την τέχνη του, αναγκαία και ικανά εφόδια είναι η γλωσσομάθεια και η προσωπική καλλιέργεια – άλλη βοήθεια ας μην περιμένει:  ούτε από τις υψιπετείς θεωρίες των γλωσσολόγων, ούτε από τις εκ βαθέων εξομολογήσεις παλαίμαχων μεταφραστών, ούτε από τις καλοπροαίρετες διακηρύξεις πολιτικών και γραφειοκρατών ότι η μετάφραση προωθεί την αμοιβαία κατανόηση των λαών.

Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στο πρώτο από τα τρία απορριπτέα του ΠΘΚ, τη γλωσσολογία, δηλαδή, για να αντιτείνω ότι ο μεταφραστής, και μάλιστα ο πρωτόπειρος, μόνο να κερδίσει έχει από την εξοικείωσή του με την γλωσσολογική οπτική του αντικειμένου του.  Ας δούμε γιατί.

(α)   Η μετάφραση είναι πράγματι τέχνη, και ως τοιαύτη απαιτεί τόσο έμφυτο χάρισμα όσο και μακρά θητεία – πράγματα, δηλαδή, που χρειάζονται οι θεράποντες κάθε είδους τέχνης:  τραγουδιστές, χορευτές, γλύπτες και ζωγράφοι, δάσκαλοι και κηπουροί.  Όλοι αυτοί εντάσσονται στην παράδοση του χώρου του ο καθένας, αντλούν από τη συσσωρευμένη πείρα του σιναφιού και εξοικειώνονται ταχύτατα με την τεχνική πλευρά της δουλειάς τους προκειμένου να μη χρειαστεί να επανεφεύρουν τον τροχό.  Ως εκ τούτου, δεν νοείται, για παράδειγμα, σοβαρός κηπουρός που αδιαφορεί για την εδαφική σύσταση του χωραφιού του και απλώς επαφίεται στο τυχερό του άστρο για να εξασφαλίσει συγκομιδή. 

Να όμως που το ΠΘΚ διδάσκει ότι, αν θέλουμε να γίνουμε καλοί μεταφραστές, πρέπει (μεταξύ άλλων: βλ. (β) κατωτέρω) να διαβάζουμε λογοτεχνία και να απαγγέλλουμε πότε-πότε μια-δυο σελίδες Πλάτωνα, αντί να χάνουμε την ώρα μας με τις στριφνές θεωρίες των γλωσσολόγων.  Με άλλα λόγια, απ’ όλα τα προϊόντα του ανθρώπινου πνεύματος μπορούμε να γευτούμε, γλωσσολογικές θεωρίες όμως δεν επιτρέπεται να γευτούμε.  Αλλά οι θεωρίες αυτές αποτελούν προϊόν του μόχθου ερευνητών ανά την υφήλιο που δεν αρκούνται σε νεφελώδεις, και επομένως ανέξοδους και αδιέξοδους, χρησμούς για τη γλώσσα αλλά προτιμούν να αφιερώνουν τη ζωή τους στη μελέτη της με όργανο την επιστημονική μεθοδολογία.  Αυτό δε το αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας, η γλώσσα, - τονίζεται άλλωστε και στο ΠΘΚ – είναι επίσης το υλικό (με) το οποίο δουλεύει ο μεταφραστής·  υλικό απείρως πιο περίπλοκο και ατίθασο από την πέτρα του γλύπτη, τα χρώματα του ζωγράφου ή τα φυτά και το έδαφος του κηπουρού.  Θεωρώ, λοιπόν, απαράδεκτο να αρκείται ένας μεταφραστής στο όποιο προσωπικό του χάρισμα και την όση καλλιέργειά του και να αδιαφορεί για τη φύση του υλικού του όπως αυτή μας αποκαλύπτεται βαθμηδόν από την γλωσσολογία. (Θα εμπιστευόμαστε το παιδί μας σε γιατρό που σνομπάρει την Ανατομία;)

(β)  Ας δούμε τώρα μερικά ειδικότερα εφόδια του καλού μεταφραστή, τα οποία (ορθώς) εγκρίνει το ΠΘΚ.  Παράλληλα με την εξοικείωσή του με τα κομβικά κείμενα του πολιτισμού μας πρέπει να βελτιώσει τη γλωσσομάθεια και τις δεξιότητές του ως αναγνώστη και συντάκτη κειμένων.  Επ’ αυτών, ουδείς, φυσικά, ψόγος, με την εξής όμως κρίσιμη επισήμανση:  τόσο η κατάκτηση γλωσσομάθειας υψηλού επιπέδου όσο και η βελτίωση της ικανότητας του μεταφραστή αφ΄ ενός να διαβάζει κείμενα προς μετάφρασιν χωρίς να του ξεφεύγει το παραμικρό, αφ΄ ετέρου να συντάσσει ο ίδιος τεχνικώς άρτια μεταφράσματα, δεν θα προκύψουν εκ του μηδενός αλλά προϋποθέτουν την ύπαρξη κατάλληλων δασκάλων και διδακτικών μέσων.  Επόμενο δε είναι το ότι η συναφής προς τα ανωτέρω ζητούμενα διδακτική μεθοδολογία διαμορφώνεται  τα τελευταία εξήντα χρόνια αντλώντας στοιχεία από τη γλωσσολογική διερεύνηση των μηχανισμών ανάγνωσης, γραφής και εκμάθησης (ξένων) γλωσσών.

Των κατά ΠΘΚ μεταφραστικών προαπαιτούμενων, προηγείται, όπως προαναφέραμε, ένα βασικότερο προσόν του καλού μεταφραστή:  να έχει έφεση στη μετάφραση.  Ο λόγος προς τούτο θα φανεί αν δούμε το μεταφράζειν σε σχέση με τη συνολική γλωσσική δραστηριότητα της κοινωνίας.

Πρώτα-πρώτα, έμφυτο χάρισμα επιδεικνύουμε όλοι κατά την κατάκτηση της μητρικής μας γλώσσας:  τη μαθαίνουμε παιδάκια ακόμη, και μόνο αν εγκύψουμε στις περιγραφές των γλωσσολόγων θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την απίστευτη συμπλοκότητα των γλωσσικών δομών που διαμορφώνονται μέσα στα μυαλουδάκια των παιδιών, και μάλιστα χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους μεγάλους και χωρίς τα ίδια να καταβάλλουν εμφανή προσπάθεια.  Προφανώς, ωστόσο, εάν κατέχουμε μόνο τη μητρική μας γλώσσα, η μετάφραση εκ των πραγμάτων δεν μας αφορά - αν και όλοι μπορούμε να παραφράζουμε τα λεγόμενα, δικά μας ή άλλων, ικανότητα που μπορεί να εξελιχθεί σε μεταφραστική στην περίπτωση των γλωσσομαθών.

Πράγματι, μερικοί από εμάς (τους κατοίκους των ουσιαστικά μονόγλωσσων Δυτικών κοινωνιών - σε άλλες κοινωνίες η πολυγλωσσία είναι συνηθισμένο φαινόμενο), μετά από πολυετή και επίμονη μελέτη, μπορεί να καταστούμε εγκρατείς μιας ή και, σπανιότερα, περισσότερων ξένων γλωσσών, καθώς και του πολιτιστικού πλαισίου των.  Ωστόσο, η γλωσσομάθειά μας αυτή μπορεί να μας επιτρέπει να βοηθήσουμε έναν τουρίστα να συνεννοηθεί με τον σερβιτόρο που παίρνει την παραγγελία του στο εστιατόριο, σε απλές δηλαδή επικοινωνιακές καταστάσεις, αλλά δεν μας εξασφαλίζει τα εύσημα του ταλαντούχου μεταφραστή.  Προς τούτο, θα πρέπει να έχουμε το έμφυτο χάρισμα να μεταπηδούμε με την επιδεξιότητα ακροβάτη ανάμεσα στο γλωσσοπολιτιστικό σύστημα ενός (απαιτητικού) κειμένου προς μετάφρασιν και σε εκείνο προς το οποίο μεταφράζουμε.  Συμβαίνει δηλαδή με τη μετάφραση ό,τι και με το τραγούδι ή τον χορό:  όλοι τραγουδάμε ή χορεύουμε κατά τις δυνατότητές μας αλλά το τάλαντο του Παβαρότι ή του Νουρέγεφ υπερβαίνει τα κοινά μέτρα, και η απόσταση μεγαλώνει χάρη στην καθημερινή άσκηση των καλλιτεχνών.  

Στην καλλιέργεια αυτής ακριβώς της ασυνήθιστης δεξιότητας του μεταφράζειν (απαιτητικά κείμενα και όχι κουβέντες της καθημερινότητας) έρχεται να συμβάλει η θεωρητική γνώση που προσφέρει στον μεταφραστή η σύγχρονη γλωσσολογία:  κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με δύστροπη διατύπωση, μπορεί να επιστρατεύει, εκτός από τη γλωσσική του διαίσθηση (για τη «δεκτικότητά του στις αλλαγές της θερμοκρασίας των λέξεων» μιλάει ωραιότατα ο κ. Κουτσουρέλης), τη θεωρητική του κατάρτιση, χάρη στην οποία διακρίνει υπό την επιφάνεια του κειμένου το σύμπλεγμα των κρίσιμων γλωσσικών δομών, τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και τα σημεία αγκίστρωσης του κειμένου στην περιρρέουσα πραγματικότητα.

Συνοψίζω την έως τώρα επιχειρηματολογία μου:  Ο μεταφραστής ασκεί την τέχνη του στα όρια της συνήθους γλωσσικής δραστηριότητας της κοινότητας, στην ευδοκίμηση της οποίας συμβάλλει με τις μεταφράσεις του.  Θεωρώ εύλογο λοιπόν ότι ένας τέτοιος ακρίτας θα επιδιώξει να εξασφαλίσει τα καλύτερα δυνατά μέσα για την κατά το δυνατόν διευκόλυνση του δυσχερούς έργου του.  Ακόμη και αν όντως διαθέτει την έμφυτη δωρεά του μεταφράζειν, πώς μπορεί να στερήσει από τον εαυτό του τη δυνατότητα που του εξασφαλίζει ο μόχθος της γλωσσολογικής κοινότητας να κινείται με σχετική άνεση και σίγουρο βήμα μέσα στο δομικό πλέγμα των κειμένων που μεταφράζει;  Κι αν ένας έμπειρος μεταφραστής επιλέγει για τον εαυτό του να αγνοεί τα οφέλη της γλωσσολογικής κατάρτισης, πώς μπορεί να συμβουλεύει τους φοιτητές της μετάφρασης, που ακόμη αναζητούν ψηλαφιστά τον δρόμο τους, να πράξουν το ίδιο;

Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να συνηγορήσω υπέρ του ΠΘΚ ως προς το εξής.  Η γλωσσολογία είναι ανεπτυγμένη και πολυσχιδής επιστήμη, για τούτο και ο επίδοξος μεταφραστής χρειάζεται έμπειρο οδηγό για να μη πελαγοδρομεί.  Απαιτείται λοιπόν να είναι ο γλωσσολογικός τομέας των μεταφραστικών σπουδών προσαρμοσμένος στις ανάγκες του μεταφραστή, και ευχής έργο αν οι διδάσκοντες γλωσσολόγοι είναι οι ίδιοι επαρκείς  μεταφραστές – πράγμα διόλου αυτονόητο στα καθ’ ημάς.

Όσα υποστηρίζω ανωτέρω δεν σημαίνουν ότι η σχέση γλωσσολογίας και μεταφραστικής είναι μονής κατεύθυνσης, ότι δηλαδή η δεύτερη ετεροφωτίζεται χάρη στη γενναιοδωρία της πρώτης.  Αντ’ αυτού, ισχύει σχέση αμοιβαιότητας, και ο γλωσσολόγος έχει πολλά να ωφεληθεί αν εγκύψει στη μεταφραστική διεργασία, ακριβώς επειδή αυτή τελείται στο μεταίχμιο μεταξύ δύο γλωσσών και των αντίστοιχων νοητικών τους συστημάτων όπως αυτά δομούνται (και αλληλεπιδρούν) στον νου του μεταφραστή.  Ιδιαίτερα δε αποκαλυπτική των δυνάμεων που ελαύνουν τη γένεση και τη μεταβολή των γλωσσών αποβαίνει η γλωσσολογική ανάλυση των αστοχιών που (είναι φυσικό να) απαντούν στα πρωτόλεια των σπουδαστών μεταφραστικής.  Πράγματι, ο μεταφραστής συντάσσει το μετάφρασμά του παραμένοντας υπό την επίδραση των δομικών διατάξεων του πρωτότυπου κειμένου.  Αποτέλεσμα είναι, στην περίπτωση του πρωτάρη, να προδίδει η μετάφρασή του τα χαρακτηριστικά υβριδικών γλωσσικών σχηματισμών:  ανάμειξη δομικών στοιχείων από τις δύο γλώσσες και ανάδειξη καινοφανών, που υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν να εξελιχθούν προς την κατεύθυνση μιας νέας γλώσσας.

Τέλος, έκπληξη προκαλεί το κατσάδιασμα που επιφυλάσσει το ΠΘΚ σε όσους μεταφραστές τολμούν να μιλήσουν για την τέχνη τους.  «Συναισθηματική εξομολόγηση», «μακάρια εσωστρέφεια», «αυτοέκθεση» και «περιαυτολογία», είναι μερικά μόνο από τα παραπτώματα για τα οποία εγκαλούνται.  Αλλά το πρόβλημα με τον μέσο μεταφραστή είναι το ακριβώς αντίθετο:  ότι κρύπτεται, δηλαδή, κι ότι υπηρετεί το πρωτότυπο κείμενο χωρίς να κρατάει τίποτε, αν όχι για τον εαυτό του, τουλάχιστον για το σινάφι του, για να παραδώσει κάτι από την πείρα του στους νεότερους.  Όπως προανέφερα, σε κάθε τέχνη ισχύει ο παμπάλαιος θεσμός της μαθητείας:  ο άπειρος μαθαίνει από τον έμπειρο, και είναι ευχής έργο όταν ο μαθητής ξεπερνάει τον δάσκαλο.  Επομένως, βάσει ποιάς λογικής, στην περίπτωση των μεταφραστών και μόνο, είναι ένδειξη ελαφρότητας η έγνοια τους να μεταλαμπαδεύσουν πείρα ζωής στους μεταγενέστερους;  Θεωρώ, αντίθετα, εύλογο και χρήσιμο, αντί να απαξιώνουμε όσους πασχίζουν να συλλάβουν τα φευγαλέα μυστικά της μεταφραστικής τέχνης, να εφοδιάσουμε τους νεότερους τουλάχιστον μεταφραστές με τη γλωσσολογική σκευή που θα τους επιτρέψει να αρθρώσουν λόγο επιστημονικό, δηλαδή εξωστρεφή και μετακενώσιμο, για να περιγράψουν την καθημερινή τους αναμέτρηση με τα γλωσσικά θεριά.

Σημείωση:  Ο αναγνώστης που θα ήθελε λεπτομερέστερη τεκμηρίωση των ανωτέρω θέσεών μου μπορεί να ανατρέξει στο ιδιοφυές πόνημα του Douglas R. Hofstadter Le Ton Beau de Marot: In Praise of the Music of Language (Basic Books. New York. 1997).  Εκεί καταδεικνύεται ότι όσο εξοικειώνεται ο μεταφραστής με το πολυδιάστατο δομικό σύμπαν ενός κειμένου τόσο γοητευτικότερα τα εναλλακτικά μεταφράσματα που, χάριν παιδιάς αλλά και ασίγαστης επιστημονικής περιέργειας, (ανακαλύπτει ότι είναι ικανός να) επινοεί. 

 



[1] Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Φρέαρ 5, 2014.

 

William Labov: A Popperian or not a Popperian?

 

Proceedings of the Tenth International Symposium on Theoretical & Applied Linguistics, April 24-6 1996. Department of Theoretical and Applied Linguistics, School of English, Aristotle University of Thessaloniki.

  

William Labov:  A Popperian or not a Popperian? 

PERICLES A. DALTAS

Department of Linguistics,  University of Ioannina.

  

ABSTRACT 

The epistemological criticism of W. Labov's quantitative paradigm of (socio)linguistic variability has been focused on two issues, namely, whether or not  (a)  variable rules are constructed on a positivist basis, and  (b)  the inclusion of probabilities in them makes theoretical sense.

Adopting a popperian outlook, S. Romaine dismisses the labovian paradigm as positivist on the grounds that Labov has expressed the view that he feels entitled to consider his model right since he has diligently tried time and again to prove it wrong but without success.  However, this kind of rhetorical outburst on the part of theoreticians in favour of their beloved models is quite common (Popper himself does it) and does not in itself jeopardize the theoretical value of such models;  for, their value crucially depends on their content, that is, on whether they are constructed in such a way as to facilitate the most detailed criticism possible.  Judging by the severe and meticulous criticism that has been levelled against the quantitative paradigm over the years, we can safely conclude that this model has been endowed with a high degree of refutability.

Romaine also considers it unpopperian that probabilities are included in labovian rules of variability on the grounds that no finite number of observations would suffice to prove a probabilistic statement wrong, for which purpose an infinite number of observations would be required.  However, Labov's approach to sociolinguistics is commonsense in the popperian sense of the word:  it aims at gradually improving, through criticism, both our understanding of the relevant phenomena and the quality of our theoretical tools rather than striving to secure an unshakeable a priori theoretical basis, i.e., before the actual work of sociolinguistic analysis ever begins.  In this context, probabilities deriving from observed frequencies have to be taken with a sizeable pinch of salt:  they cannot be said to reflect any inherent qualities of the sociolinguistic data since the nature of such qualities is normally beyond the researcher's reach;  yet, they serve as statements open to criticism, i.e. they are reproducible and refutable, and, therefore, may lead to better theoretical models.

 

1.  INTRODUCTION 

The epistemological criticism of W. Labov's quantitative paradigm of (socio)linguistic variability focuses on two issues, namely,  (a)  whether variable rules are constructed on a positivist rather than on a Popperian basis, and  (b)  whether the inclusion of probabilities in them makes theoretical sense.

 

2.  LABOV, POPPER AND POSITIVISM 

Quantitative sociolinguists of the classical Labovian school of thought have been described as positivist (Romaine 1981) in that they seem to proceed from inductive observation to the construction of general models of analysis.  To put it in DeCamp's (1970) apposite terms, such researchers still appear to be in their ΅butterfly collectionΆ stage.

Sir Karl Popper pointed out the inadequacy of the positivist paradigm in the 1930's, when he insisted that ¤there is no induction¥ (1976:86) since all observation takes place in the context of expressly stated or tacitly accepted theories, or, as he characteristically put it (1972:71), ¤all knowledge is theory-impregnated, including our observations¥.  Thus, scientific method does not consist in attempting to corroborate our theories, for no single observation or test can conclusively prove a general theory right:  however many white swans we may spot we can never safely conclude that All swans are white, since the possibility of coming across a swan of a different colour cannot logically be excluded (Popper 1976:43).  On the contrary, scientific progress results from the refutation of our best theories:  a single counter-example is enough to demolish even the best theory, or at least a problematic phenomenon may show a theory to be of limited applicability and mark the beginning of an attempt to improve it.  As a result, the corroboration of a theory takes in effect the form of temporarily surviving the severest possible tests:  the best among a number of alternative theories is the one which up to now has fared better than the competition in the face of criticism by the scientific community;  this, however, does not mean that the theory is certain to do just as well in the next test, or that there may not arise a new theory that does even better.

Popper (1976:132) proposes the following tetradic schema of theory development:

 

P1    >    TT    >    EE     >    P2

 

According to it, an attempt at theory formation always starts with a problem (P1) for whose solution a tentative theory (TT) is formulated.  The next step is to subject the theory to critical examination in order to eliminate possible errors (EE).  Finally, the tentative solution to the initial problem may cause a series of new problems to emerge or lead to the discovery of previously unidentified ones (P2).  This triggers the reapplication of the schema, not cyclically, for P2 is different from P1, but spirally:  problem-solving has now moved on to a new level.

The tetradic schema underlies not only scientific problem-solving but also dealing with problems in our daily lives.  For instance, faced with the need for improved transportation, we built and have since constantly improved the motor car, but our tentative solution to the original problem creates new problems, such as congested roads, air pollution or traffic accidents, which require, at least partly, their own solutions.

The application of the tetradic schema does not require a conscious or even human subject:  all living organisms go through the same four stages in dealing with problems posed by the specific environment in which they live.  From this point of view, "from the amoeba to Einstein is just one step" (Popper 1972:246), as the only difference between the two is that only Einstein is in a position to eliminate his errors exosomatically, i.e. by criticising one theory after another on paper rather than having to either evolve biologically or personally suffer the consequences of his mistakes.

It follows from the Popperian theory of problem-solving that both the growth of our scientific theories and our everyday problem-solving necessarily conform to the above tetradic schema, irrespective of what theoreticians (or ordinary people) think that they are doing when they identify problems and devise solutions.  This means that Labovian sociolinguists may be as positivist as they like in striving to corroborate rather than refute their theoretical approach, i.e., by looking not for counter-examples but for additional examples in support of their theories.  This is so because, to begin with, such theoreticians will readily acknowledge problematic cases that may be pointed out to them or that they themselves may come across.  More importantly though, in the context of the scientific community their theorising necessarily conforms to the Popperian tetradic schema since sooner or later it will be subjected to criticism by other (socio)linguists.  Of course, since it too is necessarily imbued in theory, criticism by peers may take ages to become available, may concentrate on only certain aspects of the original theory, or may in other ways prove equally tentative.

The distinction between what a theoretician thinks he is doing and what he is actually doing does not seem to be fully grasped by Romaine (1981:108) in her otherwise correct characterisation as positivist of a statement by Labov (1972:99) that scientific methodology consists in “trying to prove to yourself that you are wrong.  To be right means that you have finally, abjectly, hopelessly failed to prove yourself wrong.”

Indeed, from a Popperian point of view Labov should know that he or anybody else can only temporarily fail to prove his models wrong:  at any particular moment we may safely assume that our models are already wrong, though we may not be in a position as yet to demonstrate their falsity (still, that does not mean that we should make it too easy for critics to demolish our models lest precious features are lost for ever).  However, despite Labov's (all too human) emotional outburst in favour of his model, what really matters is  (a)  the extent to which this model is in a position to describe aspects of sociolinguistic reality that as yet other models cannot describe or cannot as well, and  (b)  its content.

With respect to (a) above, it seems to me that the Labovian quantitative paradigm, though less fashionable of late than it used to be, is still in a unique position to allow us to think of a sociolinguistic setup in terms of a system of rules.  Furthermore, as I argue elsewhere (Daltas 1996), the paradigm could be profitably developed to account for the fuzzy edges that such rules exhibit in actual use, i.e., when handled by members of the community at various degrees of proficiency or conformity to the norm.

It should also be stressed that, unlike more qualitative approaches, the Labovian quantitative paradigm allows us to make objective observations and reach testable conclusions that linguistics cannot do without.  The reason for this is that, as Labov revealed to us, not only the layman but also the linguist is an unreliable source of data of even his own mother tongue, let alone the 5,000 or so languages of the world, as he has no direct or conscious access to large chunks of linguistic structure.  As a result, methodological expediency obliges him to go through the inductive-looking stage of ΅butterfly collectionΆ, i.e., to act as if he were inductively building new general theories or improving existing ones.  Yet, as we saw above, however objective his observations or testable his conclusions, they are both necessarily steeped in theory.

We said above that Romaine (1981:108) is justified in pointing out Labov's un-Popperian belief that he might be right.  Indeed, the essence of Popper's teaching is that we can consider a theory successful only with respect to the past, for it is always possible to fail the next test that a member of the scientific community may devise on the basis on new data.  However, Romaine's criticism is of limited value since it is not addressed to all theoreticians that do not always adhere to the Popperian principle of refutation, rather than corroboration, as the organon of theoretical progress. 

One important example of this is Popper himself, who in his writings, apart from acknowledging his shortcomings time and again, also expresses his delight at being right on a great number of occasions.  Perhaps he is at his most jubilant, and quite rightly so, when he states (Popper 1972:1): 

“I think that I have solved a major philosophical problem:  the problem of induction.” 

at the beginning of his seminal article with the telling (for the purposes of the present argument) title "Conjectural Knowledge:  My Solution of the Problem of Induction".  The next two periods, which complete the first paragraph of his article, are phrased in the same triumphant, and therefore un-Popperian, certainty: 

“(I must have reached the solution in 1927 or thereabouts.)  This solution has been extremely fruitful, and it has enabled me to solve a good number of other philosophical problems.” 

This brings us to point (b) above, i.e. a theory's content (rather than the love its creator feels for it) as a criterion of evaluation.  According to Popper (1976:79, 86), content is directly proportional to a theory's refutability, i.e., its openness to the severest possible criticism: 

“Thus the whole problem of scientific method cleared itself up, and with it the problem of scientific progress.  Progress consisted in moving towards theories which tell us more and more - theories of ever greater content.  But the more a theory says the more it excludes or forbids, and the greater are the opportunities for falsifying it.  So a theory with greater content is one which can be more severely tested. [...] scientific progress turned out not to consist in the accumulation of observations but in the overthrow of less good theories and their replacement by better ones, in particular by theories of greater content.” (op.cit.:79) 

It would appear therefore that Romaine's criticism against Labov (which in the interests of fairness should have been addressed to Popper too) for his positivist belief that he is right is more rhetorical than anything else.  We would have had a point in considering Labov not to be a Popperian if it could be demonstrated that the Labovian paradigm is so constructed as to be immune to criticism.  Yet, the severe and multi-faceted criticism levelled against this model over the years by Romaine herself and by numerous other critics is in fact evidence of its high degree of refutability, and therefore of its fundamentally Popperian quality (for a review see Ντάλτας 1996).

  

3.  VARIABLE RULES AND PROBABILITIES 

Labov has also been criticised for allowing probabilities to be included in the structural description of his variable rules.  Following Popper's (1972) critique against probability theory, Romaine (1981) correctly points out that formulating in probabilistic terms a theoretical statement concerning the description of a phenomenon severely reduces the degree of refutability of this statement.  This is necessarily so, for no finite number of observations would suffice to demonstrate the falsity of a probabilistic statement:  for this purpose an infinite number of observations would be required.

It has also been considered unsound to derive probabilities from the observed frequencies of a finite language corpus, as these probabilities are often tacitly taken to be independent from the particular corpus and as underlying an unlimited number of language corpora with the same sociolinguistic characteristics.  As Romaine (1981:114) points out, our sociolinguistic behaviour, beyond the physiology of its phonetic side, does not obey laws, as do natural phenomena, but rules.  "Rules may be broken, but laws are never violated." (op.cit.)  It is therefore epistemologically unwarranted to generalize from probabilities deriving from observed frequencies of a particular corpus, however extensive or varied, in order to make predictions concerning other corpora.

However, there are two kinds of law.  There are the laws of nature and there are the laws of science, the latter being theoretical statements concerning the former.  Scientific laws are formulated in the context of specific theoretical schools or traditions, and we are simply hoping that they reflect fairly faithfully the laws of objective reality.  This means three things.

To begin with, we simply suppose that natural laws may not be broken - it is theoretically conceivable that they may or that they may under certain conditions.  Indeed, according to one interpretation of the facts, the probabilistic character of the activity of subatomic particles is inherent and does not depend on the influence of independent variables.  If this interpretation of the behaviour of the natural world is correct (Popper (1972:285f.f.) for one does not think it is), then the distinction between natural laws and sociolinguistic rules is not fundamental.  This of course does not mean that the distinction is unimportant, as the intentionality and symbolic character of human actions interferes with the application of rules but not of laws - although in the case of organic nature things are not so simple and at least intentionality cannot be excluded.  Moreover, there is no reason to suppose that the universe, along with its laws, has stopped evolving, i.e. changing.

Secondly, a scientific law, being a hypothetical statement concerning a natural phenomenon, may be wrong.  In this case, there will be a difference between, on the one hand, probabilities calculated on the basis of features of the phenomenon that are taken to be inherent, and on the other, observed frequencies.  Thus, light was supposed to move in a straight line until Einstein showed that a ray passing by a star bends as a result of the pull that the star exerts on it.

Third, as a consequence of the above two points, probabilities of natural phenomena are calculated, as Sterelny (1983:57f.f.) points out, on the basis of their assumed characteristics and not from observations of their behaviour:  we do not need to observe the behaviour of a dice to calculate the probability of any number between one and six coming up in the next x number of throws.  The mathematical calculation will suffice, though an infinite number of observations will be subsequently required to decide whether the dice is fair or not.  Yet, in sociolinguistics, where we are normally ignorant of the inherent characteristics of phenomena, deriving probabilities from observed frequencies, though epistemologically unsound, is an expedient way of formulating refutable hypotheses.

From the above, it becomes clear that Labov is a commonsense theoretician in the Popper's (1972:37) sense of the word:  according to it the commonsense approach to science aims at a gradual improvement of our theories through criticism and not at a priori securing 'certainty'.  Labov (1972b:259) believes that there is no guarantee against error nor need there be any.  In this he is in complete agreement with Popper (op.cit.:41).  For this reason, his programmatic aim is not to secure an unshakeable theoretical basis before he even starts his research, nor to invent a number of grand theories (according to Popper (1976:62, 71), trying to be original interferes with our doing our job properly), but to study language in a more honest and reliable way on a trial and error basis.

To this purpose, that is to achieve a more responsible kind of research, Labov devises World 3 creatures, i.e. explicitly formulated hypotheses inhabiting the third Popperian world (World 1 is inhabited by objects outside us, and World 2 by our psychological states or ideas that have not been made explicit yet).  The sociolinguistic variables and quantitative rules proposed by Labov and the other quantitative sociolinguists are creatures of this type:  they have been formulated in such a way as to facilitate rather than obstruct their critical analysis, as is obvious from the extremely severe criticism that they have actually been subjected to.  In the light of criticism, these hypothetical schemata reveal considerable theoretical weaknesses.  Some of them have been eliminated over the years, others still persist.  For instance, it is far easier to identify phonological or morphological sociolinguistic variables than syntactic or semantic ones.  Also, not all variables are equally amenable to quantitative analysis as the frequencies of some are very unequally distributed in the various environments of the relevant rule (Ντάλτας 1996).  On the other hand, we are now much richer in knowledge than we were thirty years ago with respect to the quantitative structure of sociolinguistic phenomena.  Also, we are much better equipped to deal with linguistic theories that are the product of navel-watching rather than of interaction with World 3 sociolinguistic inhabitants.  The fact that criticism has already drawn the limits of quantitative variationism is evidence of the high degree of refutability of the theory, and therefore of its Popperian underpinnings.



REFERENCES

 

DeCAMP, D. 1970. Is a sociolinguistic theory possible?  In J. Alatis (ed.) 1970. Linguistics and the Teaching of Standard English to Speakers of Other Languages and Dialects. Georgetown University Press. Washington D.C.

LABOV, W. 1972. Some principles of linguistic methodology. Language in Society 1.

LABOV, W. 1972b. Sociolinguistic Patterns. Blackwell. Oxford.

DALTAS, P. 1997. Κοινωνιογλωσσική Μεταβλητότητα: Θεωρητικά Υποδείγματα και Μεθοδολογία της Έρευνας. Επικαιρότητα. Αθήνα. [Sociolinguistic Variability: Theoretical Models and Research Methodology]

POPPER, K.R. 1972. Objective Knowledge: An Evolutionary Approach. Oxford University Press. London.

POPPER, K.R. 1976. Unended Quest: An Intellectual Autobiography. Fontana/Collins. Glasgow.

ROMAINE, S. 1981. The status of variable rules in sociolinguistic theory. Journal of Linguistics 17.

STERELNY, K. 1983. Linguistic theory and variable rules. Language & Communication 3.1.