Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020
Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020
Διακειμενικότητα, λογοκλοπὴ καὶ καθημερινὴ ἐπικοινωνία
Περικλῆς Ντάλτας
Διακειμενικότητα,
λογοκλοπὴ καὶ καθημερινὴ ἐπικοινωνία
Μεγάλη ταραχὴ πνευμάτων προκλήθηκε πρόσφατα μεταξὺ τῶν παροικούντων τὴν Ἱερουσαλὴμ τῶν λογοτεχνικῶν μας πραγμάτων ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη δύο περιπτώσεων λογοκλοπῆς κατὰ συρροήν. Ἢ τουλάχιστον γιὰ λογοκλοπὴ ἐγκαλοῦνται οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἔχουν συμπεριλάβει σὲ γραπτά τους αὐτούσια ἐκτενῆ κείμενα ἄλλων συγγραφέων χωρὶς νὰ δηλώνουν ρητὰ τὴν προέλευσή τους, δηλαδὴ σὰν νὰ ἦταν δικά τους δημιουργήματα. Οἱ ἐγκαλούμενοι ὅμως ἀπορρίπτουν τὸν χαρακτηρισμό: δὲν διέπραξαν λογοκλοπή· ἁπλῶς ἔκαναν χρήση τῶν δυνατοτήτων ποὺ τοὺς παρέχει ἡ διακειμενικότητα νὰ παραπέμπουν σὲ κείμενα ἄλλων συγγραφέων μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἀποσπασμάτων καὶ ἐνσωμάτωσή τους στὸ δικό τους κείμενο.
Καὶ τί εἶναι αὐτὸ τὸ φροῦτο, θὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ φιλομαθὴς ἀναγνώστης ποὺ τυχαίνει νὰ μὴν ἔχει ἐντρυφήσει στὰ ἄδυτα τῶν διαφόρων σύγχρονων θεωριῶν περὶ λογοτεχνίας, τί εἶναι αὐτὸ τὸ φροῦτο ποὺ ἄλλοι τὸ λέν κλοπὴ κι ἄλλοι ἄσκηση θεωρητικῶς κατοχυρωμένου δικαιώματος;
Στὸ σημείωμα αὐτό, θὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὶς λειτουργίες ἐκεῖνες τῆς κοινῆς σὲ ὅλους μας γλώσσας ποὺ ὑπόκεινται τῶν φαινομένων διακειμενικότητας στὸν γραπτὸ λόγο καὶ ἰδιαίτερα στὴ λογοτεχνία, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ διαφωτιστεῖ ἔτσι ἡ φύση τῶν τελευταίων.
Ἂς ἀρχίσουμε μὲ μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ καθημερινότητά μας:
Σὲ πρόσφατο ἐπεισόδιο τῆς τηλεοπτικῆς σειρᾶς «Θὰ γίνει τῆς πολυκατοικίας» (ΣΚΑΪ, 21.00, 06/08/2020), μερικοὶ ἔνοικοι στέκουν μπροστὰ στὸ κτήριό τους καὶ σχολιάζουν θορυβημένοι τὸ κλιματιστικὸ ποὺ ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μονταρισμένο ἔξω ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ διαμερίσματος, ποὺ καταφθάνει ἐκείνη τὴ στιγμή, νίπτει τὰς χεῖρας του: πρωτοβουλία τῆς συζύγου του ἦταν ἡ ἀντιαισθητικὴ ἀνάρτηση τῆς ὀγκώδους συσκευῆς στὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ στηθαίου. Καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸ μπαλκόνι τὴ φωνάζει μὲ τὸ ὄνομά της καὶ προσθέτει, «Δεύρο ἔξω!»
Ἡ φράση «δεύρο ἔξω» παραπέμπει βέβαια στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στοὺς ναοὺς τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου: «Λάζαρε, δεῦρο έξω!» (Ἰωάν. 11, 43). Ἀλλὰ πῶς ἐξηγεῖται ἡ παρουσία τῆς εὐαγγελικῆς αὐτῆς φράσης στὸν διάλογο μιᾶς εὔθυμης τηλεοπτικῆς σειρᾶς καθημερινῶν καταστάσεων, ὅταν μάλιστα ὁ ὁμιλητὴς θὰ μποροῦσε νὰ καλέσει τὴ σύζυγό του μὲ ἕνα ἁπλὸ «Βγὲς ἔξω», καὶ μὲ τὸν κατάλληλο χρωματισμὸ τῆς φωνῆς νὰ ὑπονοήσει ὅτι τῆς τά’λεγε αὐτός, θὰ ξεσηκωνόταν ἡ πολυκατοικία ἂν τοποθετοῦσε τὸ κλιματιστικὸ ὄχι μέσα στὸ μπαλκόνι ἀλλὰ ἀπ’ ἔξω.
Ἡ ἐξήγηση τοῦ φαινομένου βρίσκεται στὴν ἀνάγκη τῶν μελῶν μιᾶς κοινότητας, τῶν ἀπανταχοῦ Ἑλλήνων στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, νὰ ἐπαναβεβαιώνουν κατὰ τὴν ἐπικοινωνία τὴ συμμετοχή τους στὴν κοινότητα διὰ τῆς παραπομπῆς στὸ πολιτιστικὸ κεφάλαιό της. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐν λόγῳ βιβλικὴ φράση, ποὺ εἶναι μέρος τοῦ πάγκοινου βιώματος τῆς συμμετοχῆς μας στὶς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, λειτουργεῖ ὡς σύνθημα γιὰ τὴν ἀμοιβαία ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας, ἑπομένως καὶ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν μὴ μελῶν - καὶ αὐτό, παντελῶς ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε θέμα συζητήσεως.
Ἄλλες τέτοιες, ἐξαιρετικὰ συνηθισμένες παραπομπὲς στὰ ἱερὰ κείμενα καὶ στὰ παιδιόθεν βιώματα ἐκκλησιασμοῦ τῶν περισσότερων Ἑλλήνων εἶναι οἱ ἑξῆς:
«Ἄρον- ἄρον»: ἐπίρρημα ποὺ χρησιμοποιεῖται σήμερα μὲ τὴν ἔννοια «βιαστικά, μὲ φούρια», ἀλλὰ παραπέμπει στὴν κραυγὴ «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19, 15), ἤτοι «(Ἄσε τὰ λόγια,) πάρ’ Τον καὶ πήγαινέ Τον γιὰ σταύρωμα», μὲ τὴν ὁποία ὁ ὄχλος κόβει τὴν προσπάθεια τοῦ Πιλάτου νὰ κουβεντιάσει μαζί τους τὴν ὑποτιθέμενη ἐνοχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τοὺς μεταπείσει. Οἱ σημερινοὶ πιστοί δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ σύγχρονο ἐπίρρημα «ἄρον-ἄρον» προέρχεται ἀπὸ τὴν προστακτικὴ ἑνικοῦ τοῦ αἴρω, δηλ. σηκώνω, καὶ ἔχουν ἁπλῶς διασώσει στὴ χρήση του τὴν ἀρνητικὴ αἴσθηση τῆς βιασύνης τοῦ αἱμοδιψοῦς ὄχλου, τὴν ὁποία ἀντλοῦν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία τοῦ Μεγαλοβδομαδιάτικου ἀναγνώσματος τῶν Παθῶν.
«Μνήσθητί μου, Κύριε!» ἤ, σὲ παρεφθαρμένη μορφή, «Μήστητί μου, Κύριε» σὺν σταυροκόπημα, συχνὰ μερικῶς διαμορφωμένο, ἐν εἴδει κινησιακοῦ ἰδεογράμματος. Τὸ ἐπιφώνημα στὴ σημερινή του χρήση ἐκφράζει ἔκπληξη ἢ καὶ δυσαρέσκεια, καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ σημασιακὴ σχέση μὲ τὴν προέλευσή του, ποὺ εἶναι ὁ παρακλητικὸς λόγος τοῦ εὐγνώμονος ληστῆ τοῦ συσταυρωμένου μὲ τὸν Κύριο: «Μνήσθητί μου (=θυμήσου με), Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου!» (Λουκ. 23, 42).
Στὶς ἀνωτέρω περιπτώσεις, καὶ σὲ πάμπολλες ἄλλες παρόμοιες, ὁ ὁμιλητὴς θεωρεῖ αὐτονόητο νὰ παραπέμπει σὲ θεμελιώδους ἀξίας κείμενα (ὄχι μόνο θρησκευτικά) στὸν καθημερινό του λόγο, ἄσχετα, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὸ θέμα συζητήσεως. Ἐξ ἴσου ἀυτονόητες θεωρεῖ καὶ ὁ ἀκροατὴς τέτοιου εἴδους σημασιακὰ ἀστήρικτες ἀλλὰ ἐπικοινωνιακὰ λειτουργικότατες παραπομπὲς κατὰ τὶς καθημερινές του δοσοληψίες, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ συχνὰ νὰ μὴ συνειδητοποιεῖ κὰν τὴν ὕπαρξή τους.
Ἀνάλογα συμβαίνουν ὄχι μόνο σὲ ἐπίπεδο ἔθνους ἀλλὰ καὶ σὲ μικρότερες ὁμιλιακὲς κοινότητες, ἀκόμη καὶ τῆς τάξεως τῆς οἰκογένειας, τῆς φιλικῆς παρέας ἤ καὶ τῆς ἰδιολέκτου (δηλ. ἀτομικῆς γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς), πρᾶγμα ποὺ μποροῦμε ὅλοι νὰ διαπιστώσουμε ἂν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὰ λόγια ποὺ ἀνταλλάσσουμε καθημερινά μὲ τὰ μέλη τῶν διαφόρων ὁμάδων στὶς ὁποῖες μετέχουμε (τοπικὲς, ἐπαγγελματικές, θρησκευτικές, φιλικές, συγγενικές, κλπ.). Συμβαίνουν ἐπίσης καὶ στὴ γραπτὴ ἐπικοινωνία, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ παραπομπὴ σὲ κείμενα γενικῆς ἀποδοχῆς εἶναι ἐγγενὲς φαινόμενο τῆς κοινωνιογλωσσικῆς μας καθημερινότητας, καθίσταται δυνατὴ καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή της ἀπὸ τοὺς τεχνίτες τοῦ λόγου γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἐπιδιωκόμενου κάθε φορὰ αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος. Μὲ ἄλλα λόγια, στὴ φυσική τους ἱκανότητα νὰ ἐνσωματώνουν στὸν λόγο τους, προφορικὸ καὶ γραπτό, παραπομπὲς σὲ προφορικὰ ἢ γραπτὰ κείμενα εὐρείας ἀποδοχῆς, ἐπεμβαίνουν ὡς τεχνίτες τοῦ γραπτοῦ λόγου πλέον καὶ φιλοτεχνοῦν αἰσθητικὰ καὶ νοηματικὰ λειτουργικοὺς διακειμενικοὺς συσχετισμοὺς τοῦ δικοῦ τους κειμένου μὲ κείμενα ὑψηλῆς ἀξίας διὰ τῆς ἐνσωματώσεως στὸ κείμενό τους ἐνδεικτικῶν φράσεων ἀπὸ τὸ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τιμώμενο κείμενο ἢ ἀναπλάθοντας διαρθρωτικὰ στοιχεῖα του.
Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἀνάπτυξη συνάγεται, ἐλπίζω, ὅτι γιὰ νὰ λειτουργήσει μιὰ διακειμενικὴ παραπομπὴ στὸν γραπτὸ λόγο καλὸ εἶναι νὰ διατηρεῖ ἀναγνωρισιμότητα ἀνάλογη μὲ τὶς παρόμοιες παραπομπὲς τῆς καθημερινῆς ἐπικοινωνίας. Πρέπει, δηλαδή, νὰ εἶναι σὲ θέση ὁ λογοτέχνης νὰ κρίνει ὅτι τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται εἶναι λίγο-πολὺ ἐξοικειωμένο μὲ τὴ συγκεκριμένη φράση ἢ μὲ χαρακτηριστικὰ τῆς δομικῆς συγκρότησης τοῦ ἔργου ἀναφορᾶς, ἂν καὶ ὄχι ἀπαραιτήτως μὲ ὁλόκληρο τὸ ἔργο.
Ἔτσι, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε παράδειγμα ἔντεχνου γραπτοῦ κειμένου ποὺ δὲν ἀφίσταται πολὺ ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ γνωρίσματα τῆς προφορικῆς ἐπικοινωνίας, ὅταν ὁ Βασίλης Ἀγγελικόπουλος («Ὑποβολεῖο», Ἡ Καθημερινή, 9/8/2020) σχολιάζει τὶς ἐπιπτώσεις τῆς πανδημίας τοῦ κορωναϊοῦ ὡς ἑξῆς:
«Ξεφυλλίζουμε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος χαμένου καλοκαιριού l – διότι χαμένο ήταν από το τέλος του χειμώνα ήδη. l Απέσβετο δε και η μόνη ελπίδα που υπήρχε, έστω και χλωμούτσικη, l ότι προϊόντος του θέρους, και του χρόνου εν γένει, ίσως και να εξασθενούσε κάπως αυτή η παγκόσμια κατραπακιά l που όσο να ’ναι σβούριξε κομμάτι δριμύτερη στου κασίδη το κεφάλι, l το πολύπαθο.»
ἐπιτελεῖ δύο διακειμενικὲς νύξεις (βλ. ὑπογραμμισμένα τμήματα). Πρῶτον, στὸ Χρονικό ἑνός προαναγγελθέντος θανάτου τοῦ Gabriel Garcia Marquez, καί, δεύτερον, στὸν χρησμὸ τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν πρὸς τὸν Ιουλιανὸ το 362 μ.Χ. ποὺ προαναγγέλλει τὸ τέλος τῆς ἀρχαίας θρησκείας («…ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.»). Ὅπως καὶ στὸν προφορικὸ λόγο, ἔτσι καὶ ἐδῶ, ὁ συγγραφέας δὲν χρειάζεται τὶς διακειμενικὲς νύξεις γιὰ νὰ καταστήσει σαφὲς αὐτὸ ποὺ θέλει πεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαναβεβαιώσει τὴ σχέση του μὲ τὸ ἀναγνωστικό του κοινό – κι ὅποιος δὲν «πιάσει» τὶς νύξεις αὐτές μὲ τὴν πρώτη, δὲν πειράζει, ἂς ἐρευνήσει σχετικά, κέρδος θὰ τό’χει, ἢ ἂς διαβάσει κάτι ἄλλο!
Σὲ περισσότερο ἀπαιτητικὰ ἔργα, ἡ διακειμενικὴ ἀνάκληση ἑνὸς ἔργου ἀναφορᾶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ περιοριστεῖ σὲ ἁπλὲς ἐπιφανειακὲς νύξεις (ὅπως συμβαίνει στὰ ἀνωτέρω παραδείγματα, προφορικὰ καὶ γραπτά) ἀλλὰ νὰ καταστεῖ ἐγγενὲς χαρακτηριστικὸ τοῦ νεότερου ἔργου, νὰ μὴ νοεῖται δηλαδὴ τὸ δεύτερο παρὰ σὲ συσχετισμὸ, ἤ, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Bakhtin, σὲ διαλογικὴ σχέση, μὲ τὸ πρῶτο (βλ. κατωτέρω). Ἔτσι, ὄψεις τῆς κειμενικῆς δομῆς καὶ τῆς φρασεολογίας τοῦ Ἄξιον Ἐστί συσχετίζουν τὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Ἐλύτη μὲ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν («ΧΑΙΡΕ ἡ Καιομένη καὶ χαῖρε ἡ Χλωρή / Χαῖρε ἡ
Ἀμεταμέλητη μὲ τὸ πρωραῖο σπαθί»). Ἐπίσης, πρὸς τὸν λόγο τῆς Κλυταιμνήστρας «ἔστιν θάλασσα —τίς δέ νιν κατασβέσει;» (Αἰσχύλου Ἀγαμέμνων, 958) συσχετίζει ὑπαινικτικὰ ὁ Σεφέρης τὸν δικό του στίχο «Τὴ θάλασσα, τὴ θάλασσα, ποιός θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἐξαντλήσει» (Μυθιστόρημα Κ΄) γιὰ νὰ ἀναδείξει τὴ στάση τοῦ θύματος ἀπέναντι στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ κακοῦ, σὲ ἀντιδιαστολὴ δηλαδὴ μὲ τὴν ὀπτικὴ τῆς Κλυταιμνήστρας, ποὺ ἀποδέχεται ὡς μοιραία τὴ λογικὴ τοῦ χυμένου αἵματος καὶ φονεύει τὸν σύζυγό της γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴ σφαγὴ τῆς κόρης της (Μαρίας Τοπάλη, «Ἔστιν θάλασσα —τίς δέ νιν κατασβέσει;», Ἡ Καθημερινή, Τέχνες & Γράμματα, σ.10, 9-8-2020).
Ἀνάλογα συμβαίνουν, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, στὴν Πηνελοπειάδα (Penelopiad) τῆς Margaret Atwood, στὸν Ὀδυσσέα (Ulysses) τοῦ James Joyce, στὸ ἐπικὸ ποίημα Omeros τοῦ Derek Walcott, καὶ στὴν Ὀδύσσεια τοῦ Καζαντζάκη, καθὼς καὶ στὸ Memorial (Μνημόσυνο) τῆς Alice Oswald ὡς πρὸς τὴν Ὁμηρικὴ Ἰλιάδα. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυνατότητα ἑνὸς δημιουργοῦ νὰ ἐντάσσει στὸ ἔργο του ὑπαινιγμοὺς πρὸς παλαιότερα καλλιτεχνήματα δὲν περιορίζεται στὴ λογοτεχνία, ἂς σημειώσουμε ἐνδεικτικὰ τὴν ταινία La Grande Bellezza (Ἡ Τέλεια Ὀμορφιά) τοῦ Paolo Sorrentino καὶ τὴν πυκνὴ διαπλοκή της μὲ τὴ La Dolce Vita (Γλυκειὰ Ζωή) τοῦ Federico Fellini, τὸν Θίασο τοῦ Θεόδωρου Ἀγγελόπουλου καὶ τὴ σχέση του μὲ τὴν Ὀρέστεια τοῦ Αἰσχύλου, καθὼς καὶ τὴν ἀναθεωρημένη «ἀντιγραφὴ» ἀπὸ τὸν Bellini τοῦ πίνακα τοῦ γαμβροῦ του Mantegna μὲ θέμα τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (περὶ τὰ ἔτη 1470 καὶ 1454, ἀντίστοιχα).
Οἱ ἀνωτέρω περιπτώσεις ἀνάκλησης παλαιότερων ἔργων ἐντὸς τῶν ὁρίων μεταγενέστερων καλλιτεχνημάτων ἀποτελοῦν φυσική, θὰ λέγαμε, οἰκείωση ἐκ μέρους τῶν ἑκάστοτε νεότερων δημιουργῶν τῆς συνήθους διεργασίας ποὺ χωρεῖ στὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία: ὅπως ἀνακαλοῦμε σημαντικὰ ἔργα τοῦ παρελθόντος στὸν λόγο μας γιὰ νὰ ἐνισχύσουμε τὴν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς κοινότητας, ἔτσι καὶ ὁ καλλιτέχνης ἀνακαλεῖ στὸ ἔργο του παλαιότερα ἀριστουργήματα γιὰ ὑπαινιχθεῖ ὅτι τὸν συνδέει μὲ τὸ δυνάμει κοινό του ἡ ἐξοικείωση καὶ ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὸ ἔργο ἀναφορᾶς καὶ τὸν δημιουργό του - ἢ καὶ ὅτι τὸ δυνάμει κοινό του εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ συνέχει ἡ θετικὴ αὐτὴ στάση πρὸς τὸ παλαιότερο ἔργο. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ δημιουργικὸς ὑπαινιγμὸς εἶναι παλιὸς ὅσο καὶ ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία.
Πρόσφατα ὅμως σκέπασε θολούρα τὴν ἐπικράτεια τῆς θεωρίας τῆς λογοτεχνίας, καὶ περαιτέρω τὸ σύνολο τῆς ἔντεχνης δημιουργίας, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς εἰσαγωγῆς σὲ αὐτὸν τῆς ἔννοιας τῆς διακειμενικότητας, τὴν ὁποία ὀφείλουμε στὴ Julia Kristeva (Σημειωτική –Recherches pour une semanalyse, Paris: Seil, 1969). Τὴ διαλεύκανση τῆς ἔννοιας αὐτῆς θὰ ἐπιχειρήσουμε τώρα ἔχοντας, ἐλπίζω, ἑτοιμάσει τὸ ἔδαφος μὲ τὶς παρατηρήσεις ποὺ προηγήθηκαν.
Ὁ ἐν λόγῳ ὅρος στηρίζεται στὴν παραδοχὴ ὅτι ἕνα ὁποιοδήποτε λογοτέχνημα εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποτελεῖ προϊὸν παρθενογένεσης δεδομένου τοῦ ὅτι, πρῶτον, ἀποτελεῖται κατ’ ἀνάγκην ἀπὸ λέξεις καὶ ἔννοιες πού, ὅπως κατέδειξε ὁ Ferdinand de Saussure, προέρχονται ἀπὸ τὴν κοινὴ λεξιλογικὴ παρακαταθήκη τῆς σύνολης ὁμιλιακῆς κοινότητας· καὶ δεύτερον, ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν Mikhail Bakhtin, κάθε κείμενο εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων παλίμψηστο φωνῶν καὶ κειμένων ποικίλης προέλευσης, ἄλλης, δηλαδή, ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο δημιουργό του.
Γιὰ κάποιον περίεργο λόγο (ποὺ πάντως ἐντάσσεται στὸ γενικότερο κλίμα ἀμφισβήτησης πάσης ἐξουσίας καὶ βεβαιότητος τῶν μεταμοντέρνων μέσων τοῦ 20ου αἰ.), τὶς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις ἑρμήνευσαν πολλοί, θεωρητικοί καὶ λογοτέχνες, ὡς εἰκονοκλαστικὲς ἤ καὶ μηδενιστικές: ἀφοῦ δὲν ὁρίζει τὸ βασικό του ὑλικό, τὶς λέξεις, τί εἴδους δημιουργὸς εἶναι ὁ λογοτέχνης; κι ἀφοῦ στὸ ἔργο του συνωθοῦνται κείμενα καὶ φωνὲς ἄλλων, σὲ τί συνίσταται ἡ δική του ἐπενέργεια;
Ἀλλὰ ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν λέξεων καὶ τῶν ὑπόλοιπων συστατικῶν τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος συνιστᾶ πλεονέκτημά του κι ὄχι ἀδυναμία: ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ἡ γλώσσα κοινό κτῆμα ὅλων μας, καθίσταται δυνατὴ ἡ μεταξύ μας ἐπικοινωνία – σὲ ἐναντία περίπτωση, ἂν δηλαδὴ εἶχε ὁ καθένας τὸν δικό του γλωσσικὸ κώδικα, θὰ μᾶς περίμενε τὸ σύνδρομο τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ. Περαιτέρω, καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ μεγαλειῶδες μυστήριο τῆς γλώσσας: παρ’ ὅ,τι γεννιόμαστε σὲ δεδομένο, προϋπάρχον γλωσσικὸ περιβάλλον, τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ποῦμε καὶ νὰ γράψουμε ὅ,τι θέλουμε ἢ ὅ,τι ἀπαιτεῖται προκειμένου νὰ ἀντεπεξέλθουμε σὲ συνεχῶς μεταβαλλόμενες καταστάσεις. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ γλώσσα μᾶς παραδίδεται μὲν ἕτοιμη γιὰ χρήση, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ, κακῶς βεβαίως, ὡς περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας μας, ἀλλὰ διαθέτει τἠ θαυμαστὴ ἰδιότητα νὰ εἶναι ἐφαρμόσιμη σὲ μελλοντικὲς, ἀγνώστου συστάσεως ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες, ἰδιότητα ποὺ βέβαια εὐνοεῖ τὴν αὐτενέργειά μας. Τέλος, ὁ κοινωνικὸς (ἤτοι δεδομένος) καὶ ταυτόχρονα εὔπλαστος (δηλαδὴ ὑποκείμενος στὴ δημιουργικότητά μας) χαρακτήρας τῆς γλώσσας μᾶς ὁδηγεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε ἐπὶ πλέον τὸ ἑξῆς κρίσιμο χαρακτηριστικό: ὅλα τὰ μέλη μιᾶς γλωσσικῆς κοινότητας συμβάλλουν, ἀνεπαίσθητα καὶ ἀνεπίγνωστα μέν ἀναπότρεπτα δέ, στὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας τους προκειμένου νὰ συνεχίσει νὰ τοὺς ἐξυπηρετεῖ αὐτὴ κατὰ τὴν καθημερινή τους ἐνασχόληση μὲ τὴν ὑπὸ συνεχῆ ἀναδιαμόρφωση περιρρέουσα πραγματικότητα.
Σχετικὰ μὲ τὴν πολυφωνικότητα τῶν κειμένων, τὴν ὁποία ἀναδεικνύει ὁ Bakhtin, αὐτὴ δὲν ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἴδια ἔνταση σὲ κάθε εἴδος κειμένου. Τὸ μυθιστόρημα, γιὰ παράδειγμα, συνιστᾶ ἰδιαίτερα εὐνοϊκὸ περιβάλλον γιὰ τὴν παρουσία ποικιλίας λογοτεχνικῶν φωνῶν (ποὺ ἀπηχοῦν πραγματικὰ κοινωνιογλώσσικὰ ἰδιώματα), ἀλλὰ καὶ ἐδῶ μερικοὶ συγγραφεῖς, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ντοστογιέφσκυ, εὐνοοῦν ἰδιαίτερα τὴν πολυφωνικότητα ἐνῶ ἄλλοι τείνουν πρὸς τὴ μονοφωνία, ἤτοι τὴν κυριαρχία στὸ ἔργο τους τῆς δικῆς τους φωνῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ συγγραφέας ἀποφασίζει πόση καὶ τί λογῆς πολυφωνικότητα θὰ μορφώσει τὸ κείμενό του - ἀντλώντας φυσικὰ ἀπὸ τὴ φυσικὴ δυναμικὴ τῆς πολυφωνικότητας ποὺ ἐνοικεῖ ἐν ἀναμονῇ σὲ κάθε κείμενο. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ὑποκείμενη δυναμικὴ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει κατωτέρω.
Στὴν ἀνάλυσή του τῆς φύσης τοῦ ἐκφωνήματος (ὁ ὅρος ἀναφέρεται σὲ ὁτιδήποτε λέμε ἤ γράφουμε προσδίδοντάς του ἀρχὴ καὶ τέλος), ὁ Bakhtin εἰσάγει τὴν ἔννοια τῆς διαλογικότητας γιὰ νὰ τονίσει ὅτι δὲν ὑπάρχουν αὐθύπαρκτα ἐκφωνήματα, ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ ἀνοίγουμε τὸ στὸμα μας νὰ μιλήσουμε τὸ πράττουμε ἐν διαλόγῳ, ὡς ἀπόκριση σὲ προηγούμενο ἐκφώνημα, σὲ κάτι δηλαδὴ ποὺ κάποιος ἄλλος εἶπε, καὶ, κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία, ὡς εὔλογο προηγούμενο ἑνὸς ἑπόμενου ἐκφωνήματος μὲ τὸ ὁποῖο κάποιος ἄλλος ἐνδέχεται νὰ ἀποκριθεῖ στὸ δικό μας ἐκφώνημα στὸ μέλλον.
Φυσικά, τὸ ἐκφώνημά μας δὲν περιορίζεται ὡς ἀπόκριση σὲ λόγο ποὺ μόλις ἐκφωνήθηκε ἀπὸ παρόντα ὁμιλητή, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ πολλαπλοὺς λόγους ἐκπορευθέντες ἀπὸ οἱονδήποτε ἀριθμὸ ὁμιλητῶν, σύγχρονών μας ἢ τοῦ παρελθόντος. Οἱ δὲ κειμενικὲς «ἀναμονὲς» τοῦ δικοῦ μας λόγου μπορεῖ νὰ διαμορφωθοῦν διαλογικῶς ἐν ἀναμονῇ ποικιλίας ἀποκρίσεων ποικίλων ὁμιλητῶν σὲ ἀπεριόριστο βάθος τοῦ μέλλοντος.
Καθίσταται φανερὸ λοιπὸν ὅτι μόνο παρανοούμενη μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ἡ Μπαχτίνεια ἀνάλυση σὲ μαῦρες σκέψεις σχετικὰ μὲ τὰ δῆθεν τείχη ποὺ τάχα ὑψώνει ἡ γλώσσα γιὰ νὰ μᾶς ἐγκλείσει, καταδικασμένους νὰ ἀναμασᾶμε χιλιοειπωμένα λόγια. Ἀντίθετα, αἴσθηση ἀπροϋπόθετης ἐλευθερίας ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ διαγράφει ὁ ἐν λόγῳ διανοούμενος ὅλων ἡμῶν ὡς μετόχων σὲ ἕναν ἀέναο διάλόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν περισσεύει, καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ὁρατὴ ἀρχὴ ἢ τέλος. Διότι, αὐτὸ ποὺ πασχίζει νὰ εἰπωθεῖ δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἀκόμη (M.M. Bakhtin, 1986, Speech Genres & Other Late Essays. University of Texas Press).
Ἐδῶ, ἂς προκαταλάβουμε τὴν εὔλογη ἀντίρρηση τοῦ ἐπιφυλακτικοῦ ἀναγνώστη: Μήπως ὑπερβάλλουμε ἐκθειάζοντες τὰ παραδείσια γνωρίσματα τῆς γλώσσας; Ἡ κοινὴ ἐμπειρία μας εἶναι ὅτι ἡ γλώσσα κόκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκαλα τσακίζει, μεταφορικά ἢ καὶ κυριολεκτικὰ, μεροληπτώντας εἰς βάρος τῶν μὴ ἐχόντων πολιτιστικὸ ἢ οἰκονομικὸ κεφάλαιο καὶ ὐπὲρ τῶν ἐχόντων, ὑπὲρ τῶν λύκων καὶ κατὰ τῶν ἀμνῶν. Πράγματι, ἡ γλώσσα συνιστᾶ μὲν δωρεὰ πρὸς ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ φέρει κάτι ἀπὸ ἄρωμα παραδείσιας εὐδαιμονίας· μέσα ὅμως «στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν τὴν καθημερινὴν ἀνοησία» ἢ τὸν δαρβίνειο ἀνταγωνισμὸ τῆς καθημερινότητάς μας, καταντάει νὰ ὑπηρετεῖ τὴ φθοροποιὸ μέριμνα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Γιὰ τὴν ὀδυνηρὴ αὐτὴ ἀντίφαση, ἡ ἐπιστήμη μου ἡ κοινωνιογλωσσολογία δὲν ἔχει ἁρμόδιο λόγο νὰ ἀρθρώσει. Ὡστόσο, οὐδεμία ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς τῆς γλώσσας, προ- καὶ μέτα-πτωτική, ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Ἄλλο ἕνα αἰνιγματικὸ χαρακτηριστικό της αὐτό.
Ἡ ἀνωτέρω διάκριση ἀνάμεσα στὴν παραδείσια καταγωγὴ τῆς
γλώσσας καὶ στὸν συχνὸ ξεπεσμό της κατὰ τὴν ἐμπλοκή της στὰ πολλὰ καὶ διάφορα ἀνθρώπινα,
πολὺ ἀνθρώπινα, μᾶς ξαναφέρνει στὸ ἀρχικὸ
ἐρώτημα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγχέεται ἡ διακειμενικότητα μὲ τὴ
λογοκλοπή. Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι μερικοὶ
διανοούμενοι ἢ λογοτέχνες ἀπέδωσαν στὴν ἔννοια τῆς διακειμενικότητας ἀρνητικὴ
χροιά. Πολλοὶ μάλιστα κατέβηκαν ἀκόμα πιὸ χαμηλὰ στῆς καταστροφολογίας τὴ σκάλα: ἀφοῦ ἕνα κείμενο δὲν εἶναι παρὰ συνονθύλευμα ἀπὸ
κειμενικὰ ράκη, τότε καταργεῖται ὁ συγγραφέας ὠς δημιουργὸς καὶ ὑποβιβάζεται σὲ
ἁπλὸ σκιώδη διεκπεραιωτὴ τῆς συρραφῆς τῶν ἐν λόγῳ ρακῶν, οἱ συγγραφεῖς τῶν ὁποίων
ὑφίστανται καὶ αὐτοὶ τὸν ἴδιο ξεπεσμό. Καὶ ἐπειδὴ
αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ σκάλες εἶναι ὀλισθηρές, βρέθηκαν καὶ κάποιοι ποὺ σκέφτηκαν:
Γιὰ στάσου,
ἀφοῦ οἱ συγγραφεῖς δὲν ὑπάρχουν πιά, τὰ κείμενά τους, πρῶτον, κηρύσσονται πλέον
σχολάζοντα, ὁπότε πᾶς ἀνὴρ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ ξυλεύεται· καὶ δεύτερον, ἕνα νέο κείμενο μπορεῖ
κάλλιστα νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐλάχιστα ἢ καὶ ἀπὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ προϋπάρχον κειμενικὸ
σπάραγμα, προϊὸν πλιάτσικου· ἔ, κι ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὸν
λέγαμε συγγραφέα καλεῖται τώρα, σκιὰ τοῦ πάλαι ποτὲ ἔνδοξου λειτουργήματός του,
ἁπλῶς νὰ βάλει τὴν ὑπογραφή του στὸ ὑποτιθέμενο αὐτὸ νέο κείμενο, ἂς εἶμαι ἐγὼ αὐτός!
Στὸ σημεῖο αὐτό, θὰ ἀντιτείνει ὁ ὀξυδερκὴς ἀναγνώστης: Ἀλλὰ λογοκλοπὴ δὲν γινόταν καὶ παλαιότερα; Ἐπὶ τέλους, ἡ λέξη περιλαμβάνεται στὸ λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἐλληνικῆς τῶν Liddell & Scott, καὶ ἡ λατινικἠ plagiarius (=λογοκλόπος) χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ποιητὴ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ. Μαρτιάλη γιὰ νὰ χαρακτηρίσει ἀνταγωνιστή του ποὺ τοῦ ὑπέκλεψε μερικοὺς στίχους. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι καὶ βέβαια εἶναι παμπάλαιες, καὶ ἡ λέξη καὶ ἡ πρακτική, ἀλλὰ θεωρητικὴ κάλυψη ἀπέκτησαν χάρη στὴν εἰκονοκλαστικὴ ρητορεία τοῦ μεταμοντερνισμοῦ τῶν μέσων τοῦ περασμένου αἰῶνα.
Καὶ πάλι ἐνδέχεται νὰ ἐπανέλθει ὁ ἀναγνώστης μας: Μὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοκιμάσει ἕνας φιλοπαίγμων συγγραφέας τὶς γνώσεις τοῦ ἀναγνωστικοῦ του κοινοῦ ὑποδυόμενος τὸν λογοκλόπο; Δὲν ὑπάρχουν τέτοια δημιουργικὰ ἀντιπαραδείγματα στὴ μᾶλλον καταγγελτικὴ εἰκόνα ποὺ διαγράφεται ἀνωτέρω εἰς βάρος ὅσων ἀσκοῦν τὰ διακειμενικά τους δικαιώματα, ἔστω παρακάνοντάς το ὡς πρὸς τὴν ἔκταση τῶν κειμένων ποὺ οἰκειοποιοῦνται; Ἡ ἀπάντηση δικαιώνει τὴν ἐπιφυλακτικότητα τοῦ ἀποροῦντος ἀναγνώστη: πράγματι ὑπάρχουν περιπτώσεις διακειμενικοῦ πλιάτσικου ποὺ διαπράττει ὁ συγγραφέας κλείνοντας συνωμοτικὰ τὸ μάτι στὸν νοήμονα ἀναγνώστη του. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Laurence Sterne (1713 –1768), συγγραφέας τοῦ, οὐσιαστικὰ μὴ κατατάξιμου, οἰονεὶ μυθιστορήματος Tristram Shandy, θαυμαστὴς καὶ πνευματικὸς κληρονόμος τοῦ Ραμπελαὶ καὶ τοῦ Θερβάντες, καὶ ἀντικείμενο ἀναγνώρισης καὶ θαυμασμοῦ τῶν Βολταίρου, Ντιντερό, Γκαῖτε, Σοπενχάουερ, Νίτσε καὶ Mάρξ, καθὼς καὶ πολλῶν μοντέρνων καὶ μεταμοντέρνων τῆς ἐποχῆς μας, βρέθηκε, μετὰ τὸν θάνατό του, νὰ ἔχει οἰκειοποιηθεῖ πάμπολλα ἀποσπάσματα ἄλλων συγγραφέων. Οἱ πλέον ὑποψιασμένοι ὅμως άναλυτὲς τοῦ ἔργου του ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ ἔνταξη τῶν ἐν λόγῳ ξένων κειμένων δὲν συνιστᾶ ἁπλὴ συρραφὴ ἀλλὰ συντείνει στὴ λειτουργικότητα τῆς «μηχανῆς», ὅπως χαρακτηρίζει ὁ ἴδιος ὁ Sterne τὸ ἔργο του (βιβλίο VII, κεφ. Ι).
Εὔλογα θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς: Ἂν ἦταν τόσο δυνατὸς συγγραφέας ὁ Sterne, γιατί τσιμπολογοῦσε ἀπὸ’δῶ κι ἀπὸ’κεῖ; Δὲν μποροῦσε νὰ συντάξει κείμενα ἀνάλογα ἢ καὶ καλύτερα ἀπὸ τὰ οἰκειοποιημένα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Sterne ἦταν ἀνατρεπτικὸ πνεῦμα, καρναβαλικὸ θὰ τὸν χαρακτήριζε ὁ Bakhtin, ἀριστοφάνειο θὰ προσθέταμε ἐμεῖς, ἄσχετο ἐν πολλοῖς μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τοῦ γενέθλιού του ἀγγλικοῦ 18ου αἰ. καὶ μὲ τὸ κυρίαρχο τότε ρεαλιστικὸ μυθιστόρημα. Τιμοῦσε μὲν τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὰ βάσανα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων (ὑποστήριξε τὴν κατάργηση τῆς δουλείας), ἀλλὰ οἱ βαρύγδουπες γνῶμες τῶν κοινωνικὰ ἐπιτυχημένων ἀποτελοῦσαν γιὰ αὐτὸν δελεαστικὸ στόχο ὑπονόμευσης καὶ γελοιοποίησης. Χλεύαζε τὴ σοβαροφάνεια πολλῶν ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ «ἔκλεβε» καὶ καλοῦσε τοὺς πολυάριθμους ἀναγνῶστες του σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη νὰ γελάσουν βλέποντάς τα, μετὰ ἀπὸ τὸ ρετουσάρισμα ποὺ τοὺς ἔκανε, νὰ λένε τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπεδίωκαν οἱ ἀρχικοὶ συγγραφεῖς τους. Γιὰ παράδειγμα, συχνὸς στόχος τοῦ Sterne ὑπῆρξε ἡ Ἀνατομία τῆς Μελαγχολίας τοῦ πολυμαθοῦς συγγραφέα τοῦ 17ου αἰ. Robert Burton, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἶδος διδακτικῆς ἐγκυκλοπαίδειας ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Ἡ Ἀνατομία, ὅπως πολλοὶ παρόμοιοι ὁδηγοὶ εὐζωίας ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὴν Εὐρώπη μετὰ τὸν μεσαίωνα (Στέλιου Ράμφου, Ὁ Καημὸς τοῦ Ἑνός. Ἐκδ. Ἁρμός, 2000), ἀνταποκρινόταν στὴν ἀνάγκη τῶν ἀνερχόμενων κοινωνικῶν στρωμάτων γιὰ αὐτοβελτίωση, γιὰ καλύτερη ζωὴ μὲ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὑγεία. Ἀλλὰ τὰ βαρύγδουπα τσιτάτα συγγραφέων ὅλων τῶν ἐποχῶν ποὺ συσσώρευε ὁ Burton στὶς 900 σελίδες τοῦ ἐγχειριδίου του γιὰ νὰ προσδώσει κύρος στὶς ὄχι πάντοτε ἀξιόπιστες συμβουλές του ἦταν μεγάλος πειρασμὸς γιὰ τὸ σκωπτικὸ τάλαντο τοῦ Sterne. Ὁ χῶρος δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε, ὁπότε ἄς περιοριστοῦμε σὲ ἕνα παράδειγμα ποὺ συντείνει ἰδιαίτερα στὴν ἀνέλιξη τῆς ἐπιχειρηματολογίας μας. Ὁ (ἀργότερα ἐγκαλούμενος γιὰ λογοκλοπία) Sterne ἐξαπολύει φιλιππικὸ κατὰ τῶν λογοκλόπων μὲ κείμενο ποὺ τὸ παρουσιάζει σὰν δικό του ἀλλὰ ποὺ τὸ ἔχει ξεσηκώσει σχεδὸν αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸν Burton (Laurence Sterne, The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentleman, (1759-67), Everyman’s Library, 1912, μὲ εἰσαγωγὴ τοῦ George Saintsbury.)
Ὅταν ὁ Sterne ἀνακάλυψε τυχαῖα στὴν ἡλικία τῶν 46 ἐτῶν ὅτι διέθετε στόφα συγγραφέα, καὶ μάλιστα κωμικοῦ, βάλθηκε νὰ συμπληρώσει τὶς μᾶλλον πενιχρὲς ἀπολαβές του ὡς ἐφημέριου ἐπαρχιακῆς ἐνορίας στὰ βόρεια τῆς Ἀγγλίας γράφοντας κείμενα εὐπώλητα γιὰ τὸν πολὺ κόσμο. Ἦταν ὅμως καὶ εὐρυμαθέστατος λόγιος, γιὰ τοῦτο καὶ δὲν δίσταζε νὰ ἐμφυτεύει στὰ κατὰ τὰ ἄλλα διασκεδαστικὰ κείμενά του δοκιμασίες πολυμάθειας προαιρετικοῦ χαρακτήρα: ὅποιος ἤθελε νὰ τὶς ἀγνοήσει συνέχιζε τὴν ἀνάγνωση χωρὶς νὰ ζημιώνεται ὡς πρὸς τὴν ἀπόλαυση ποὺ ἀπεκόμιζε, ἀλλὰ ὅποιος τὶς ἀναγνώριζε ὡς τοιαῦτες καὶ ἐπὶ πλέον τὶς περνοῦσε ἐπιτυχῶς ἀποκόμιζε ἀνωτέρου ἐπιπέδου ἱκανοποίηση: τὴν αἴσθηση πνευματικῆς συγγένειας μὲ τὸν, τελικὰ ἀπαιτητικό, συγγραφέα καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐξ ἴσου διαβασμένους καὶ φιλέρευνους ἀναγνώστες. Ἔτσι, προτάσσει στὸ μυθιστόρημα ποὺ τὸν ἔκανε διάσημο (καὶ σχετικὰ εὐκατάστατο) τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα στὰ Ἑλληνικά:
«Ταράσσει τοὺς Ἀνθρώπους οὐ τὰ Πράγματα, Ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν Πραγμάτων Δόγματα.»
Δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ πράγματα ποὺ μᾶς ταλανίζουν ἀλλὰ οἱ γνῶμες μας γιὰ αὐτά, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὀπτικὴ ἀπὸ τὴν ὁποία καλεῖ ὁ συγγραφέας τὸν ἀναγνώστη του νὰ διαβάσει ὀρθὰ τὸν (ἐπιφανειακὰ, ἁπλῶς καὶ μόνο χιουμοριστικό) Tristram Shandy, ἀφοῦ βέβαια πρῶτα φροντίσει νὰ μάθει τί σημαίνει ὁ ἑλληνικὸς αὐτὸς λόγος, ἂν δὲν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ παιδεία του νὰ τὸν κατανοήσει μὲ τὴν πρώτη. Ἂν κάνει αὐτὴ τὴν προσπάθεια ὁ ἀναγνώστης, φυσικὸ εἶναι νὰ μάθει ἐπὶ πλέον ὅτι τὸν σοφὸ αὐτὸ λόγο ὀφείλουμε στὸν Ἐπίκτητο – πρᾶγμα ποὺ ὁ Sterne δὲν μᾶς τὸ διευκρινίζει, ἀλλὰ ὄχι βέβαια γιὰ νὰ μᾶς τὸν περάσει γιὰ δικό του.
Στὴν τεράστια ποικιλία δοκιμασιῶν στὶς ὁποῖες ὑποβάλλει ὁ Sterne τοὺς ἀναγνῶστες του, περιλαμβάνονται ἀνθρωπωνύμια καὶ τοπωνύμια (ἄλλοτε πραγματικὰ καὶ ἄλλοτε ὄχι), τίτλοι βιβλίων καὶ ἀποσπάσματα κειμένων σὲ διάφορες γλῶσσες, πράγματα δηλαδὴ ποὺ μιὰ ὑπομνηματισμένη ἔκδοση θὰ διευκρίνιζε χάριν τῶν ἀναγνωστῶν. Ἔργο ἑνὸς μελλοντικοῦ σχολιαστῆ, φαίνεται νὰ ὑπαινίσσεται ὁ Sterne, εἶναι νὰ ξεψαχνίσει ὅλα αὐτὰ τὰ ρεάλια, συμπεριλαμβανομένων τῶν ὐποτιθέμενων κλοπιμαίων - ἀφοῦ πρέπει νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι μᾶλλον ὑπερβολικὴ ἡ ὑπόρρητη ἀπαίτησή του νὰ ἀφιερώσει ὁ κάθε ἀναγνώστης ξεχωριστὰ τὸν χρόνο καὶ τὴν προσπάθεια ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ διευκρίνιση τόσων καὶ τόσων πραγματολογικῶν καὶ κειμενικῶν στοιχείων.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ σύλληψη τοῦ ἔργου τέχνης ὡς πεδίου ἀσκήσεως τοῦ ἀποδέκτη δὲν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικότητα τοῦ Sterne οὔτε περιορίζεται στὴ λογοτεχνία: γιὰ παράδειγμα, ὁ μουσουργὸς Robert Schumann ἐμπλούτιζε τὶς συνθέσεις του μὲ πλῆθος κρυπτογραφημένων ἀναφορῶν, καὶ ἀνάλογα ἔπραττε ὁ Albrecht Durer στὸν χῶρο τῆς ζωγραφικῆς (π.χ., βλ. τὴν Μελαγχολία του).
Ἡ ἐκτενὴς ἀναφορά μας στὸ ἀμφιλεγόμενο μὲν ἰδιοφυὲς δὲ πειραχτήρι Laurence Sterne καὶ τὰ, ἐνίοτε παρεξηγήσιμα, διακειμενικά του παιχνίδια καταδεικνύει, ἐλπίζω, ὅτι τὸ τί ἀποτελεῖ διακειμενικὴ ἀναφορὰ καὶ τί λογοκλοπὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τάλαντο καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ συγγραφέα: ὁ προικισμένος λογοτέχνης οἰκειοποιεῖται δημιουργικὰ ὅ,τι προσπορίζεται ἀπὸ τὸ πολιτιστικὸ περιβάλλον του - ἀκριβῶς ὅπως ἐμφυσοῦμε ὅλοι μας πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀδρανεῖς γλωσσικοὺς πόρους τῆς κοινότητας κάθε φορὰ ποὺ ἀρυόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε συγκεκριμένη ἐπικοινωνιακὴ ἀνάγκη μας· ὁ δὲ ἀτάλαντος ὅ,τι καὶ νὰ ἰδιοποιηθεῖ δὲν τοῦ φτουράει ἀλλὰ παραμένει ξένο σῶμα μέσα σὲ ἀσήμαντο ἔτσι κι ἀλλιῶς κειμενικὸ περιβάλλον.
Φυσικά, ἡ λογοκλοπὴ ἐνδέχεται νὰ προσπορίσει σὲ αὐτὸν ποὺ τὴ διαπράττει ποικίλα κοσμικὰ ὀφέλη. Στὸν Μπαχτίνειο ὅμως διάλογο τῆς παγκόσμιας κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων, παρελθούσας, παρούσας καὶ μέλλουσας, μόνο παρασιτικὸ θόρυβο μπορεῖ νὰ παρεμβάλει. Διότι ὁ ἀέναος αὐτὸς διάλογος, ποὺ μᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ νὰ διεξάγουμε μὲ ὄργανο τὴν αἰνιγματικὴ δωρεὰ τῆς γλώσσας, μόνο μὲ ἔντιμες συνεισφορὲς μπορεῖ νὰ προχωρήσει. Ἀντίθετα, ὁ ψεύτικος λόγος τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ καταφέρει εἶναι νὰ τύχει τῆς προσωρινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ τὸν ἄμεσο ἀποδέκτη του. Στὴν πεπτωκυῖα κατάστασή μας, γιὰ μερικοὺς αὐτὸ εἶναι ἀρκετό. Ὁπότε ὁ διάλογος θὰ συνεχιστεῖ καὶ χωρὶς αὐτούς.
Σκριπερό,
Κέρκυρα
29 Αὐγούστου 2020
Περιοδικὸ «Ἄνθρωπος», τχ. 5, Ὀκτ. 2021 - Ἰαν. 2022, σελ. 203-213
Ἐπίσης, διαθέσιμο σὲ σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ στό:
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η παρούσα μελέτη έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Πράγματι, το προς ανάλυση
κοινωνιογλωσσικό υλικό αντλείται από συνεντεύξεις χαμηλού βαθμού δόμησης (βλ.
1.3. κατωτέρω), αντικειμενικός σκοπός των οποίων είναι η εξασφάλιση κατά το
δυνατόν αβίαστης ομιλίας εκ μέρους των πληροφορητών και όχι η καταγραφή
συγκεκριμένου αριθμού πραγματώσεων συγκεκριμένων γλωσσικών τύπων ανά
πληροφορητή· επί πλέον, λόγω και του σχετικά μικρού αριθμού των μελών της υπό
μελέτη τσιγγάνικης κοινότητας, δεν κατεβλήθη προσπάθεια να εξασφαλιστεί
στατιστικά τυχαίο δείγμα πληροφορητών, αφού αυτή η προσέγγιση ταιριάζει στη
μελέτη μεγάλων πληθυσμών, αλλά οι πληροφορητές επελέγησαν με στόχο να
συνιστούν νενομισμένο δείγμα, ήτοι να εκπροσωπούν τις κατά την κρίση του ερευνητή
(κρίση που διαμορφώθηκε μετά από προκαταρκτική εθνογραφική έρευνα) κυριότερες
ομάδες της κοινότητας. Επί τη βάσει των πορισμάτων της παρούσας αναγνωριστικής
μελέτης, θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη φάση, να επιδιωχθεί η εις βάθος εθνογραφική
περιγραφή της τσιγγάνικης κοινότητας όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε πανελλήνιο
επίπεδο προκειμένου να επισημανθούν, ανάμεσα σε άλλες παραμέτρους, οι κρίσιμες
υπο-ομάδες τις οποίες αναγνωρίζει η ίδια η κοινότητα.
Eπίσης, η μελέτη είναι κοινωνιογλωσσολογική. Aυτό σημαίνει ότι
αντικειμενικός σκοπός είναι ταυτόχρονα, αφ’ ενός, η περιγραφή του γλωσσικού
συστήματος που βρίσκεται στη διάθεση της υπό εξέταση κοινότητας, αφ’ ετέρου, οι
κοινωνικές αξίες με τις οποίες φορτίζει η κοινότητα τον γλωσσικό της κώδικα κατά την
καθημερινή χρήση. O σκοπός αυτός υπόκειται στους εξής περιορισμούς: λόγω,
πρώτον, του αναγνωριστικού χαρακτήρα της μελέτης, και δεύτερον, του παιδαγωγικού
στόχου του ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος, ο οποίος είναι η βελτίωση της
εκπαίδευσης που παρέχεται από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στους
Τσιγγανόπαιδες, δεν εξετάζονται και οι δύο κώδικες, ελληνικός και ρόμανι
(τσιγγάνικος), του γλωσσικού ρεπερτορίου της δίγλωσσης αυτής κοινότητας αλλά μόνο
ο ελληνικός. Eπίσης, η μελέτη της διαπροσωπικής λειτουργικότητας του γλωσσικού
κώδικα περιορίζεται στο πλαίσιο της (έστω και σε μεγάλο βαθμό αδόμητης)
συνέντευξης και δεν επεκτείνεται στο σύνολο των συνήθων επαφών που
πραγματοποιούν τα μέλη της κοινότητας στην καθημερινή τους ζωή. Σε επόμενο,
όμως, στάδιο της έρευνας, είναι απαραίτητο να μελετηθεί το συνολικό
κοινωνιογλωσσικό ρεπερτόριο της κοινότητας και η χρήση του κατά τις
χαρακτηριστικότερες φυσικές διαπροσωπικές επαφές των μελών της.
Συναφής με τα ανωτέρω είναι η ποιοτική μάλλον παρά ποσοτική χροιά της
επεξεργασίας των δεδομένων. Πράγματι, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της
μελέτης, καθώς και του γεγονότος ότι η υπό εξέταση, ολιγάριθμη όπως είπαμε,
κοινότητα είναι μία μόνο από τις πολλές κοινότητες Τσιγγάνων που βρίσκονται
διάσπαρτες στον ελλαδικό χώρο, προέχει σε αυτό το στάδιο η εκ μέρους του ερευνητή
ποιοτική, ήτοι διαισθητική, αξιολόγηση των εμπειρικών δεδομένων της έρευνας μάλλον
παρά η αναγωγή τους σε στατιστικά εκπεφρασμένες τάσεις, αφού δεν θα ήταν βέβαιο
ότι αυτές ισχύουν για όλες τις τσιγγάνικες κοινότητες της Ελλάδας. Ωστόσο, εκτός της
ποιοτικής υιοθετείται και η ποσοτική προσέγγιση κάθε φορά που τα δεδομένα
προσφέρονται για ποσοτική επεξεργασία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην
περίπτωση του ‘ευφωνικού’ λεγόμενου φωνήεντος που μπορεί να αναπτύσσεται μετά
το τελικό -ν των ρηματικών τύπων (παίζουν(ε), παίζαν(ε), ερχόμουν(α), ερχόσουν(α),
ερχό(ν)ταν(ε): βλ. 3.2.1. κατωτέρω).
Τέλος, η μελέτη έχει συγχρονικό χαρακτήρα, αφού στηρίζεται στο γλωσσικό
υλικό συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα μερικών εβδομάδων (και όχι
ετών ή δεκαετιών). Ωστόσο, ένας από τους σκοπούς της έρευνας ήταν να συλλάβει τα
χαρακτηριστικά της ομιλίας των Τσιγγανοπαίδων όχι μόνο στη συγχρονική τους
διάσταση αλλά και στη δυναμική, ήτοι διαχρονική ή στενότερα ηλικιακή, τοιαύτη: δεν
ενδιαφέρει μόνο τι ελληνικά γνωρίζει ένα μέσο πεντάχρονο Τσιγγανόπουλο αλλά και
πώς αναμένεται να εξελιχθούν τα ελληνικά του στο πέρασμα του χρόνου.
Ένας τρόπος για να επιδιώξει ο ερευνητής τον ανωτέρω στόχο θα ήταν να
μαγνητοφωνήσει τον λόγο των ίδιων πληροφορητών επί, φέρ’ ειπείν, μία ώρα κάθε
πέντε ή δέκα χρόνια σε διάστημα μερικών δεκαετιών, και στη συνέχεια, συγκρίνοντας
τα γλωσσικά δεδομένα που θα έχει συλλέξει σε διαφορετικό πραγματικό χρόνο, να
επιχειρήσει να επισημάνει τις τυχόν ηλικιακές και διαχρονικές μεταβολές στη ζωή,
αντίστοιχα, των ατόμων και της κοινότητας. Είναι προφανές ότι η θεωρητική βάση
αυτής της ερευνητικής προσέγγισης είναι ατομοκεντρική μάλλον παρά κοινωνική (αλλά
βλ. κατωτέρω).
Η προσέγγιση αυτή είναι ίσως θεωρητικά θεμιτή, πρακτικά όμως είναι
ασύμφορη ή και ανεφάρμοστη στην καθαρή της μορφή. Πράγματι, η μακροχρόνια
έρευνα μπορεί να διεξαχθεί μόνο από ίδρυμα και όχι από μεμονωμένα άτομα ώστε ό,τι
δεν προφθάσει να ολοκληρώσει ο συγκεκριμένος ερευνητής να μπορούν να το
συνεχίσουν οι εν επιστήμη διάδοχοί του μέσα στο αυτό (ελπίζεται) μεθοδολογικό
πλαίσιο. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν – και στις επιστήμες του ανθρώπου σπάνια
υπάρχουν οι πόροι για μακροπρόθεσμη ομαδική έρευνα – τότε απομένει στον ερευνητή
πραγματικού χρόνου να συγκρίνει τα δεδομένα που συνέλεξε σε μία χρονική περίοδο
με τα δεδομένα παλαιότερων μελετών άλλων μελετητών και, σχεδόν αναπόφευκτα,
διαφορετικών θεωρητικών και μεθοδολογικών προδιαγραφών. Αυτή η προσέγγιση
είναι συνήθης στην παραδοσιακή διαλεκτολογία, αλλά και ο καινοτόμος Labov (1972a)
αυτή υιοθέτησε στη μελέτη του της (κοινωνιο)γλωσσικής κατάστασης του νησιού
Martha’s Vineyard καθώς και σε εκείνη της Πόλης της Νέας Υόρκης: εάν υπάρχει
παλαιότερη μελέτη θα ήταν αδιανόητο να μη ληφθεί υπ’ όψιν από τον νεότερο
μελετητή. Ωστόσο, η διαφορετική μεθοδολογία μελετών που αφίστανται χρονικά
μεταξύ τους αποδίδει, εν μέρει τουλάχιστον, δεδομένα διαφορετικής ποιότητας, με
προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη συγκρισιμότητα των συμπερασμάτων τέτοιων
ανόμοιων μελετών.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πραγματοποιείται από τον ίδιο μελετητή στο
αυτό θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, η έρευνα των διαχρονικών ή ηλικιακών
γλωσσικών μεταβολών στη βάση διαδοχικών πλαισίων πραγματικού χρόνου
προσκρούει στην περαιτέρω δυσκολία ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να εξασφαλιστεί η
συνεργασία των ίδιων πληροφορητών κάθε μερικά χρόνια: οι άνθρωποι έχουν τις δικές
τους προτεραιότητες, μεταναστεύουν, ή πεθαίνουν. Για τούτο και στην πράξη ο
ερευνητής αναγκάζεται να συγκρίνει γλωσσικά δεδομένα που προέρχονται από
διαφορετικά άτομα με παρόμοιο κοινωνικό προφίλ. Αυτό όμως αλλοιώνει την
καθαρότητα των δεδομένων αφού εισάγει ενδεχομένως στην έρευνα απρόβλεπτους
παράγοντες ποικιλότητας: οι αστοί, οι γυναίκες, οι έφηβοι ή οι εργάτες της
προηγούμενης δεκαετίας δεν είναι απαραιτήτως όμοια κοινωνικά όντα με τους
σημερινούς ομόλογούς τους ή με αυτούς της επόμενης δεκαετίας.
Συνέπεια των ανωτέρω μεθοδολογικών δυσχερειών είναι ότι η έρευνα
πραγματικού χρόνου αφ’ ενός προσφέρεται περισσότερο για τον εντοπισμό
διαχρονικών μεταβολών του γλωσσικού συστήματος μιας κοινωνίας παρά για την
ανίχνευση της ηλικιακής ποικιλότητας στον λόγο συγκεκριμένων ατόμων καθώς
περνούν μεγαλώνοντας από την ιδιότητα μέλους της μιας ηλικιακής υπο-ομάδας σε
αυτήν της επόμενης· αφ’ ετέρου, ενώ η έρευνα αυτού του τύπου είναι θεωρητικά
ατομοκεντρική, στην πράξη καταλήγει να έχει κοινωνική βάση.
Για τους ανωτέρω λόγους προσφορότερη φαίνεται να είναι η μέθοδος
ανίχνευσης των διαχρονικών και ιδίως των ηλικιακών φαινομένων η οποία εδράζεται
στην έννοια του φαινομένου χρόνου (Labov 1972a:163): εάν ο ερευνητής φροντίσει να
υπάρχουν στο δείγμα του πληροφορητές διαφορετικής ηλικίας, είναι σε θέση να
συλλάβει τις τυχόν διαχρονικές και ηλικιακές γλωσσικές μεταβολές όπως αυτές
εγγράφονται στον φαινόμενο χρονικό άξονα, ο οποίος ορίζεται από τη συνύπαρξη
ατόμων που είναι μέλη της αυτής ευρύτερης ομιλιακής κοινότητας και ταυτόχρονα
διαφορετικών ηλικιακών υπο-ομάδων. Σε αντιδιαστολή προς την ερευνητική
προσέγγιση πραγματικού χρόνου, η έρευνα φαινομένου χρόνου, πρώτον, μπορεί να
απομονώσει, για κάθε πληροφορητή, εκείνα τα φαινόμενα ποικιλότητας που αφορούν
μόνο τον χρονικό ή ηλικιακό και κανέναν άλλον άξονα· και δεύτερον, εστιάζεται στην
κοινότητα ως οργανικό σύνολο ατόμων, με την έννοια ότι, ξεκινώντας από τα δεδομένα
της ατομικής γλωσσικής συμπεριφοράς σε κανονικές συνθήκες επικοινωνίας, ανάγεται
σε συνολικά πορίσματα που ισχύουν για όλη την κοινότητα. Τα πορίσματα αυτά δεν
αποτελούν προϊόν ομογενοποίησης της ατομικής και υπο-ομαδικής ποικιλότητας αλλά
διασώζουν τον συστηματικό χαρακτήρα του όλου (η κοινωνιογλωσσική ποικιλότητα
είναι, σε μεγάλο βαθμό, συστηματική και όχι χαοτική). Αποτέλεσμα είναι ότι
εξασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο υψηλός βαθμός αξιοπιστίας του δείγματος και των
πορισμάτων αφού, κατά τη συλλογή των στοιχείων, όλοι οι πληροφορητές είναι μέλη
κάποιων από τις διάφορες κοινωνικές υπο-ομάδες της αυτής κοινότητας, και επομένως
υπόκεινται στην επίδραση του αυτού ευρύτερου συστήματος αξιών καθώς και του
ειδικότερου αξιακού συστήματος της δικής του υπο-ομάδας ο καθένας. Σε αυτή τη
βάση, δεν είναι ακατόρθωτο να απομονώσει ο ερευνητής γλωσσικά φαινόμενα
διαχρονικής μεταβολής ή ηλικιακής ποικιλότητας τα οποία δεν αλλοιώνονται από την
επίδραση ανεξέλεγκτων παραμέτρων.
Στην παρούσα μελέτη, υιοθετούμε τη μεθοδολογική προσέγγιση του φαινομένου
χρόνου. Στη βάση αυτή, αν και, για τους λόγους παιδαγωγικής σκοπιμότητας που
προαναφέραμε, το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάζεται στα παιδιά και τους
(προ)εφήβους, έχουν περιληφθεί στο δείγμα των πληροφορητών και άτομα
μεγαλύτερων ηλικιών. Με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατόν να ‘προβλεφθεί’ η
μελλοντική γλωσσική συμπεριφορά των σημερινών παιδιών, με τη διττή έννοια ότι αφ’
ενός τα παιδιά μεγαλώνοντας αναμένεται να υιοθετήσουν σταδιακά τα (περισσότερα
από τα) γλωσσικά χαρακτηριστικά των σημερινών (προ)εφήβων, νέων, ενηλίκων, κ.λπ.,
αφ’ ετέρου μερικές από τις γλωσσικές καινοτομίες που εισάγουν οι νεότεροι ηλικιακά
(ή κάποια άλλη υπο-ομάδα) ενδέχεται να κυριαρχήσουν σταδιακά σε όλη την ομιλιακή
κοινότητα. Με άλλα λόγια, στον σχεδιασμό της έρευνας καταβάλλεται προσπάθεια να
διακρίνεται η ευθύγραμμη διαχρονική μεταβολή του συνολικού γλωσσικού συστήματος
από τη σπειροειδή ηλικιακή ποικιλότητα την οποία διατρέχει κάθε μέλος της
κοινότητας καθώς περνάει από τη μία ηλικιακή ομάδα στην επόμενη: η πρώτη
κατηγορία φαινομένων έχει σαφέστατα γλωσσικό και ελάχιστα ή καθόλου κοινωνικό
χαρακτήρα, ενώ ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τη δεύτερη κατηγορία.
Τὸ πλῆρες κείμενο στὸν σύνδεσμο:
https://drive.google.com/file/d/1fwJxMJxowSOGPcagx0ue9TVJn-AI5_Tb/view?usp=sharing
Ἐπίσης, στὸ: http://repository.edulll.gr/edulll/handle/10795/272
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020
Εθνική συνείδηση και γλώσσα
Περικλής Ντάλτας
Εθνική συνείδηση και γλώσσα[1]
Εισαγωγή
Σύμφωνα με τη νεοτερική διανόηση, το ελληνικό έθνος είναι «κατασκευή» του κράτους που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα – παλαιότερα, υπήρχαν απλώς ελληνόφωνοι πληθυσμοί, με τοπική μάλλον παρά εθνική συνείδηση. Αναμφίβολα, διάφορα κράτη επιδιώκουν την εθνική και γλωσσική ομοιογένεια εντός των συνόρων τους. Ο ισχυρισμός όμως ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (το οποίο πτωχεύει σήμερα για τέταρτη φορά από την ίδρυσή του) μπόρεσε να συλλάβει εκ του μηδενός τις πολυεπίπεδες και φευγαλέες έννοιες ελληνικό έθνος και εθνική γλώσσα και να τις εμφυσήσει στους πολίτες του κατά ενιαίο τρόπο και μέσα σε ελάχιστο χρόνο απαιτεί μεγάλη δόση ευπιστίας.
Ενίοτε βέβαια, διευκρινίζεται αρμοδίως (Α. Λιάκος, Το Βήμα, 6/3/2005) ότι τους νεοτερικούς δεν ενδιαφέρει η «εθνορομαντική» αντίληψη περί έθνους (επομένως ίσως και να μη την απορρίπτουν εντελώς) όσο η διεργασία ενσωμάτωσης στο αυτό έθνος των κατοίκων ενός κράτους. Ωστόσο, η ιδεολογική παντιέρα της «κατασκευής» ούτε την ψύχραιμη μελέτη των πραγμάτων προάγει ούτε στους χειμαζόμενους Νεοέλληνες προσφέρει άλλο από σύγχυση. Διότι, όταν λέμε ότι κατασκευάζουμε, φερ’ ειπείν, ένα σπίτι, εννοούμε ότι παίρνουμε πέτρες, ξύλα και λάσπη και τα συνταιριάζουμε σε ανώτερο επίπεδο. Αλλά πώς να δεχτούμε ότι τα «παλαιότερα πολιτισμικά σχήματα, όπως ο Ελληνισμός, η Ορθοδοξία και η παράδοση της Αυτοκρατορίας», είναι απλώς σκόρπια υλικά, με τα οποία το κράτος υλοποίησε την «επινόησή» του, το νεοελληνικό έθνος; Μήπως χαθήκαμε στη χαλαρή χρήση των ίδιων μας των μεταφορών;
Στο άρθρο αυτό, θα αποφύγουμε τις εκ των άνω, καθολικής τάχα ισχύος, απαντήσεις. Αντίθετα, θα επιχειρήσουμε να διδαχτούμε από την κοινή σε όλους εμπειρία της σταδιακής ένταξής μας σε ένα προϋπάρχον κοινωνιογλωσσικό σύμπαν. Ελπίζουμε έτσι να διερευνήσουμε γόνιμα εάν στη φυσική διεργασία διαμόρφωσης (εθνικής) ταυτότητας και γλώσσας μπορεί να υποκατασταθεί η κρατική βούληση.
Ο στοχασμός περί έθνους και γλώσσας απαιτεί άκρα επιφυλακτικότητα: είναι σαν να βαδίζει κανείς «εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν», κατά τη ρήση του Alexander Pope. Ένας λόγος για αυτό είναι τα πάθη που συχνά ξεσηκώνουν οι έννοιες αυτές. Πράγματι, η διολίσθηση από την εθνική υπερηφάνεια στην εθνικιστική υστερία επανέρχεται με καταθλιπτική συχνότητα στην ιστορία των λαών. Αλλά και οι γλωσσικές διαφορές ανάμεσα σε γείτονες εύκολα κλιμακώνονται σε κριτήριο για το ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Μαρτυρία παλαιότατη διασώζουν οι βιβλικοί Κριταί, (12, 5-6). Οι Γαλααδίτες, αφού νίκησαν τους Εφραϊμίτες, έπιασαν τα περάσματα του ποταμού Ιορδάνη από όπου θα επέστρεφαν οι ηττημένοι στον τόπο τους. Όταν πλησίαζε κάποιος, του ζητούσαν να πει τη λέξη Σχίββωλεθ, της οποίας τον αρκτικό φθόγγο πρόφεραν διαφορετικά οι δύο λαοί. Σαράντα δύο χιλιάδες Εφραϊμίτες απέτυχαν να μιμηθούν πειστικά το γαλααδικό, «παχύ» συριστικό, και θανατώθηκαν. Στις ημέρες μας, την ουσιαστική σχέση εθνικού κράτους και επίσημης γλώσσας έκλεισε ο Max Weinreich στη ρήση «Μια γλώσσα είναι διάλεκτος με στρατό και ναυτικό».
Άλλος λόγος για την ανάγκη επιφυλακτικότητας κατά τη συνεξέταση έθνους και γλώσσας είναι η «νεφελώδης» δομή και των δυο τους. Κατά τον ορισμό του Κ. Σοφιανού (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος), έθνος είναι « σύνολο προσώπων τα οποία διακρίνονται, και θέλουν να διακρίνονται, ως σύνολο από άλλα σύνολα, υπερσύνολα και υποσύνολα προσώπων βάσει αμφιλεγόμενων κριτηρίων (φυλετικών, γλωσσικών, ιστορικών, λαογραφικών, πολιτιστικών, πολιτικών, εδαφικών) των οποίων η εναλλακτική κατά περίσταση εφαρμογή καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ενός σαφούς ορισμού κοινής αποδοχής». Αν, όπως υποστηρίζει ο Karl Popper, υπάρχουν συστήματα οργανωμένα λίγο-πολύ σαν ρολόγια, δηλαδή αιτιοκρατικά, και συστήματα που δομούνται μάλλον κατά το πρότυπο των νεφών, δηλαδή με χαμηλό βαθμό προβλεψιμότητας, τότε μόνο σύγχυση προκαλείται όταν επιχειρούμε να προσεγγίσουμε τα δεύτερα με τους όρους των πρώτων.
Ας δούμε λοιπόν τί μπορούμε να διδαχτούμε από την κοινή σε όλους μας εμπειρία κοινωνικοποίησης.
Άτομο και συλλογικότητες
Ερχόμαστε στον κόσμο ως άτομα μεν αλλά με τις εγγενείς προδιαγραφές να καταστούμε μέλη της κοινωνίας στην οποία βρεθήκαμε. Ευθύς εξ αρχής, αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον, κι όσο μας επηρεάζει αυτό άλλο τόσο το αναδιαμορφώνουμε εμείς – το νεογέννητο βρέφος αλλάζει εκ βάθρων τον τρόπο ζωής των γονέων.
Καθώς μεγαλώνει το παιδί, διαμορφώνει αντίληψη εαυτού ως μέλους της οικογένειάς του, κατόπιν της παρέας του, αργότερα του σχολείου, κ.ο.κ. Οι διαδοχικά ευρύτερες αυτές συλλογικότητες συμμεταβάλλονται με τις εκάστοτε συνθήκες, διαθέτουν δε κεντρικά μέλη με αποφασιστική αρμοδιότητα, ενώ άλλα αναλαμβάνουν λιγότερο σημαντικούς ρόλους. Μερικές συλλογικότητες καλούν τον νέο (εκκλησία, κόμματα) κι άλλες του επιβάλλουν (βασική εκπαίδευση, στρατιωτική θητεία) να γίνει μέλος τους, ενώ άλλες του αρνούνται την είσοδο (κλειστά επαγγέλματα, λέσχες VIP), ή ίσως (π.χ. παρέες, πόλοι αστυφιλίας) απαιτούν να υιοθετήσει τους δικούς τους συμπεριφορικούς κώδικες, γλωσσικό ιδίωμα και σύστημα αξιών. Η ευδοκίμησή του στις διάφορες συλλογικότητες εξαρτάται και από την ικανότητά του να επισημάνει τους κώδικες που εκφράζουν το οικείο σύστημα αξιών, και να τους υιοθετήσει πειστικά. Στη διάρκεια του βίου του, το άτομο εξοικειώνεται με υποσύνολο μόνο των συλλογικοτήτων και των οικείων κωδίκων της ευρύτερης κοινωνίας.
Μπορεί όμως η ανωτέρω διεργασία να οδηγεί στη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και γλώσσας; Η κατάκτηση των υποσυλλογικοτήτων της ευρύτερης κοινωνίας πραγματοποιείται δια της προσωπικής και συχνής επαφής του ανθρώπου με τα μέλη τους, ή έστω με αρκούντως αντιπροσωπευτικά μέλη, που του χρησιμεύουν ως πρότυπα. Αλλά με το έθνος πώς έρχεται κανείς σε επαφή; Και βάσει τίνος προτύπου ρυθμίζει τη γλωσσική του σκευή προκειμένου να καταστεί μέλος αυτού του υπερσυνόλου;
Προσωπικά δίκτυα επικοινωνίας
Εδώ θα χρειαστεί να προσφύγουμε στην έννοια των προσωπικών δικτύων επικοινωνίας. Καθένας μας συγκροτεί επικοινωνιακό δίκτυο με τον εαυτό του ως κέντρο, το οποίο περιβάλλει με τις επαφές του, τα άτομα δηλαδή με τα οποία σχετίζεται. Ανάμεσα στο κέντρο και τις επαφές διαμορφώνονται ποικίλοι δεσμοί (οικογενειακοί, φιλικοί, επαγγελματικοί) και συχνότητα επικοινωνίας.
Τα επικοινωνιακά δίκτυα, πρώτον, εξελίσσονται αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον, και απλώνονται ή συστέλλονται στον κοινωνικό χωροχρόνο. Παράδειγμα, η πρόσφατη άνθιση της επικοινωνίας στο διαδίκτυο, η οποία ευνοεί τη συγκρότηση ευρύτατων συλλογικοτήτων και την ανάληψη στοχευμένης δράσης.
Δεύτερον, τα δίκτυα αποτελούν ανοικτά
συστήματα, αφού κάθε επαφή του αρχικού κέντρου είναι ταυτόχρονα κέντρο του
δικού της δικτύου. Ως εκ τούτου, η επικοινωνιακή
ροή διαδίδεται από δίκτυο σε δίκτυο καλύπτοντας τεράστιους γεωγραφικούς και
κοινωνικούς χώρους, το δε αρχικό κέντρο αλληλεπιδρά με πολύ ευρύτερο κόσμο από
αυτόν που γνωρίζει προσωπικά.
Η ανωτέρω ανάλυση υποδεικνύει μεν τη διεργασία μέσω της οποίας ένας νέος μπορεί να αναχθεί στη συλλογικότητα του έθνους και να επιχειρήσει την ένταξή του σε αυτή, αλλά δεν καταδεικνύει το έθνος και τη γλώσσα του ως αναγκαίες οντότητες: οι υποσυλλογικότητες (οικογένεια, παρέα, επαγγελματικό συνάφι, κ.ά.) και οι κώδικές τους μας είναι οικείες πραγματικότητες, αλλά τα υπερκείμενα ζητούμενα τού έθνους και της γλώσσας του πώς τεκμηριώνονται;
Εξ όνυχος τον λέοντα
Το ανθρώπινο πνεύμα αναγνωρίζει φαινόμενα που, όπως το έθνος και η γλώσσα, χαρακτηρίζονται από εμμεσότητα και γενικότητα, και δεν δυσκολεύεται να ενταχθεί σε αυτά με τον τρόπο που ήδη περιγράψαμε: σε αλληλεπίδραση με αυτά. Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα - μια και έχουμε αποκλείσει την εκ των άνω επιβολή ερμηνειών.
Τέλη της δεκαετίας του 1970, η σύζυγός μου κι εγώ διασχίζουμε τις Βρυξέλλες με αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς Ελλάδα. Περιμένουμε στο φανάρι να ανάψει πράσινο. Ένας νεαρός διασχίζει τον δρόμο μπροστά μας, όταν η ματιά του πέφτει στην πινακίδα του αυτοκινήτου. Το πρόσωπό του φωτίζεται, πλησιάζει το παράθυρο, και με λαχτάρα στη φωνή λέει, «Έλληνες είσαστε, βρε παιδιά;» Απαντούμε καταφατικά, και μας πληροφορεί ότι είναι φοιτητής. Τον ρωτάμε πώς τα περνάει. Στρέφει τα μάτια προς την πρωινή ομίχλη που κρέμεται από πάνω μας, και λέει, «Ε, καταλαβαίνετε!»
Οι ανωτέρω συνομιλητές
προσέρχονται στην περίσταση έχοντας ήδη συγκλίνει, από τελείως διαφορετικές
προσωπικές διαδρομές, στην υπερσυλλογικότητα του ελληνικού έθνους και της γλώσσας
του. Στα δευτερόλεπτα που διαθέτουν,
ανταλλάσσουν λίγα λόγια που, όντας έμφορτα αυτονόητων υπονοημάτων και κοινών
εμπειριών, δίνουν στη δοσοληψία τον τόνο και τον λόγο ύπαρξής της: εκ πρώτης όψεως, ο πρώτος ομιλητής ρωτάει να μάθει
αν είμαστε Έλληνες, ουσιαστικά όμως μας καλεί να εμβαπτιστούμε μαζί του για
λίγο στο ελληνικό σύμπαν εμπειριών και αξιών καταμεσής του ξένου τόπου. Για τούτο και δεν μας δηλώνει ρητά ότι του
λείπει η ηλιοφάνεια του γενέθλιου τόπου αλλά θεωρεί αρκετή την απλή νύξη.
Αλλά με τις ενσυνείδητες ενέργειές τους, οι συνομιλητές δεν είχαν έως τότε επιτύχει παρά να ενταχθούν στις δικές τους υποσυλλογικότητες ο καθένας. Οπότε, πώς έφτασαν να είναι κατά τη συνάντηση μέτοχοι της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και κάτοχοι της κοινώς αποδεκτής γλώσσας;
Προφανώς, οι επαφές τους μέσα στις διάφορες συλλογικότητες ήσαν και αυτές ήδη μέλη του ελληνικού έθνους και γηγενώς ελληνόφωνοι, και μαζί με τις καθέκαστα πληροφορίες και υπονοήματα που τους μεταλαμπάδευσαν, τους μύησαν επίσης στη συλλογική ελληνική εθνική συνείδηση: το μεγαλύτερο γειτονόπουλο, ο γυμναστής, ο παλαιότερος συνάδελφος, δεν αντλούσαν την ταυτότητά τους μονοσήμαντα από τις αντίστοιχες υποσυλλογικότητες (παιδική συντροφιά, αθλητικός σύλλογος, επάγγελμα) αλλά διέθεταν ήδη πολύπλευρη ταυτότητα (π.χ. Έλληνας Ορθόδοξος αθλητής μαθηματικός, κ.λπ.) και ήσαν ως εκ τούτου σε θέση να τους εισαγάγουν, συνειδητά ή ασυναίσθητα, και σε υπερκείμενες συλλογικότητες όπως είναι το έθνος.
Άλλα παραδείγματα Ελληνικότητας. Κερκυραία γιαγιά επιμένει να μας χαρίσει γλάστρα με τεράστιο βασιλικό, θάμνο σωστό, που παινέσαμε περνώντας από την αυλή της. Ζαγορίτισσα μας προσφέρει ολόκληρη μυζήθρα, όταν θαυμάσαμε τον σωρό τα τυριά που μόλις είχε πήξει. Κρητικός ιδιοκτήτης τουριστικού γραφείου μας αφήνει στο πόστο του και βγαίνει σε αναζήτηση μηχανικού για να επιδιορθώσει τη βλάβη του αυτοκινήτου μας. Ζεύγος Άγγλων ποδηλατών έχουν ακινητοποιηθεί λόγω βλάβης σε εξοχικό δρόμο της Κέρκυρας. Ένα φορτηγάκι σταματάει και ο οδηγός μεταφέρει ποδήλατα και τουρίστες στο σπίτι του. Εκεί, η οικογένεια φιλεύει τους ξένους, μέχρι να πάει κάποιος το ποδήλατο στο μηχανουργείο και να το γυρίσει επισκευασμένο.
Είναι βέβαιο ότι οι αναγνώστες μπορούν να προσκομίσουν άφθονα παραδείγματα Ελληνικότητας από τη δική τους εμπειρία, και πολλά από αυτά θα αφορούν τη σκοτεινή πλευρά της εθνικής μας ταυτότητας – κατά τον Στέλιο Ράμφο, πάσχουμε οι Νεοέλληνες από θηριώδη παρορμητικότητα και αναιμική λογική· και ο Χρήστος Γιανναράς, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, χρόνια τώρα στοιχειοθετεί τις αιτίες του εθνικού μας κατσιάσματος.
Συμπέρασμα
Από τα ανωτέρω, ελπίζω να συνάγεται ότι δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε αν το ελληνικό έθνος και η ελληνική γλώσσα είναι σήμερα «τα ίδια» όπως στο παρελθόν. Και βέβαια δεν είναι τα ίδια, αφού η σημερινή τους μορφή προέκυψε από αναρίθμητες ατομικές και συλλογικές επιλογές σε αλληλεπίδραση με τις εκάστοτε συνθήκες. Η αίσθηση όμως ενότητας και συνέχειας με το παρελθόν, ασχέτως λοιπών χαρακτηριστικών μας, θετικών ή τοξικών, είναι αναμφισβήτητη, ή μάλλον η αμφισβήτησή της αποτελεί ματαιοπονία. Κατά τον Wittgenstein, είναι αδύνατο να ξέρουμε επακριβώς τι εννοεί κάποιος όταν λέει «Πονάω» ή «Χαίρομαι», για τούτο και απλώς δεχόμαστε σιωπηρά ότι συγκλίνουμε στη χρήση αυτών των φράσεων: επειδή έχω και εγώ πονέσει ή χαρεί, δέχομαι ότι χρησιμοποιείς τις φράσεις αυτές για τη δήλωση ανάλογων βιωμάτων. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς τι εννοεί ένας Έλληνας (του σήμερα, του 1821, του 1453, κ.ο.κ. ) όταν λέει «Είμαι Έλληνας». Μπορούμε απλώς να συμφωνήσουμε στη συμβατική σημασία της φράσης, πράγμα που ανήκει σε τελείως άλλο επίπεδο από το βιωματικό.
Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, ίσως πατάμε σε σταθερότερο έδαφος, αφού έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στα σωζόμενα γραπτά μνημεία, να συγκρίνουμε διάφορες φάσεις της εξέλιξής της από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας. Παρά τους κλυδωνισμούς που βίωσαν οι ομιλητές των διαφόρων φάσεων, διατήρησαν αναλλοίωτα μέσα στον λόγο τους θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής. Ένα φυλλομέτρημα της σχολικής γραμματικής της Αρχαίας Ελληνικής, δείχνει, για παράδειγμα, ότι στον τονισμό παραμένει ακλόνητος ο νόμος της τρισυλλαβίας (ο τόνος μιας λέξης δεν μπορεί να ανέλθει πάνω από την τρίτη συλλαβή από το τέλος)· ότι το σύστημα των πτώσεων (εκτός από τη δοτική) ισχύει ακόμη· ότι τα γένη παραμένουν τρία, και τα επίθετα συνεχίζουν να συμφωνούν με το ουσιαστικό τους κατά γένος, αριθμό και πτώση· ότι οι (κυριότερες) κλίσεις παραμένουν η Πρώτη (ταμίας, βουλευτής, φρουρά, τιμή), η Δευτέρα (άνθρωπος, οδός, φυτό(ν)), και η Τρίτη, οι πολυάριθμες υποδιαιρέσεις της οποίας τείνουν προς απορρόφηση από τις άλλες κλίσεις (φύλαξ > φύλακας, Ελληνίς > Ελληνίδα, γέρων > γέρος)· ότι τα περισσότερα ρήματα συνεχίζουν να ακολουθούν τα κλιτικά υποδείγματα των λύ(ν)ω, αγαπώ και δημιουργώ· και ότι, τέλος, το λεξιλόγιο παραμένει το αυτό σε εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό: επιγραφή από την Πύλο ηλικίας 3.500 ετών περιέχει τις λέξεις θρανίο, ελεφάντινος, άνθρωπος, ίππος, πολύποδας, και φοίνικας.
Συνοψίζοντας, όπως τα απλούστερα των έμβιων όντων, έτσι και ο άνθρωπος και οι συλλογικότητές του, συμπεριλαμβανομένου του έθνους, αλληλεπιδρούν συνεχώς με το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, αλλάζουν για να επιβιώσουν και επεμβαίνουν στο περιβάλλον για να το τιθασεύσουν. Η διεργασία αυτή άλλοτε εξελίσσεται ομαλά, άλλοτε περνάει από ρήξεις, και ενίοτε αποτυγχάνει. Επειδή βασικό όργανο του κοινωνικού ανθρώπου και των συλλογικοτήτων του είναι η γλώσσα, το αέναο δούναι-λαβείν με τον κόσμο αντικατοπτρίζεται σε αυτήν: η γλώσσα μεταβάλλεται χάριν της επιβίωσης της κοινότητας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την εξασφαλίζει ες αεί.
Ως εκ τούτου, η έμφαση των νεοτερικών στις αλλαγές που οι συνθήκες επιφέρουν στις ανθρώπινες συλλογικότητες είναι ευπρόσδεκτη. Ο περαιτέρω όμως ισχυρισμός, ρητός ή υπονοούμενος, ότι ο ελληνόφωνος των αρχών του 19ου αιώνα προσέρχεται στο ιστορικό προσκήνιο εν είδει άγραφου χάρτη πάνω στον οποίο το νεοσύστατο κράτος εγγράφει ό,τι επιθυμεί, δεν είναι πειστικός. Βεβαίως, το κράτος επιζητεί να κινητοποιεί τους πολίτες υπέρ της εκάστοτε πολιτικής του. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αναλαμβάνεται σε πολιτιστικό, ιδιαίτερα γλωσσικό, κενό: άγνωστος αριθμός επιδράσεων άγνωστης ισχύος, παλαιών και νέων, ασκούνται ήδη στους πολίτες και στις συλλογικότητές τους, και η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων θα συγκλίνει προς απρόβλεπτη ουσιαστικά κατεύθυνση.
Μένει η αίσθηση ελληνικής ταυτότητας του καθενός μας - η οποία δεν έχει ανάγκη την έγκριση των διανοούμενων διότι προηγείται αυτής και εκείνων - καθώς και ο οικείος κόσμος της γλώσσας μας. Αυτά αρκούν για να ξέρουμε από πού κρατάμε και να αναζητήσουμε διέξοδο από την παρούσα ζοφερή συγκυρία.
Ἐλευθερία καὶ γλώσσα
Περικλῆς Ντάλτας
Ἐλευθερία καὶ γλώσσα[1]
Ἀπὸ τὴ νεότητά μου, μὲ προβλημάτιζε ἡ ρήση ποὺ
διατυπώνει ὁ Δ. Σολωμὸς στὸν Διάλογο:
«Μήγαρις ἒχω ἂλλο ’ς τὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία
καὶ γλῶσσα;» Ἂλλες γνωστὲς συνάψεις τῆς ἒννοιας
τῆς ἐλευθερίας, ὃπως γιὰ παράδειγμα «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», «Ψωμί, Παιδεία, Ἐλευθερία»
ἢ «Liberté, Égalité, Fraternité»,
μοῦ φαίνονταν διαυγέστερες νοηματικά, καὶ μοῦ ἦταν προφανὴς ἡ ἐπικοινωνιακὴ
σκοπιμότητα τῆς δικῆς τους ἠχητικῆς καὶ ρυθμικῆς διάρθρωσης. Ἀλλὰ ἡ σύναψη ἐλευθερίας καὶ γλώσσας τί ἒρεισμα
θὰ μποροῦσε νὰ ἒχει; Ὁ Σολωμὸς βέβαια ἐξηγεῖ
στὴ συνέχεια τοῦ Διαλόγου ὃτι θεωρεῖ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ ἐπὶ τοῦ γένους ἐξ ἲσου
βαρὺ μὲ αὐτὸν ποὺ ἀσκεῖ ὁ Σοφολογιώτατος.
Ὁ σύγχρονος ὡστόσο Ἓλληνας, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει ἀλλου εἲδους ζυγοὺς
πλέον, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐμβαθύνει στὴ σχὲση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας πέρα
ἀπὸ τὰ ὃρια τῆς Σολωμικῆς ρήσης. Αὐτὸν τὸν
σκοπὸ ἂλλωστε ἐξυπηρετεῖ, πιστεύω, καὶ ἡ ἀγαπητὴ Εὐθύνη ὃταν αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «Περιοδικὸ Ἐλευθερίας καὶ Γλώσσας».
Ἒκτοτε, ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὴ μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ
φαινομένου ἐπέτεινε μᾶλλον παρὰ ποὺ ἒλυσε τὴν ἀπορία μου. Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς ἐρευνητικὲς
παραδόσεις ποὺ ἒχουν ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸ θέμα μας.
Πρώτη θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἡ περίφημη εἰκασία τῶν E. Sapir καὶ
B.L. Whorf. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ γλώσσα τῆς κοινωνίας ὃπου ζοῦμε
καθορίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μαθαίνουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν
περιβάλλουσα πραγματικότητα. Ἒτσι, ἂν δὲν
ὑπάρχει λέξη στὴ γλώσσα σου γιὰ μιὰ ποικιλία ρυζιοῦ ἢ γιὰ μιὰ ἀπόχρωση τοῦ
χιονιοῦ, δὲν μπορεῖς νὰ ἀντιληφθεῖς κἂν αὐτὲς τὶς πτυχὲς τῆς
πραγματικότητας. Πολλοὶ ὡστόσο μελετητὲς
θεωροῦν ὃτι ἡ ἐν λόγῳ εἰκασία δὲν ἀνταποκρίνεται ἐπαρκῶς στὰ πράγματα. Τὸ ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλουν εἶναι ὃτι, ἂν
χρειαστεῖ, μαθαίνουμε νέες λέξεις σὲ ὃλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου μας, ἀκριβώς γιὰ
νὰ ἀντεπεξέλθουμε σε νέες καταστάσεις. Ἐπίσης,
οἱ ἂνθρωποι ποὺ ἀλλάζουν πολιτιστικὸ ἢ γλωσσικὸ περιβάλλον, ὃπως γιὰ παράδειγμα
οἱ μετανάστες ἢ παιδιὰ που έχουν ὡς μητρικὴ κάποια λιγότερο ὁμιλούμενη γλώσσα καὶ
φοιτοῦν σὲ σχολεῖα τῆς εὐρύτερης κοινότητας, υἱοθετοῦν συνήθως τὴ γλώσσα καὶ τὸ ἀντίστοιχο
κοσμοείδωλο τοῦ νέου πολιτιστικοῦ τους περιβάλλοντος.
Ὡστόσο, δὲν εἶναι πάντοτε ἀπρόσκοπτο τὸ πέρασμα τῶν
ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ οἰκεῖο τους πολιτιστικὸ περιβάλλον σὲ κάποιο ἂλλο. Πράγματι, τὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ παραμένει
ἀπροσδόκητα ὑψηλὸ ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τῶν λιγότερο εὐνοημένων κοινωνικῶν ὁμάδων,
ἀκόμη καὶ σὲ ἀνεπτυγμένες χῶρες, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια σχολικῆς ἀγωγῆς. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἒνταση ποὺ συχνὰ ἐπικρατεῖ στοὺς καιρούς
μας ἀνάμεσα σὲ μειονότητες, ὂχι ἀπαραιτήτως ἀνίσχυρες οἰκονομικὰ ἢ ἀναλφάβητες,
καὶ στὴν εὐρύτερη κοινωνία μαρτυρεῖ καὶ αὐτὴ ὃτι κάποιος κόκκος ἀλήθειας ὑπάρχει
σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἐκδοχὲς τῆς εἰκασίας τῶν Sapir-Whorf. Φαίνεται λοιπὸν ὃτι ἡ αὐτοκαλλιέργεια τὴν ὁποία
συντηρεῖ μιὰ κοινωνικὴ ὁμάδα μὲ ὂργανο τὴ δική της γλώσσα ἢ κοινωνικὴ διάλεκτο εἶναι
δυνατὸν νὰ περιχαρακώνει τὰ μέλη της στὸ οἰκεῖο της ἐννοιολογικὸ σύστημα καὶ νὰ
καθιστᾶ γιὰ κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀπορριπτέες, ἀδιάφορες ἢ ἁπλῶς ἀόρατες διάφορες ἐκφάνσεις
τῆς εὐρύτερης πολιτιστικῆς πραγματικότητας.
Τί μποροῦμε, λοιπόν, νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὰ
παραπάνω γιὰ τὸ εὒλογο ἢ μή τῆς σολωμικῆς μέριμνας τόσο γιὰ ἐλευθερία ὃσο καὶ
γιὰ γλώσσα; Ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῶν Sapir καὶ Whorf, ἡ
γλώσσα φαίνεται νὰ περιορίζει, σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό, τὴν ἐλευθερία
μας νὰ ξανοιχτοῦμε στὴν εὐρύτερη πραγματικότητα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς εἰκασίας αὐτῆς δὲν ἐξασφαλίζει ἀπὸ μόνη της κάποιο ἒρεισμα
γιὰ τὴν ἲση ἀξία ποὺ φαίνεται νὰ ἀποδίδει ὁ Σολωμὸς στὶς δύο ἒννοιες: ἂν δεχθοῦμε ὃτι ἡ γλώσσα δέν θέτει ἀνυπέρβλητα
ἐμπόδια στὴν προσπάθειά μας να ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει, αὐτὸ
δέν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τὴ θέσουμε στὴν ἲδια μοίρα μὲ τὴν πολύτιμη ἰδέα τῆς
ἐλευθερίας. Ἀπομένει, λοιπόν, ἂν εἶναι
νὰ διασώσουμε τὴ σολωμικὴ ρήση, νὰ ὑποθέσουμε ὃτι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς
γλώσσας συντελεῖται (καὶ) διὰ τῆς γλώσσας.
Δεύτερον, μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ γλώσσα σχετίζονται
ἐπίσης δύο κυρίως θεωρητικὲς προτάσεις τῆς Γενετικῆς Σχολῆς τοῦ Noam Chomsky. Ἡ πρώτη
πρόταση ἒχει σαφέστερο γλωσσολογικὸ χαρακτήρα.
Σύμφωνα μὲ αὐτήν, κάθε φυσικὴ γλώσσα παρουσιάζει χαρακτηριστικὰ πεπερασμένου συστήματος, οἱ κανόνες τοῦ ὁποίου
μποροῦν νὰ ἐφαρμόζονται ἐπ’ ἂπειρον. Καὶ πεπερασμένο μὲν εἶναι τὸ γλωσσικὸ σύστημα
προκειμένου νὰ ἀποφεύγεται τὸ σύνδρομο τῆς Βαβέλ, προκειμένου δηλαδὴ νὰ εἶναι
γνωστὸ σὲ ὃλους γιὰ νὰ επικοινωνοῦν ἀπρόσκοπτα ὃλοι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ γιὰ
πρώτη φορὰ ἒρχονται σὲ ἐπαφή (ἀλλὰ βλ. παρακάτω). Ταυτόχρονα ὃμως ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων τοῦ
συστήματος μπορεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἀπεριόριστα, ἐπιτρέποντας ἒτσι στοὺς ὁμιλητὲς
ἀπεριόριστη ἐκφραστικότητα. Γιὰ
παράδειγμα, ἂν θέλω νὰ ἐπαινέσω τὴν Ἑλένη μὲ τὴ συμπλήρωση τῆς φράσης «Ἡ Ἑλένη
εἶναι __ », εἶμαι μέν ὑποχρεωμένος νὰ ἐφαρμόσω τοὺς κανόνες τῆς Ἑλληνικῆς ποὺ
διέπουν τὴν ἀνωτέρω φράση ἀλλὰ δέν ὑπόκειμαι σὲ κανέναν περιορισμὸ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ
καὶ τὴ συνθετότητα τῆς δομῆς τῶν χαρακτηρισμῶν ποὺ κρίνω εὒλογο νὰ τῆς ἀποδώσω:
Ἡ
Ἑλένη εἶναι |
ἀξιόπιστη … καλὴ καὶ ἂξια … ἀπὸ τὰ μέρη μας … εὐγενικὴ οἰκοδέσποινα … κοπέλα ἀπὸ σπίτι … ἡ μόνη κατάλληλη ν’ ἀντιμετωπίσει τὴν παρούσα
κρίση … κλπ. |
Ἂς σημειωθεῖ μάλιστα ὃτι μὲ τὴν ἐπιλογὴ ἑνὸς ὁποιουδήποτε
συμπληρώματος διανοίγονται νέες δυνατότητες περαιτέρω ἀπεριόριστης ἐπαναδρομῆς ἐπὶ
πλέον κανόνων. Στον πίνακα ποὺ
ἀκολουθεῖ, ἀριθμοῦνται τὰ διαδοχικὰ στάδια ἀνέλιξης ἑνὸς ἀπὸ τὰ συμπληρώματα
τῆς φράσης «Ἡ Ἑλένη εἶναι _» στοὺς δύο
ἂξονες τῆς σύνταξης, τὸν ὁριζόντιο (παρατακτικὴ σύνταξη ) καὶ τὸν κάθετο
(ὑποτακτικὴ σύνταξη), καὶ ὑπογραμμίζονται οἱ λέξεις στὶς ὁποῖες ἒχει προστεθεῖ περαιτέρω
συμπλήρωμα. Ὃπως μπορεῖ εὒκολα νὰ
διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, ἂν συνεχίσει νὰ ἐπιλέγει λέξεις ἢ φράσεις γιὰ πρόσθετο
σχολιασμό, μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ επεκτείνει τὴν περίοδο εἰς τὸ διηνεκές.
1. Ἡ Ἑλένη εἶναι |
2. ἡ μόνη κατάλληλη νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν παρούσα
κρίση |
||
|
3. τὴν ὁποία προκάλεσε |
||
4. ἡ ἀχαλίνωτη κερδοσκοπία τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου |
6. σὲ συνδυασμὸ μὲ |
||
7. τὶς δυσμενεῖς ἐξελίξεις στὴν παγκόσμια ἀγορὰ
ἀργοῦ πετρελαίου |
9. καθὼς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ ἀσκεῖ στὸ ἐσωτερικὸ
ὁ πληθωρισμός |
||
5. τὰ περισσότερα μέλη τοῦ ὁποίου δὲν ἒχουν
σχέση μὲ τὸ ἐμπορικὸ ἀντικείμενο τῆς ἑταιρείας |
8. ἡ τιμὴ τοῦ ὁποίου … |
10. ὁ ὁποῖος ... |
Στὴν πράξη ὡστόσο, ἡ θεωρητική δυνατότητα ἐπ’
ἂπειρον ἐπαναδρομῆς τῶν γλωσσικῶν κανόνων περιορίζεται δραστικὰ ἀπὸ ἐξωγλωσσικοὺς
παράγοντες, ὃπως γιὰ παράδειγμα τὶς ἀνάγκες τῆς καθημερινότητας καὶ τοὺς
περιορισμοὺς τῆς μνήμης μας.
Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε: χάρη στὴ δυνατότητα ἐπ’ ἂπειρον ἐπαναδρομῆς τοῦ
πεπερασμένου συστήματος κανόνων μιᾶς γλώσσας εἲμαστε ἐλεύθεροι νὰ διατυπώσουμε
οἱαδήποτε σκέψη μας, δεσμευόμενοι ὡστόσο νὰ τηρήσουμε τοὺς κανόνες τῆς γλώσσας
μας προκειμένου νὰ γίνουμε κατανοητοὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἡ δεύτερη πρόταση τῆς Γενετικῆς Σχολῆς ποὺ ἒχει νὰ
κάνει μὲ τὴ σύναψη ἐλευθερίας καὶ
γλώσσας ἀφορᾶ τὶς ψυχογλωσσικὲς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες τὰ μικρὰ παιδιὰ
καθίστανται ὁμιλητὲς τῆς γλώσσας τοῦ περιβάλλοντός τους. Κατὰ τὸν συμπεριφορισμό, ἡ γλώσσα ἐγγράφεται
στὸν λευκὸ χάρτη τοῦ παιδικοῦ ψυχισμοῦ μέσῳ τῶν γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα
ἡ κοινωνία τροφοδοτεί τὸ παιδὶ καθημερινά.
Ὁ Chomsky ἀντικρούει τὴν ἀνωτέρω ὑπόθεση μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ ἐπιχείρημα
ὃτι, ἂν τὸ παιδὶ ἦταν ἁπλῶς παθητικὸς δέκτης γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων, ἡ γλώσσα
του θὰ ἀντικατόπτριζε πιστὰ τὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντος καὶ δὲν θὰ περιεῖχε
νεωτερισμούς. Ἀλλὰ τὰ γλωσσικὰ σφάλματα
ποὺ κάνουν ὃλα τὰ μικρὰ παιδιὰ δείχνουν ὃτι
κάθε παιδὶ διαθέτει ἐγγενῶς τὴν (ἐν πολλοῖς ὑποσυνείδητη) ἱκανότητα νὰ ἀναλύει τὰ
ἐξωτερικὰ γλωσσικὰ ἐρεθίσματα ποὺ τυχαίνει νὰ προσπίπτουν στὴν ἀντίληψή του προκειμένου
νὰ ἀναχθεῖ στὶς κανονικότητες τῆς γλώσσας τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος. Πράγματι, ὃταν, σὲ ἐρωτήσεις τοῦ τύπου «Σ’
ἀρέσουν τὰ κερασάκια;», ἓνα γνωστό μου παιδάκι ἀπαντοῦσε γιὰ ἓνα διάστημα «Ὂχι,
δὲν μοῦ σαρέσουν!», σὰν νὰ ὑπήρχε δηλαδή ρῆμα «σαρέσω», εἶναι φανερὸ ὃτι δὲν ἐπαναλάμβανε φράση ποὺ ἂκουσε
ἀπὸ κάποιον ἐνήλικο τοῦ περιβάλλοντός του ἀλλὰ ὃτι ἐκείνη τὴν περίοδο βρισκόταν
σὲ φάση διερεύνησης τῆς ἰδιαίτερα δύσκολης δομῆς «Κάτι μοῦ ἀρέσει» (συγκρ. τὴ
διαυγέστερη δομή «Ἐγώ προτιμῶ τὰ κεράσια»). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχάριοι σπουδαστὲς τῆς ἑλληνικῆς,
ποὺ λένε «Πόσες μῆνες;» (κατὰ τὸ «Πόσες μέρες;»), «Εἶναι ἀπὸ τὴ βήχα» (κατὰ το
«ἀπὸ τὴ νύστα» ἢ «Καλὴ βράδη» (κατὰ τὸ
«Καλὴ νύχτα»), σὲ παρόμοια διερευνητικὴ τῶν κανόνων τῆς νέας τους γλώσσας
δραστηριότητα ἐπιδίδονται.
Μὲ ἂλλα λόγια, οἱ ἂνθρωποι δὲν εἶναι παθητικοὶ
δέκτες τῆς γλώσσας τοῦ περιβάλλοντος ἀλλὰ ἐνεργητικοὶ ἰχνευτὲς τῶν ἀφηρημένων δομῶν
ποὺ ὑπόκεινται τῶν γλωσσικῶν ἐρεθισμάτων· διαμορφώνουν δέ προσωρινούς, ἑπομένως ἐν μέρει
λανθασμένους, κανόνες, τοὺς ὁποίους σταδιακὰ τροποποιοῦν προκειμένου νὰ
συγκλίνουν μὲ τὰ ἰσχύοντα στὴν κοινωνία τους.
Οἱ ἀνωτέρω δύο προτάσεις τῆς Γενετικῆς Σχολῆς
συνάδουν μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ὁμιλοῦντος ἀνθρώπου ὡς δρῶντος ὑποκειμένου καὶ ὂχι ὡς
ἀνενεργοῦ ἀποδέκτη καὶ μηχανικοῦ χρήστη ἑνὸς κλειστοῦ (πεπερασμένου) συστήματος
ἐπικοινωνίας. Ὡστόσο, ἡ γλωσσικὴ ἱκανότητα
τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναλύει καὶ νὰ κατακτᾶ τὸ γλωσσικὸ
φαινόμενο, καθὼς καὶ νὰ κάνει ἀπεριόριστη χρήση τῶν γλωσσικῶν πόρων του γιὰ τοὺς
δικούς του, ἀπροσδόκητους ἐνίοτε, ἐπικοινωνιακοὺς σκοπούς, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ
ἐν πολλοῖς ὑποσυνείδητη ἱκανότητα. Ὁπότε
τίθεται τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ γλωσσική μας ἱκανότητα, ἡ ὁποία δὲν ἐλέγχεται πλήρως ἢ ἒστω
κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὸν συνειδητὸ ἂνθρωπο, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἒνδειξη ἐλευθερίας. Ἐπὶ πλέον, ἡ δυνατότητα ἀπεριόριστης ἐπαναδρομὴς
τῶν γλωσσικῶν κανόνων δὲν ὁδηγεῖ ἀπαραιτήτως σὲ γλωσσικοὺς καρποὺς ἀρκούντως
ὑψηλῆς ποιότητας γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τοὺς ἐντάξουμε στὴν ἐπικράτεια τῆς ἐλευθερίας: ὁ μακροπερίοδος λόγος μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἀπεραντολογεῖ.
Μιὰ ἂλλη, τέλος, περιοχὴ τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου
στὴν ὁποία τίθεται τὸ ἐρώτημα τῆς σχέσης ἐλευθερίας καὶ γλώσσας εἶναι αὐτὴ τοῦ ὓφους. Συχνά, τὸ ὓφος γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ
κάποια νόρμα, ἀπόκλιση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀπότοκος ἐλεύθερης ἐπιλογῆς. Ἒτσι, τὸ ὓφος μου ὃταν ἀπευθύνομαι σὲ μή οἰκείους
συνίσταται στὶς ἀποκλίσεις τοῦ λόγου μου ἀπὸ τὸν συνήθη κώδικά μου. Ἀλλὰ εἶναι οἱ ἐν λόγῳ ἀποκλίσεις ἀπόρροια ἐλεύθερης
ἐπιλογῆς ἢ ἀποτελοῦν ἁπλῶς στατιστικὸ φαινόμενο ποὺ ἐκδηλώνεται στὸ πλαίσιο ἑνὸς
κλειστοῦ συστήματος ἐπικοινωνίας; Ἂν τὸ ὓφος
ποὺ υἱοθετῶ ὃταν ἀπευθύνομαι σὲ ἀγνώστους εἶναι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ καὶ ἂλλα
μέλη τῆς κοινωνίας χρησιμοποιοῦν σὲ παρόμοιες ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες, τότε δὲν
πρόκειται ἲσως γιὰ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ ἀλλὰ γιὰ ἐνεργοποίηση μέσα μου τοῦ ἐνδεδειγμένου
γιὰ τὴν περίπτωση ἐξειδικευμένου κώδικα, ὁ ὁποῖος ἐντάσσεται σὲ ἓναν εὐρύτερο ἐπικοινωνιακὸ
κώδικα ποὺ ἐξυπηρετεῖ ὃλες μὲν τὶς περιστάσεις ἀλλὰ τὴν κάθε μία μὲ ἐν μέρει
διαφορετικὰ μέσα (ὑπο-κώδικες).
Ὑπάρχει ὃμως ἓνα σημεῖο στὸ γλωσσικὸ γίγνεσθαι ὃπου
μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὃτι ἐλευθερία καὶ γλώσσα ἀλληλεπιδροῦν γιὰ νὰ δημιουργήσουν ὓφος. Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ συγκεκριμένος
ἂνθρωπος πλάθει μιὰ νέα γλωσσικὴ μορφὴ γιὰ νὰ βιώσει ἐπιτυχῶς μιὰ νέα πραγματικότητα. Ἡ νέα αὐτὴ μορφὴ δὲν πλάθεται πάντοτε
συνειδητά, γι’ αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ περάσει ἀπαρατήρητη, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν
δημιουργό της. Ἐνίοτε ὃμως ἐπιβιώνει στὸν
χρόνο γιὰ νὰ ἀποτελέσει συστατικὸ τοῦ κώδικα τοῦ δημιουργοῦ της, ἢ, περαιτέρω,
μιᾶς σταδιακὰ διευρυνόμενης ὁμάδας ἀνθρώπων.
Δὲν ἀποκλείεται δέ νὰ φτάσει ὣς τὸν εὐρύτερο δυνατὸ γλωσσικὸ κώδικα τῆς
κοινωνίας καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ γιὰ ἓνα μεγαλύτερο ἢ μικρότερο χρονικὸ
διάστημα. Ὁ κατ’ ἐξοχήν τόπος τοῦ ὓφους,
λοιπόν, εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς ἐν ελευθερίᾳ δημιουργίας νέων μορφῶν, καὶ τῆς
φόρτισής τους μὲ νέα νοήματα, μὲ νέους
τρόπους ἐμβίωσης. Ἀπό τὴν ἑπόμενη
στιγμή, ἀρχίζει ἡ διεργασία τῆς σταδιακῆς ἒνταξης τῶν νέων μορφῶν στὸ γλωσσικὸ
σύστημα, τὸ ὁποῖο τείνει νὰ εἶναι, ὃπως προαναφέραμε, κοινὸ σὲ ὃλους
προκειμένου νὰ καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἐπικοινωνία μεταξὺ ὃλων, ἀκόμη καὶ μεταξὺ ἀγνώστων.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτική, τὸ ὓφος δὲν ἀποτελεῖ ἀπόκλιση
ἀλλὰ προϊὸν τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικότητας, καὶ μόνο κατὰ τὴ διεργασία
παγίωσης τῶν νεόκοπων μορφῶν τίθεται θέμα ἀπόκλισης ἀπὸ τὴν ὃποια καθιερωμένη
γλωσσικὴ χρήση διὰ τῆς ἐπιλογῆς αὐτῶν τῶν σπανιότερων προσωρινά γλωσσικῶν μορφῶν.
Ἐνδέχεται ὡστόσο νὰ ἐγείρει κανεὶς τὴν ἑξῆς ἀντίρρηση
στὸ ἀνωτέρω σχῆμα: Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν
ἐλευθερίας ἡ σύνθεση νέων γλωσσικῶν μορφῶν ἐάν, ἀφ’ ἑνός ἀναλαμβάνεται ὃποτε, ἢ
ἲσως ἐπειδή, ἀλλάζει ἡ ἐξωτερικὴ πραγματικότητα, ἀφ’ ἑτέρου οἱ νέες μορφές ὑπακούουν
στοὺς γενικοὺς κανόνες τῆς ἰσχύουσας γλώσσας;
Ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συνεπάγεται γλωσσοπλαστικὴ δημιουργικότητα
ποὺ καὶ ἀπροϋπόθετη ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ νὰ σπάζει τοὺς παραδεδεγμένους κανόνες
τῆς γλώσσας.
Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸ συμβαίνει στὴν ὑψηλὴ ποίηση: ἀντίθετα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία,
ἐδῶ οὐδεὶς (συνήθως) πρακτικὸς σκοπὸς ἐξυπηρετεῖται∙ ἐπὶ πλέον, ὁ ποιητὴς συχνὰ δοκιμάζει τὰ ὃρια τῆς
γλώσσας, μὲ τὴν ἒννοια ὃτι διαμορφώνει ὁρισμένες τουλάχιστον γλωσσικὲς μορφὲς
κατὰ (μερικὴ ἒστω) παράβαση τῶν κανόνων τῆς γλώσσας τῆς κοινότητας.
Ὁ ἀντιρρησίας μας ὃμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτείνει ὃτι
καὶ ἡ ὑψηλὴ ποίηση πλάθεται γιὰ κάποιον, ὑψηλὸ ἒστω, σκοπό, καὶ γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ
πρέπει νὰ περάσει τὰ ὃρια τῆς ἀτομικότητας τοῦ ποιητῆ καὶ νὰ μετακενωθεῖ στοὺς ἂλλους
ἀνθρώπους. Ἐξάλλου, ἡ νεωτερικότητα τῶν
γλωσσικῶν μορφῶν οὒτε ἀπαραίτητο γνώρισμα τῆς ὑψηλῆς ποίησης εἶναι οὒτε
περιορίζεται στὴν ὑψηλὴ ποίηση.
Στὴν τελευταία αὐτή ἀντίρρηση δὲν φαίνεται, σ’ ἐμένα
τουλάχιστον, νὰ ὑπάρχει πειστικὸς ἀντίλογος, πράγμα τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ στὸ
συμπέρασμα ὃτι ἡ σχέση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας παραμένει ἀδιευκρίνιστη. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀπροσδιοριστία δὲν εἶναι ἀπαραίτητα
«κακὸ πράγμα»: χάρη σ’ αὐτήν, ὁ ἂνθρωπος
καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἰσότιμη σχέση ἐλευθερίας καὶ γλώσσας ὡς αἲτημα, ἡ πραγμάτωση τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται
ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἲδιο. Ἂν αἰσθάνεται ἂξιος
νὰ ἐμπλουτύνει τὴν οἰκουμένη διὰ τῆς προσκομιδῆς σὲ αὐτὴν τῶν καρπῶν τῆς
δημιουργικότητάς του, μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ ἂθλημα τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ γλωσσικῆς ἒκφρασης,
ὑπερβαίνοντας ἑαυτὸν πάλι και πάλι κατὰ τὴν ἐπιδίωξη τῆς βέλτιστης ἰσορροπίας ἀνάμεσα
στὴν ἐλεύθερη διατύπωση τῶν λογισμῶν του καὶ τὴν ὑποταγή του στὴν κοινὴ γιὰ ὃλους
γλώσσα. Τολμῶ μάλιστα να εἰκάσω ότι
αὐτόν ἀκριβῶς τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς διαρκοῦς αὐθυπέρβασης εἶχε ὁ Σολωμὸς κατὰ νοῦ
ὃταν, πιὸ κάτω στὸν Διάλογο, ἀπευθύνει στὸν Σοφολογιώτατο τὴν ἑξῆς προτροπή: «Ὑποτάξου πρῶτα ’ς τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, και,
ἂν εἶσαι ἀρκετός, κυρίεψέ την.»